ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Ανδρέας Μιαούλης, ο ναύαρχος του ελληνικού στόλου

    Ημερομηνία:

    Mavropoulis

    της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

    Ο Ανδρέας Βώκος, γνωστός ως Μιαούλης γεννήθηκε στις 20 Μαΐου 1769 στην Ύδρα και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βώκος. Ήταν το δεύτερο παιδί του Υδραίου πλοιοκτήτη και προεστού Δημήτριου Βώκου, γόνου αρχοντικής Υδραίικης οικογένειας, η οποία προερχόταν από τα Φύλλα, κοντά στη Χαλκίδα και ήταν εγκαταστημένη στην Ύδρα από το 1668.

    Οι Βώκοι εξαιτίας διαμάχης με τον Τούρκο Γκεζαΐρ Πασά, γνωστό και ως Χαζναντράραγα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν αρχικά στη Δοκό και στη συνέχεια στην ημιαυτόνομη Ύδρα. Η μητέρα του λεγόταν Ανδριανή και ήταν χήρα του Ανδρέα Βόχα ή Βοχαΐτου.

    Ο πατέρας του προσπάθησε ανεπιτυχώς να του μάθει γράμματα, αλλά ο νεαρός τότε Ανδρέας στράφηκε στη ναυτιλία, στην οποία είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση από τα εφηβικά του χρόνια.

    Σε ηλικία μόλις 16 ετών και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του έγινε πλοίαρχος στο οικογενειακό πλοίο. Ανέλαβε να παραδώσει σιτάρι στη Νίκαια , παραλιακή πόλη της Γαλλίας. Το κέρδος ήταν τεράστιο για την εποχή. Αμέσως μετά πούλησε το πλοίο της οικογένειας και αγόρασε από έναν Οθωμανό της Χίου το εμπορικό πλοίο Μιαούλ. Από τότε εμφανίζεται με το επώνυμο Μιαούλης.

    Για το παρωνύμιο Μιαούλης υπάρχει και άλλη εκδοχή, ότι του τo κόλλησαν οι ναύτες του, όταν τους έδινε τη διαταγή «Μία ούλοι!» για να κωπηλατούν συγχρόνως.

    Στη συνέχεια, και αφού η περιουσία του συνεχώς αυξανόταν, ανέθεσε στον Υδραίο ναυπηγό Μαστρογεώργη την κατασκευή ενός νέου μεγάλου εμπορικού πλοίου. Με το ξέσπασμα του Αγγλογαλλικού πολέμου ο Ανδρέας Μιαούλης απέκτησε τεράστια περιουσία διασπώντας τους αγγλικούς αποκλεισμούς.

    Είχε όμως την ατυχία λίγους μήνες αργότερα το πλοίο του να χτυπήσει σε ύφαλο κοντά στο Γιβραλτάρ και να βουλιάξει. Ύστερα από αυτό αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γένοβα και να ναυπηγήσει νέο πλοίο, χωρητικότητας 400 τόνων και αξίας 160.000 πιάστρων, ποσό που του στέρησε την πρωτιά μεταξύ των Υδραίων πλοιοκτητών.

    Ο ιστορικός Yemeniz αναφέρει ότι σε ένα από τα πρώτα του ταξίδια είχε συλληφθεί από Μαλτέζους πειρατές, οι οποίοι αρχικά είχαν σκοπό να τον σκοτώσουν, στη συνέχεια όμως τους έπεισε να τον πάνε στην Πελοπόννησο για να τους δώσει ένα χρηματικό ποσό με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Τελικά το πειρατικό, αφού αποβίβασε τον Μιαούλη και έξι πειρατές σε κάποιο χωριό αναγκάστηκε να αποχωρήσει, αφήνοντάς τον ελεύθερο, λόγω της εμφάνισης τουρκικού πλοίου.

    Επιπρόσθετα, ο Μιαούλης λόγω της γενναιότητας του αλλά και της ισχυρογνωμοσύνης του είχε εμπλακεί σε πολλές διαμάχες. Η πιο διάσημη ήταν αυτή με ένα γαλλικό πλοίο λίγο έξω από τις ακτές της Ιταλίας. Η ναυμαχία διήρκεσε τρεις ολόκληρες μέρες και τελικά είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση του γαλλικού πλοίου.

     

    Ο Μιαούλης επίσης ήταν ένας από τους σημαντικότερους ήρωες της μεγάλης Επανάστασης του 1821. Στην αρχή ήταν αντίθετος με την εθνική εξέγερση γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμα επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό.

    Ήταν απολύτως λογικό να φοβάται λοιπόν μια επικείμενη επανάσταση αφού μια ενδεχόμενη αποτυχία θα έπληττε τα συμφέροντα της Ύδρας, η οποία ήταν ημιαυτόνομη, πλην όμως είδε με ευχαρίστηση την εκλογή του γιου του στη θέση του μοίραρχου – αρχηγού των υδραίικων πλοίων.

    GYMALL

    Μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση. Έγινε Ναύαρχος της Ύδρας κατά τα τέλη του 1821 και στη συνέχεια Ναύαρχος ολόκληρου του ελληνικού στόλου, μέχρι την αντικατάστασή του το 1827 από τον Άγγλο Ναύαρχο Κόχραν. Ο Ανδρέας Μιαούλης ξεχώρισε το 1822 στην ναυμαχία της Πάτρας. Την ίδια χρονιά ναυμάχησε στη Χίο, χωρίς να καταφέρει να αποτρέψει τη Σφαγή της Χίου, και στις Σπέτσες. Στο τέλος του 1822 καταφέρει να ανεφοδιάσει το Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία του. Οι Μεσολογγίτες πήραν θάρρος και με συνεχείς εξόδους ανάγκασαν τη λύση της πολιορκίας. Το 1824, στις 29 Αυγούστου, γίνεται η ναυμαχία του Γέροντα (στα μικρασιατικά παράλια απέναντι από την Κάλυμνο) που περιγράφεται ως η μεγαλύτερη ναυμαχία της Επανάστασης.

    Ασχολήθηκε με τη ναυτιλία αποκτώντας σημαντική περιουσία, ενώ κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ανέλαβε την αρχηγία του ελληνικού στόλου, συμμετέχοντας με επιτυχία σε πλήθος ναυμαχιών. Αρχικά ανέλαβε την αρχηγία του στόλου της Ύδρας και εν συνεχεία την αρχηγία του ελληνικού στόλου. Υπό τη διοίκησή του ο ελληνικός στόλος συμμετείχε νικηφόρα στις ναυμαχίες των Πατρών, των Σπετσών, της Σάμου, του Γέροντα, της Μεθώνης και του κάβο Μπαμπά, ενώ ιδιαίτερα σημαντική κρίνεται η συμβολή του στον εφοδιασμό της πόλεως του Μεσολογγίου κατά την πολιορκία της τελευταίας. Το 1827, και με αφορμή την επικείμενη αντικατάστασή του από τον Βρετανό ναύαρχο Κόχραν, υπέβαλε την παραίτησή του από την αρχηγία του στόλου.

    Το 1825, στις 2 Ιουνίου, ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τον Μιαούλη καταστρέφουν τουρκο-αιγυπτιακή κορβέτα στην ναυμαχία της Σούδας και ανάγκασε σε υποχώρηση τον υπόλοιπο οθωμανικό στόλο. Το 1825 και το 1826 έχουμε τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο Μιαούλης προσπαθεί τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο να ανεφοδιάσει τους πολιορκημένους, μα δεν τα καταφέρνει. Μετά από ένα χρόνο πολιορκίας γίνεται η Έξοδος του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου του 1826. Το 1829 ο Καποδίστριας δείχνει για άλλη μια φορά την εκτίμησή του και διορίζει τον Μιαούλη μέλος της Γερουσίας.

    Με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο Μιαούλης ανέλαβε για δεύτερη φορά, την αρχηγία του ελληνικού στόλου, συνεισφέροντας σημαντικά στην πάταξη της πειρατείας στο Αιγαίο. Εν συνεχεία όμως, ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια, παραιτήθηκε από τη θέση του γερουσιαστή και προσχώρησε στην αντιπολίτευση, η οποία είχε συγκεντρωθεί στην Ύδρα. Τον Ιούλιο του 1831, επικεφαλής μικρού στρατιωτικού σώματος αποβιβάστηκε στον Πόρο, καταλαμβάνοντας μέρος του μικρού ελληνικού στόλου και ανατινάζοντας, την 1η Αυγούστου 1831, και ύστερα από σύγκρουση με ρωσικές δυνάμεις, τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα». Για την αμφιλεγόμενη αυτή πράξη του, έχει επικριθεί από συγχρόνους του, αλλά και από την ιστοριογραφία. Ο Καποδίστριας επανέφερε, επίσημα, τον Μιαούλη ως Ναύαρχο του ελληνικού στόλου και ανέθεσε στον Κανάρη την αρχηγία των πυρπολικών.

     

    Σύντομα ωστόσο, ο Μιαούλης θα συμπαραταχθεί με όσους αντιτίθεντο στον Καποδίστρια. Οι Υδραίοι ζητούσαν αποζημιώσεις για τις καταστροφές που είχαν υποστεί κατά την Ελληνική Επανάσταση, όμως η κατάσταση του ταμείου του ελληνικού κράτους δεν επέτρεπε στον Καποδίστρια να κάνει κάτι τέτοιο. Η κατάσταση γρήγορα κλιμακώθηκε, οι Υδραίοι καπεταναίοι δεν δέχονταν ελέγχους στα πλοία τους και ο Καποδίστριας έδωσε εντολή στον Κανάρη να θέσει σε ετοιμότητα τον ελληνικό στόλο στον ναύσταθμο του Πόρου.

    Τον Ιούλη του 1831, υπό την κατεύθυνση του Μαυροκορδάτου, ο Μιαούλης με 200 Υδραίους και άλλους ντόπιους ενόπλους, καταλαμβάνουν αρχικά την ελληνική ναυαρχίδα “Ελλάς” και το μικρό φρούριο που έλεγχε το στενό. Στις επόμενες μέρες καταφέρνουν να πάρουν τον έλεγχο από τον Κανάρη τριών πλοίων, ανάμεσά τους η φρεγάτα “Σπέτσες” που ήταν δωρεά των παιδιών της Μπουμπουλίνας. Ο Καποδίστριας στέλνει στρατιωτικά σώματα με την εντολή να ανακαταλάβουν το φρούριο και έρχεται σε συνενόηση με τον Ρώσο ναύαρχο Ρικόρδ, τον οποίο πείθει να πάει με τη ρωσική μοίρα στον Πόρο. Ο Ρικόρδ, όπως και άλλοι ξένοι αξιωματούχοι, προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Μιαούλη χωρίς αποτέλεσμα. Στις 27 Ιουλίου ο Ρικόρδ επιτέθηκε, κάμπτοντας το ηθικό των στασιαστών.

    Την 1η Αυγούστου του 1831, ο Μιαούλης είχε μείνει με πολύ λίγους άντρες και σε μια στιγμή απελπισίας, ως ύστατη πολεμική πράξη, άναψε φυτίλια στις μπαρουταποθήκες των τεσσάρων μεγαλύτερων πλοίων. Ανατινάχτηκαν η φρεγάτα “Ελλάς” και η κορβέτα “Ύδρα”, και τα άλλα δύο πλοία σώθηκαν την τελευταία στιγμή από θαρραλέους αγωνιστές που αφαίρεσαν τα φυτίλια. Η πυρπόληση των ελληνικών πλοίων στιγμάτισε τον Μιαούλη. Ο Μιαούλης αργότερα έλεγε μετανοημένος ότι καλύτερα να του είχαν κόψει το χέρι παρά να τα είχε κάψει.

    Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια επιλέχθηκε από τη βαυαρική Αυλή ως ένας από τους τρεις Έλληνες που θα παρέδιδαν το στέμμα και το σχετικό ψήφισμα στον νεαρό τότε Όθωνα, μαζί με τους Δημήτριο Πλαπούτα και Κωνσταντίνο Μπότσαρη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε διάφορα αξιώματα στην οθωνική κυβέρνηση (αρχηγός του ναυτικού διευθυντηρίου, γενικός επιθεωρητής του στόλου, Σύμβουλος της Επικρατείας). Επί βασιλείας Όθωνα, διορίστηκε Αρχηγός του Ναυτικού Διευθυντηρίου, Γενικός Επιθεωρητής του Στόλου και Σύμβουλος Επικρατείας.

    Ο Ανδρέας Μιαούλης πέθανε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 1835 από φυματίωση και τάφηκε στον Πειραιά, στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Ακτή Μιαούλη. Αργότερα, έγινε ανακομιδή των οστών του σε τάφο στην είσοδο της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Η προσφορά του τιμάται κάθε χρόνο στα Μιαούλεια, φεστιβάλ το οποίο είναι αφιερωμένο στη στρατιωτική δράση του κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων (1821-1827).

     

    Ενδεικτική βιβλιογραφία:

    Κάσδαγλη, Αγλαΐα-Νέλλη, Ο Ανδρέας Μιαούλης βιογραφούμενος από τον γιο του. Σελίδες από το αρχείο του Τόμας Γκόρντον, Μνήμων 17 (1995), σσ. 163-174

    Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τομ. Β’, Αθήνα, 2021

    Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (πεντάτομη έκδοση), τ. Δ’ 1454 – 1881

    Πρασσά, Αννίτα – Αδαμοπούλου-Παύλου, Κων/να, Ανδρέας Μιαούλης 1769-1835. Από την υπόδουλη ως την ελεύθερη Ελλάδα, εκδ. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», 2003

    Σταμέλος, Δημήτριος, Ανδρέας Μιαούλης, εκδ. «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Αθήνα 2003

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    Εμπορικός Σύλλογος Πάτρας: Ζητά παράταση της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με τα POS

    Ο Εμπορικός Σύλλογος Πατρών, σχετικά με το φλέγον ζήτημα...

    Επίσκεψη Ερντογάν στις ΗΠΑ τον Μάιο

    Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν θα επισκεφθεί τις Ηνωμένες Πολιτείες στις 9 Μαΐου,...

    Οι γιατροί που εφημερεύουν το Σαββατοκύριακο 30 και 31 Μαρτίου

    Από 7 π.μ. Σαββάτου έως 7 π.μ. Δευτέρας Αγγειοχειρουργός: Αλεξανδρόπουλος Δημήτριος Κανακάρη...