Στα προϊόντα περιποίησης δέρματος καθώς και στα προϊόντα περιποίησης μαλλιών στρέφεται το ενδιαφέρον των καταναλωτών, με τα πρώτα να καλύπτουν περίπου το 55% της συνολικής αξίας των πωλήσεων καλλυντικών προϊόντων στην Ελλάδα. Ακολουθούν τα προϊόντα μακιγιάζ (11,8%) καθώς και τα αρωματικά προϊόντα (7,4%), κατηγορίες οι οποίες επλήγησαν την περίοδο της πανδημίας, που οι μετακινήσεις των πολιτών περιορίστηκαν και η χρήση μάσκας εμπόδιζε σημαντικά την αξιοποίησή τους.
Αυτό προκύπτει από την κλαδική μελέτη της ICAP CRIF, από την οποία συνάγεται πως η εγχώρια αγορά καλλυντικών επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια, με τις συνολικές πωλήσεις να σημειώνουν άνοδο το 2022 και το 2023, με ρυθμό 6% και 8% αντιστοίχως.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η άνοδος αυτή συνδέεται και με τις ανατιμήσεις αρκετών προϊόντων περιποίησης από τις εταιρείες προκειμένου να αντισταθμίσουν τις πιέσεις στα περιθώρια κέρδους τους. Αντίστοιχα αυξητικά κινούνται τα τελευταία χρόνια και οι πωλήσεις των εισαγόμενων καλλυντικών, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς.
Για το 2024-2025 αναμένεται άνοδος της αξίας της εγχώριας αγοράς καλλυντικών, αλλά με μικρότερο ρυθμό της τάξεως του 3%-4%.
Οι περισσότερες πωλήσεις καλλυντικών πραγματοποιούνται από το κανάλι ευρείας διανομής (σούπερ μάρκετ), που αντιπροσωπεύει το 48% της συνολικής αξίας της αγοράς καλλυντικών, ενώ ακολουθούν τα φαρμακεία, η επιλεκτική διανομή, τα κομμωτήρια και οι απευθείας πωλήσεις. Οι ηλεκτρονικές πωλήσεις καλλυντικών αποτελούν ένα εξίσου δυναμικό κανάλι αγορών, με το μερίδιό τους να υπολογίζεται στο 14%-16%.
Τέλος, η εγχώρια παραγωγή καλλυντικών (σε αξία, σε τιμές χονδρικής) παρουσίασε αύξηση την τελευταία τριετία (2021-2023), καταγράφοντας μέσο ετήσιο ρυθμό 7,7%, μετά τη μείωση που υπέστη το 2020 εξαιτίας της πανδημίας.