Στον σκληρό πυρήνα του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες και κυρίως τα funds που έχουν αγοράσει τα κόκκινα δάνεια, μπαίνουν οι εταιρείες διαχείρισης, έχοντας πετύχει μέχρι σήμερα την εξυγίανση δανείων ύψους 10,3 δισ. ευρώ περίπου από το σύνολο των 98 δισ. ευρώ που ανέλαβαν να διαχειριστούν με έμφαση από το 2021 και μετά. Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που δημοσιεύει η «Κ», το συνολικό ληξιπρόθεσμο χρέος περιορίστηκε το α΄ τρίμηνο του 2024 στα 69,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 59,4 δισ. ευρώ ανήκουν σε funds και τα 10,4 δισ. ευρώ σε τράπεζες.
Σύμφωνα με τη γενική γραμματέα Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Ιδιωτικού Χρέους Θεώνη Αλαμπάση, «το ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος προς τις τράπεζες και τα funds ως προς το σύνολο του ιδιωτικού χρέους μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε το α΄ τρίμηνο του 2024 στο 59,9% από 69,9% το 2019, δείχνοντας τη σταδιακή αποκατάσταση όσον αφορά την εύρυθμη εξυπηρέτηση των οφειλών».
Παρά την πρόοδο, η αργή απαλλαγή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων από τα βάρη των χρεών που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη 20ετία αποδίδεται σε δυσλειτουργίες των μηχανισμών που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, αλλά και σε χρόνιες παθογένειες του δικαστικού συστήματος και αφορούν:
1. Το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα 920.000 οφειλέτες παραμένουν στα αζήτητα, καθώς τα στοιχεία που έχουν λάβει οι servicers από τις τράπεζες είναι απαρχαιωμένα, με συνέπεια οι οφειλέτες αυτοί να αποτελούν τη μαύρη τρύπα στην προσπάθεια ρυθμίσεων. Η πλήρης ουσιαστικά απουσία των βασικών στοιχείων για την επικοινωνία με 920.000 οφειλέτες –σε σύνολο 2,3 εκατ. που είναι οι οφειλέτες που συνομιλούν με τους servicers– δεν δυσχεραίνει απλώς την αποτελεσματικότερη διαχείριση αυτών των οφειλών που υπολογίζονται σε 25 δισ. ευρώ, αλλά καθιστά ανέφικτη οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης συναινετικής λύσης, οδηγώντας τις περιπτώσεις αυτές σε αναγκαστική εκτέλεση. Ο φορέας των servicers, η Ενωση Εταιρειών ∆ιαχείρισης Απαιτήσεων ∆ανείων και Πιστώσεων (ΕΕ∆Α∆Π), ζητεί να επιτραπεί η πρόσβασή τους στα στοιχεία επικοινωνίας τους μέσω του Taxisnet, αίτημα που εξετάζεται από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας σε μια προσπάθεια να δοθεί οριστική λύση στο θέμα.
2. Μαύρη τρύπα στην πορεία των ρυθμίσεων αποτελεί ο νόμος Κατσέλη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας, πάνω από 43% του συνόλου των αιτήσεων στον νόμο, δηλαδή περί τις 60.000 από τους 140.000 που έκαναν αίτηση, κρίθηκε από τα αρμόδια δικαστήρια ότι δεν μπορούν να τύχουν προστασίας μέσω του νόμου αυτού, καθώς κατά τη στιγμή της λήψης του δανείου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα αποπληρωμής του. Ετσι, όσοι απορρίφθηκαν ήρθαν αντιμέτωποι με συσσωρευμένες οφειλές, καθώς αναβίωσε το σύνολο των τόκων υπερημερίας που είχε «παγώσει» όλο το χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις από την πλευρά των servicers, πρόκειται για οφειλές ύψους 9 δισ. ευρώ περίπου σε σύνολο 20 δισ. ευρώ που ήταν οι οφειλές αυτών που έκαναν αίτηση στον νόμο Κατσέλη.
3. Οι καθυστερήσεις και δυσλειτουργίες στο σύστημα των πλειστηριασμών, με βασικότερο τη δυνατότητα ανακοπής του πλειστηριασμού ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, για λόγους που έχουν να κάνουν με προγενέστερα στάδια της διαδικασίας, θέτοντας ουσιαστικό το ακίνητο και τον νέο αγοραστή σε καθεστώς ομηρίας. Οπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς των εταιρειών διαχείρισης που λειτουργούν ως επισπεύδοντες στους πλειστηριασμούς ακινήτων είτε για λογαριασμό των τραπεζών είτε για λογαριασμό των funds που έχουν αγοράσει τα κόκκινα δάνεια, η συζήτηση της ανακοπής από τα αρμόδια Πρωτοδικεία λόγω των προβλημάτων της δικαιοσύνης μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 5 χρόνια. Ο αγοραστής ο οποίος έχει καταβάλει το τίμημα της μεταβίβασης και τον αναλογούντα φόρο, υποχρεούται με αυτόν τον τρόπο να αναμένει για πολλά χρόνια την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής.
4. Η διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού που δείχνει να ομαλοποιείται έπειτα από αλλεπάλληλες βελτιώσεις και καθυστερήσεις. Το βασικότερο πρόβλημα εντοπιζόταν στο ποσοστό απόρριψης των ρυθμίσεων που προκύπτουν από την ηλεκτρονική πλατφόρμα, το οποίο μειώνεται σταδιακά από το 40% στο 30% από την πλευρά των servicers. Την ίδια στιγμή, σταδιακή αύξηση του ποσοστού αποδοχής των αιτήσεων διαπιστώνεται και από την πλευρά των οφειλετών, που άγγιξε το 95% τον Αύγουστο, περιορίζοντας το ποσοστό απόρριψης μόλις στο 5%, όταν τους προηγούμενους μήνες ήταν κοντά στο 20%.
5. Η έλλειψη μηχανισμών αναχρηματοδότησης της αγοράς, δηλαδή της δυνατότητας οι οφειλέτες να βρουν νέα χρηματοδότηση προκειμένου να εξοφλήσουν τα χρέη τους και να κάνουν μια νέα αρχή. Η δυνατότητα αυτή προβλέφθηκε σε πρόσφατη νομοθεσία αλλά μέχρι σήμερα το ενδιαφέρον των επενδυτών για τη δημιουργία εταιρειών πιστώσεων –όπως ονομάζονται– δεν έχει εκφραστεί στην πράξη. Το πρόβλημα αγγίζει κυρίως τις επιχειρήσεις με κόκκινα δάνεια που έχουν επιβιώσει κατά την προηγούμενη οικονομική κρίση, αλλά δεν μπορούν να αναχρηματοδοτήσουν τις οφειλές τους και να αποκτήσουν την αναγκαία ρευστότητα για την επανεκκίνησή τους.