Από το 1981 μέχρι και το 1993 στις κάλπες προσερχόταν για να ψηφίσει σχεδόν το 80% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Το ενδιαφέρον για την πολιτική μετά την επταετή δικτατορία ήταν μεγάλο. Ανδρέας Παπανδρέου και Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχαν επιτύχει τη μέγιστη συσπείρωση σε ΠΑΣΟΚ – Νέα Δημοκρατία και οι δύο ισχυροί πόλοι της εξουσίας απέκτησαν ένθερμους και ορκισμένους υποστηρικτές. Χαρίλαος Φλωράκης και Λεωνίδας Κύρκος κρατούσαν τα ηνία της Αριστεράς. «Πράσινα», «μπλε» αλλά και «κόκκινα» καφενεία αποτέλεσαν στην περιφέρεια τους τόπους ζύμωσης, συγκέντρωσης και έκφρασης του κομματικού κοινού. Στο όχι και τόσο μακρινό, αντιοικολογικό παρελθόν, όπου δέσποζαν οι πλαστικές σημαίες και οι αφισοκολλήσεις, η προεκλογική περίοδος ήταν μια ιεροτελεστία. Από τις συγκεντρώσεις στις πλατείες μέχρι τα ταξίδια στο χωριό «για να μη χαθεί η ψήφος».
Το ενδιαφέρον των πολιτών για τις κάλπες έμεινε αμείωτο μέχρι και τις εκλογικές αναμετρήσεις του 2004 και του 2007, όταν ένα ποσοστό που άγγιζε ή ξεπερνούσε το 75% θεωρούσε υποχρέωσή του να δώσει το «παρών». Από τότε και μετά, οι ψηφοφόροι άρχισαν να δείχνουν έναν σταδιακό προβληματισμό, που οδήγησε μια μεγάλη μερίδα Ελλήνων να γυρίσει την πλάτη στα κόμματα. Από το 2007 μέχρι και το 2019 «αναζητούνται» 1,5 εκατομμύριο πολίτες από τους περίπου 9,9 εκατομμύρια εγγεγραμμένους στους καταλόγους. Οι απώλειες μέσα σε 12 χρόνια είναι πολλές. Το 2007 η συμμετοχή έφτανε το 74,15%. Στο 57,78% κινήθηκε στις τελευταίες εκλογές, ελαφρώς μεγαλύτερη σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2015 που τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα (56,57%). Eνόψει των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων, τα κόμματα κάνουν ήδη κινήσεις για να προσεγγίσουν έστω τους μη ορκισμένους αρνητές της ψήφου. Για τη Ν.Δ., το στοίχημα είναι μεγάλο προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο της χαλαρής ψήφου στην κάλπη της απλής αναλογικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να πάρει από τη «γαλάζια» παράταξη την πρωτοκαθεδρία στον μεσαίο χώρο, που του στέρησε τη νίκη το 2019. Οι αναλύσεις αναφέρουν πως η ήττα του πριν από τρία χρόνια σημαδεύτηκε από την αποχή ενός μεγάλου μέρους της Κεντροαριστεράς. Η συμμετοχή έφθασε στο 57,78%, με 5.769.644 να ψηφίζουν στην κάλπη της 7ης Ιουλίου. Τα επιτελεία έχουν επιδοθεί στη μελέτη των στοιχείων ακόμη και ανά περιοχή.
Ειδικές στρατηγικές καταστρώνουν Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ ώστε να περιορίσουν την αποχή στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Η μεγάλη «βουτιά» στη συμμετοχή στις κάλπες έγινε, πάντως, στις διπλές εκλογές του 2012, και τα νούμερα είναι ενδεικτικά. Το 2009 ψήφισαν (μαζί με άκυρα / λευκά) 7.044.606 πολίτες (συμμετοχή 70,95%), όμως τον Μάιο του 2012 προσήλθε στις κάλπες το 65,1% των ψηφοφόρων (6.476.751) και ένα μήνα μετά, το 62,47%. Μπορεί η εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων, που σε κάποιες περιπτώσεις καθυστερεί, να διογκώνει την αποχή, ωστόσο είναι γεγονός ότι η οικονομική κρίση και τα δύο μνημόνια που είχαν υπογραφεί (Μάιος 2010 – Φεβρουάριος 2012) απομάκρυναν τους πολίτες από τα παραβάν.
Η κούραση οδήγησε σε κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος, με το ΠΑΣΟΚ να φεύγει από τροχιά εξουσίας (13,18%) και τους δύο πρώτους, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, να εξαϋλώνονται στις πρώτες εκλογές του 2012, συγκεντρώνοντας μαζί ποσοστό 35,63%. Αυτές οι εκλογές κατά πολλούς δημοσκόπους ήταν το σημείο καμπής. Το 2007 ψήφισαν 7.356.294 πολίτες και στις δεύτερες εκλογές του 2012, 6.217.000. «Χάθηκαν» δηλαδή σε πέντε χρόνια, κατά προσέγγιση, πάνω από ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι. Η ελπίδα που έδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ για αλλαγή πλεύσης απλώς συγκράτησε τα ποσοστά συμμετοχής τον Ιανουάριο του 2015 (63,62% συμμετοχή), με 6.330.356 να ψηφίζουν. Η περιδίνηση στην οποία μπήκε η χώρα το επτάμηνο που ακολούθησε και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου από μια κυβέρνηση της Αριστεράς ήρθαν να προστεθούν στη σκληρή λιτότητα που είχε προηγηθεί. Σε αυτό το περιβάλλον, τον Σεπτέμβριο του 2015 στις κάλπες προσήλθαν μόλις 5.566.295 πολίτες, με την αποχή να φθάνει σε ιστορικό υψηλό, ξεπερνώντας το 43%. Η απομάκρυνση των νέων από τις εκλογικές διαδικασίες συνοδεύτηκε και από τη φυγή αρκετών από τη χώρα. Είναι χαρακτηριστικό πως μόνο το 2015 περισσότεροι από 750.000 πολίτες γύρισαν την πλάτη στις κάλπες.
Συμπερασματικά, η κακή πορεία των οικονομικών, η κούραση, τα σκάνδαλα, υπαρκτά ή μη, και το έντονο αίσθημα της απογοήτευσης από τους πολιτικούς ήταν τα στοιχεία ώστε περίπου ένας στους δύο να καταλήξει πως το ραντεβού με τις κάλπες δεν τον αφορά.