Ολο και εμφανέστερα γίνονται τα σημάδια της στεγαστικής κρίσης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, παρότι μάλιστα στις περισσότερες χώρες του εξωτερικού δεν μεσολάβησε η οικονομική κρίση που έπληξε την ελληνική οικονομία κατά το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης δεκαετίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σε επίπεδο Ε.Ε., από τις αρχές του 2010 και μέχρι το φετινό πρώτο τρίμηνο, οι τιμές πώλησης κατοικιών έχουν αυξηθεί κατά 58% και τα ενοίκια κατά 27,8%. Ωστόσο, όπως τονίζεται, οι τιμές πώλησης κατοικιών έχουν σημειώσει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της αύξησης από το 2015 μέχρι και το 2022, ενώ αντίθετα η ανοδική πορεία των ενοικίων πανευρωπαϊκά είναι περισσότερο γραμμική και με μικρότερες διακυμάνσεις.
Αντιθέτως, όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, στην Ελλάδα το μεγαλύτερο ποσοστό των αυξήσεων, τόσο των ενοικίων όσο και των τιμών πώλησης, καταγράφεται τα τελευταία χρόνια και ειδικά την περίοδο από το 2022 μέχρι σήμερα, αν και η ανοδική πορεία χρονολογείται από τις αρχές του 2018, όταν η χώρα άρχισε, δειλά δειλά, να εξέρχεται από την οικονομική κρίση. Ακόμη κι έτσι, σύμφωνα με τους δείκτες τιμών της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), οι τιμές πώλησης κατοικιών στο σύνολο της χώρας στο τέλος του φετινού πρώτου τριμήνου ήταν μόλις 9,1% υψηλότερες από τις αρχές του 2010, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο, καθώς ανέρχεται σε 14,8%. Αντίθετα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, οι τιμές των ενοικίων (πανελλαδικά) είναι ακόμη 11% χαμηλότερες από τις αντίστοιχες του 2010, λαμβάνοντας υπόψη και τον πληθωρισμό που έχει εν τω μεταξύ απομειώσει την αγοραστική δύναμη σε σχέση με πριν από 15 χρόνια. Ασφαλώς, στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αττικής και της Θεσσαλονίκης η εικόνα είναι πολύ χειρότερη και υπολογίζεται ότι τα ενοίκια έχουν πλέον ξεπεράσει τα αντίστοιχα του 2010, τη στιγμή που η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών είναι χαμηλότερη.
Τα παραπάνω στοιχεία εξηγούν τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού των ενοικιαστών ως ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού, μια και τα νέα νοικοκυριά, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Ε.Ε., δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά κατοικίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά τη 10ετία από το 2015 μέχρι και το 2024 το ποσοστό των ενοικιαστών στην Ε.Ε. αυξήθηκε από το 29,6% στο 31,6%. Παρότι εκ πρώτης όψεως η αλλαγή αυτή δεν είναι σημαντική, εντούτοις παρατηρούνται σοβαρές ανισότητες μεταξύ των επιμέρους χωρών. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Ελλάδα και η Ισπανία εμφανίζουν σημαντική αύξηση των ενοικιαστών, ενώ αντιθέτως χώρες όπως η Ουγγαρία σημειώνουν πτώση. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το ποσοστό των ενοικιαστών έχει αυξηθεί από το 25% που ήταν το 2015 σε 30,3% στο τέλος του 2024. Αντίστοιχα, στην Ισπανία οι ενοικιαστές αντιστοιχούν στο 26,3% του πληθυσμού, από 21,3% που ήταν πριν από 10 χρόνια. Αντιθέτως, στην Ουγγαρία σημειώνεται μείωση των ενοικιαστών από το 13,7% στο 8,4% του συνόλου του πληθυσμού, ενώ στην Πολωνία σημειώνεται πτώση στο 12,9% από το 16,3%. Επίσης, στη Σλοβακία οι ενοικιαστές είναι σήμερα λιγότεροι και δεν ξεπερνούν το 6,9%, από 10,7% που ήταν πριν από μία δεκαετία.
Μικρότερες αυξήσεις παρατηρούνται στις περισσότερες χώρες, ακόμη και στη Γερμανία, όπου οι ενοικιαστές ανέρχονταν στο τέλος του 2024 σε 52,8% του συνόλου του πληθυσμού, από 48,1% το 2015, διατηρώντας πάντως την πρωτοκαθεδρία στο σύνολο της Ε.Ε. Πολύ υψηλή αναλογία ενοικιαστών παρατηρείται επίσης σε χώρες όπως η Αυστρία (45,5%), η Δανία (39,1%) και η Γαλλία (38,8%).
Εν τω μεταξύ, ακόμη και όσοι νοικιάζουν καλούνται να αντεπεξέλθουν σε συνεχώς επιδεινούμενες συνθήκες διαβίωσης, που αποτελούν ακόμη μία ένδειξη επιδείνωσης της στεγαστικής κρίσης. Αυτό προκύπτει εξετάζοντας τον δείκτη συνωστισμού (overcrowding rate) μεταξύ όσων νοικιάζουν το ακίνητο στο οποίο μένουν. Με βάση την ορολογία της Eurostat, σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται όσοι άνθρωποι μένουν σε σπίτι όπου αντιστοιχεί λιγότερο από ένα δωμάτιο για κάθε ενήλικο ή ζευγάρι κι ένα δωμάτιο για κάθε ζευγάρι παιδιών, ηλικίας έως 12 ετών.
Σύμφωνα με τον δείκτη συνωστισμού, στο τέλος του 2024 σε επίπεδο Ε.Ε. το σχετικό ποσοστό ανερχόταν στο 24,4% του συνόλου των ενοικιαστών, δηλαδή ένας στους τέσσερις διαμένει σε σπίτι μικρότερης επιφάνειας από την ιδανική. Πριν από μία δεκαετία το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφωνόταν σε 20,4%, δηλαδή κάτι παραπάνω από ένας στους πέντε ενοικιαστές έμενε σε σπίτι που χαρακτηριζόταν από «συνωστισμό». Ουσιαστικά δηλαδή, ως αποτέλεσμα της αύξησης των ενοικίων, όλο και περισσότεροι ενοικιαστές καλούνται να συμβιβαστούν με ακίνητα μικρότερης επιφάνειας. Στη Γερμανία, στην πλουσιότερη οικονομία της Ευρώπης, το ποσοστό συνωστισμού διαμορφώνεται σε 18,5% από 11% το 2014 και στην Ισπανία σε 20% από 12% το 2014.
Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό ενοικιαστών ανέρχεται σήμερα σε 33%, δηλαδή ένας στους τρεις ενοικιαστές υποχρεούται να μένει σε σπίτι που θεωρείται μικρότερο από τις πραγματικές ανάγκες του. Το σχετικό μέγεθος είναι πρακτικά αμετάβλητο από το 2014, κάτι όμως που δεν μπορεί να είναι θετική εξέλιξη, με δεδομένη την οικονομική ανάπτυξη που έχει μεσολαβήσει και την έξοδο της οικονομίας από τη βαθιά κρίση. Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία είναι πως η αύξηση των μισθολογικών απολαβών τα τελευταία χρόνια έχει αντισταθμιστεί πλήρως από την αύξηση των ενοικίων, χωρίς να έχει καταστεί εφικτή η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών.