Ενώ ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η υιοθέτηση βασικών ψηφιακών τεχνολογιών αποτελούν «κλειδί» για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας όλων των οικονομιών, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η λεγόμενη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, εξακολουθούν να σκοράρουν αρκετά χαμηλά σε αυτόν τον τομέα.
Για ένα μεγάλο ποσοστό οι ψηφιακές τεχνολογίες αποτελούν ενδεχομένως ακόμη και άγνωστες λέξεις. Σύμφωνα με νέα στοιχεία της Eurostat που αποτυπώνουν τον δείκτη ψηφιακής έντασης των επιχειρήσεων για το 2023 (Digital Intensity Index – DII 2023), σχεδόν 6 στις 10 μικρές ελληνικές επιχειρήσεις (56,2%) που απασχολούν από 10 εργαζομένους ή και περισσότερους αξιολογούνται πολύ χαμηλά στον σχετικό δείκτη, ξεπερνώντας σε επιδόσεις μόνον τη Βουλγαρία (70,6%) και τη Ρουμανία (72,1%). Πρακτικά, μεταξύ των 27 κρατών-μελών, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση από το τέλος, ενώ μεγάλη είναι και η απόστασή της από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσον όρο, όπου για το 41,3% των επιχειρήσεων ο αντίστοιχος δείκτης κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (από 10 εργαζομένους και άνω), που αποτελούν και την πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, δεν επενδύουν σε ψηφιακές τεχνολογίες, τουλάχιστον στον βαθμό που κάνουν επιχειρήσεις ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών. Αντίθετα, αυτές συνήθως δραστηριοποιούνται σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Ετσι, αρκετές από αυτές παράγουν προϊόντα που δεν είναι ανταγωνιστικά και παραμένουν καθηλωμένες σε υποτονικούς ή και μηδενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, προσφέροντας στους εργαζομένους τους χαμηλές αμοιβές. Στο μεταξύ, αυτή η αργή υιοθέτηση ψηφιακών τεχνολογιών δεν αποτελεί ενθαρρυντικό δείγμα για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και για τις προσπάθειες αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Εκτός από αυτές που βρίσκονται πολύ χαμηλά στην κατάταξη, ένα ποσοστό της τάξης του 27,9% καταγράφει σχετικά χαμηλή επίδοση, ενώ 13,1% αξιολογείται ψηλά στον σχετικό δείκτη. Αντίθετα, πολύ υψηλά στον συγκεκριμένο δείκτη είναι επιχειρήσεις στη Φινλανδία (13%), στη Μάλτα (11,4%) και στην Ολλανδία (11%).
Η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δραστηριοποιείται σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2023 η ψηφιακή ένταση για το 58% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έφτασε τα βασικά επίπεδα, με το αντίστοιχο ποσοστό για τις μεγάλες επιχειρήσεις να αγγίζει το 91%. Η επίδοση αυτή στον συγκεκριμένο δείκτη (at least basic level) καταδεικνύει πως οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τουλάχιστον 4 από τις 12 βασικές ψηφιακές τεχνολογίες, όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη, το υπολογιστικό νέφος, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στα κριτήρια που συνθέτουν τον δείκτη αυτό είναι και η πραγματοποίηση ηλεκτρονικών πωλήσεων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 1% του συνολικού τους τζίρου.
Ετσι, μόλις το 4,4% των ευρωπαϊκών μικρομεσαίων επιχειρήσεων (10-249 εργαζομένους) έφτασε ένα πολύ υψηλό επίπεδο ψηφιακής έντασης, ενώ για σχεδόν 2 στις 10 το επίπεδο αξιολογείται ως υψηλό. Οι περισσότερες ωστόσο (42,3%) αξιολογούνται αρκετά χαμηλά στον συγκεκριμένο δείκτη.