Ανακάμπτει η Ελλάδα, αλλά με επενδυτικό κενό 18 δισ. ευρώ ετησίως από την Ευρώπη

    Ημερομηνία:

    Εντυπωσιακή επενδυτική ανάκαμψη με αύξηση 45% τα τελευταία πέντε χρόνια καταγράφει η Ελλάδα, με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να εκτοξεύεται από το 11% του ΑΕΠ το 2019 σε 16% το 2024. Παρά τη σημαντική βελτίωση, όμως, το επενδυτικό χάσμα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει σημαντικό, καθώς η Ευρωζώνη κινείται με επενδύσεις 23% του ΑΕΠ.

    Η δυναμική των επενδύσεων στην Ελλάδα αναμένεται να ενισχυθεί την περίοδο 2025-2026 καθώς προβλέπεται ότι θα φτάσουν στο 17,5% του ΑΕΠ το 2025 -και πάνω από 18% το 2026 ενδεχομένως- κυρίως χάρη στην αξιοποίηση των κονδυλίων από το ελληνικό Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Τα διδάγματα που αφήνει όμως η λειτουργία του θα αξιοποιηθούν και μετά το 2026 που κλείνουν τα προγράμματα του Ταμείου, ενώ υπάρχει και σχέδιο αύξησης του εθνικού Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά 500 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δύσκολα θα αναπληρώσει το κεφαλαιακό κενό που δημιουργείται.

    Το «στοίχημα» των χαμηλών επιδοτήσεων

    Ενα από τα πλέον εντυπωσιακά ευρήματα αφορά την αποτελεσματικότητα του νέου μοντέλου χρηματοδότησης στη χώρα μας, όπως είχε αναφέρει μιλώντας στη Βουλή ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης. Το ΤΑΑ λειτουργεί με εξαιρετικά χαμηλές επιδοτήσεις, καθώς παρέχει μέση ενίσχυση κάτω από 8% μέσω επιδότησης επιτοκίου, σε αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση υψηλών κρατικών επιχορηγήσεων της τάξεως του 40%-60%.
    Ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: μόλις σε δύο χρόνια κινητοποιήθηκαν επενδυτικά κεφάλαια 31 δισ. ευρώ, με 17 δισ. ήδη δρομολογημένες επενδύσεις και 14 δισ. υπό αξιολόγηση.

    Εξίσου σημαντικό είναι ότι το νέο μοντέλο χρηματοδότησης επενδύσεων διασφαλίζει αυστηρά πιστοληπτικά κριτήρια, αποτρέποντας τα «θαλασσοδάνεια» και τις «αρπαχτές» του παρελθόντος – ίσως και του παρόντος, όπως δείχνει η υπόθεση κατάχρησης των αγροτικών επιδοτήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ.

    «Επίμονο» επενδυτικό κενό 18 δισ.

    Παρά την πρόοδο, όμως, η Ελλάδα χρειάζεται επιπλέον 17-18 δισ. ευρώ ετησίως για να επιτευχθεί πραγματική σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δηλαδή αύξηση 50% σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα (από 16 σε 23 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).
    Το παράδοξο είναι ότι αν και ως ποσοστό του ΑΕΠ το επενδυτικό κενό μειώνεται έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της Ελλάδας, παραμένει υψηλό ή και αυξάνεται σε απόλυτα μεγέθη (από τα 15 δισ. που ήταν το 2019 στα 18 δισ. ετησίως σήμερα) επειδή ακριβώς υπολογίζονται σε υψηλότερο ΑΕΠ που έχει πλέον η χώρα.

    Ετσι, ενώ συνολικά το σωρευτικό κενό από την περίοδο αποεπένδυσης (2011-2020) υπερβαίνει τα 100 δισ., σε ονομαστικές τιμές συνεχίζει να αυξάνεται, δημιουργώντας πιο επιτακτική την ανάγκη κινητοποίησης πιο αποδοτικών κινήτρων και μηχανισμών προσέλκυσης επενδύσεων.

    Η σύγκριση με το παρελθόν είναι αποκαλυπτική: από το ρεκόρ 26% του ΑΕΠ το 2007, οι επενδύσεις κατέρρευσαν στο ιστορικό χαμηλό 11% το 2016 (ως ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου με βάση τα στοιχεία της Eurostat), προτού ανακάμψουν σταδιακά από το 2019 και μετά. Το κενό όμως μετά από μια δεκαετία αποεπένδυσης είναι δυσαναπλήρωτο για την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση των επενδύσεων αναδεικνύεται έτσι σε ζωτικής σημασίας για την οικονομική ζωή της χώρας στα επόμενα χρόνια.

    Ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Νίκος Παπαθανάσης έχει επανειλημμένα τονίσει τη σημασία της αύξησης των επενδύσεων. Η μεγάλη ευκαιρία επενδύσεων και μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας τελειώνει τον Δεκέμβριο του 2026. Και όπως προ ημερών ανέφερε ο υπουργός σε εκδήλωση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, περίπου 31,5 δισ. ευρώ αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομία μέσω επενδύσεων το 2025 και το 2026. Αυτό αντικατοπτρίζει την κυβερνητική δέσμευση για στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας και τη βελτίωση κρίσιμων υποδομών για τη χώρα. Ο ίδιος έχει επισημάνει την επιτυχή εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) για το 2024, το οποίο εκτελέστηκε σε ποσοστό 101,25% και είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων 15 ετών, ύψους 13,2 δισ. ευρώ. Για το 2025 και 2026 προβλέπεται περαιτέρω αύξηση των πόρων για επενδύσεις, φτάνοντας τα 14,6 δισ. ευρώ και 16,9 δισ. ευρώ αντίστοιχα.

    Σημαντική είναι όμως και η ποιοτική αλλαγή στη σύνθεση των επενδύσεων: ενώ προ κρίσης σχεδόν οι μισές ιδιωτικές επενδύσεις αφορούσαν κατοικίες, σήμερα τα 4/5 κατευθύνονται σε παραγωγικό κεφάλαιο. Παράλληλα, οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις κατέγραψαν ιστορικά ρεκόρ, φτάνοντας τα 7,23 δισ. ευρώ το 2022, με το συνολικό κεφάλαιο από το 2019 να υπερβαίνει τα 25 δισ. ευρώ.

    Στην επενδυτική ανάκαμψη συνέβαλε καθοριστικά ότι το Δημόσιο υπερδιπλασίασε τις επενδύσεις του (από 5,6 δισ. το 2019 σε 13,2 δισ. το 2024). Ωστόσο η Ελλάδα δεν είναι Γερμανία να δίνει θηριώδεις επιδοτήσεις, αλλά αντιμετωπίζει σημαντικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς που εμποδίζουν τα περιθώρια αύξησης των δημοσίων επενδύσεων, καθώς και πίεση να καλύπτει άλλες ανάγκες, όπως οι εξοπλισμοί και οι κλιματικές καταστροφές.
    Η επενδυτική κινητοποίηση του ιδιωτικού τομέα αναδεικνύεται έτσι ως ζωτικής σημασίας για το μέλλον της εθνικής οικονομίας. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος και το βελτιωμένο φορολογικό πλαίσιο.

    Οι προκλήσεις παραμένουν

    Επιπλέον, χρόνια προβλήματα παραμένουν κυρίαρχα: γραφειοκρατία, πολύπλοκες διαδικασίες και καθυστερήσεις αυξάνουν το κόστος, αποθαρρύνοντας την επιχειρηματικότητα και τις ξένες επενδύσεις. Ωστόσο, το παράδειγμα του Ταμείου Ανάκαμψης αποδεικνύει ότι ακόμα και σχετικά χαμηλές κρατικές επιδοτήσεις μπορούν να κινητοποιήσουν σημαντικά ιδιωτικά κεφάλαια, θέτοντας υπό αμφισβήτηση παγιωμένες αντιλήψεις δεκαετιών για την ανάγκη υψηλών επιχορηγήσεων.

    Ο νέος Αναπτυξιακός Νόμος που μόλις ψηφίστηκε (Ν.5293/2.6.2025) εισάγει βασικές καινοτομίες, τις οποίες παρουσίασε στη Βουλή ο υπουργός Ανάπτυξης Τάκης Θεοδωρικάκος.

    Και συγκεκριμένα:

    1. Διεύρυνση της χρηματοδότησης με ανώτατο ποσό ενίσχυσης ανά επενδυτικό σχέδιο τα 20 εκατ. ευρώ και χρηματοδοτικά εργαλεία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας με στόχο την κινητοποίηση συνολικών πόρων άνω του 1 δισ. ευρώ.
    2. Απλοποίηση και διαφάνεια, αξιολόγηση αιτήσεων εντός 90 ημερών, αλλά και αυστηρό πλαίσιο για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων που εγκρίνονται.
    3. Προτεραιότητα σε παραμεθόριες περιοχές, νομούς με δημογραφική πίεση, περιοχές που έχουν πληγεί από φυσικές καταστροφές και ειδικά καθεστώτα για κοινωνικές επιχειρήσεις και μεμονωμένους επαγγελματίες της περιφέρειας.
    4. Ειδική μέριμνα για την Τεχνητή Νοημοσύνη και την ψηφιακή μετάβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
    5. Στήριξη επιχειρήσεων όλων των μεγεθών – τόσο για μεγάλες επενδύσεις όσο και σε μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις.

    Τι έδειξε το «πείραμα»

    Πάντως, σε αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση που ευνοούσε υψηλά ποσοστά κρατικών επιδοτήσεων που η Ελλάδα δεν μπορεί να διαθέτει, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) έδειξε ότι η άρση εμποδίων μπορεί να λειτουργεί καλύτερα και από τις υψηλές ενισχύσεις.

    Ηδη έχουν δρομολογηθεί, μέσω δανειακών συμβάσεων, επενδύσεις ύψους 17 δισ. ευρώ, οι οποίες αντιστοιχούν σε δάνεια 7 δισ. ευρώ από το ΤΑΑ, με τα υπόλοιπα 10 δισ. να καλύπτονται από κεφάλαια ιδιωτών και τραπεζικά δάνεια υπό αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    Ντόναλντ Τραμπ: Βρήκα αγοραστή για το Tik Tok

    Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε, σε συνέντευξη που...

    Ορκίστηκαν ο νέος υπουργός Μετανάστευσης, Θάνος Πλεύρης και τρεις υφυπουργοί

    Στο Προεδρικό Μέγαρο προσήλθαν λίγο πριν τις 10 το πρωί...

    Πατρῶν Χρυσόστομος: « Ὃσιος Γερβάσιος τῶν Πατρῶν: Τῆς ὑπομονῆς τό πρότυπον»

    Μὲ τὴν συμμετοχὴ πλήθους εὐσεβῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὴν πόλη...