Κι όμως, οι πρώτες ύλες, όπως τα άλευρα, έχουν υποχωρήσει ακόμα και 43% από πέρυσι, οι τιμές για τα υλικά συσκευασίας είναι μειωμένες περίπου 20% από τα υψηλά, η τιμή της κιλοβατώρας του ρεύματος μειωμένη έως και 70% για τη μικρή και μεσαία τάση σε σχέση με πέρυσι το καλοκαίρι και οι τιμές των καυσίμων μειωμένες κατά 20%!
Πώς γίνεται λοιπόν και βασικά αγαθά, π.χ. τα γαλακτοκομικά, συνεχίζουν να τρέχουν με ρυθμό αύξησης τιμών κοντά στο 15% σε σχέση με πέρυσι, με τις βιομηχανίες και τις χονδρεμπορικές επιχειρήσεις μάλιστα να σπεύδουν να κοινοποιούν τιμοκαταλόγους στα σούπερ μάρκετ με νέες αυξήσεις που θα έρθουν σταδιακά το επόμενο δίμηνο κάνοντας την ΤτΕ να απαισιοδοξεί για τον ρυθμό αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού των τροφίμων; Ακόμα κι αν διαθέτουν στοκ που παράχθηκε με υψηλές τιμές, είναι αυτό αρκετό να δικαιολογήσει την τελική εικόνα;
Μήπως τελικά ο πληθωρισμός της απληστίας (greedflation) -όρος που ανοιχτά πλέον χρησιμοποιούν κεντρικές τράπεζες και οικονομολόγοι εννοώντας την πρακτική οι επιχειρήσεις να αυξάνουν τα κέρδη τους παρά την πίεση που δέχονται οι καταναλωτές και η οικονομία- ευθύνεται για μία κατάσταση που ναι μεν δεν αποτελεί ελληνικό μονοπώλιο, έχει όμως ηθικές προεκτάσεις στη χώρα μας; Ιδίως όταν οι καταναλωτές και το Ελληνικό Δημόσιο στήριξαν με κάθε τρόπο τις επιχειρήσεις στα τελευταία δύσκολα χρόνια, είτε με ενισχύσεις και εργαλεία στον καιρό των lockdowns, είτε στον καιρό της ενεργειακής κρίσης. Κάτι εξάλλου που φαίνεται από το γεγονός ότι σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν υπήρξε κύμα μαζικών λουκέτων.
Τα περιθώρια κέρδους
Τα στοιχεία συνήθως λένε αλήθεια. Και αυτή είναι ότι, ναι, το 2022 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τις περισσότερες επιχειρήσεις, αλλά πολλές, παρά τη δυσκολία, έβγαλαν κέρδη.
Μια απλή ανάγνωση στους ισολογισμούς των περίπου 150 εισηγμένων στο Χ.Α. εταιρειών το δείχνει. Συνολικά εμφάνισαν καθαρά κέρδη 10,41 δισ. ευρώ, σημειώνοντας εκρηκτική αύξηση κατά 303,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Beta Securities, γράφοντας έτσι ιστορία αφού ξεπέρασαν πλέον τις επιδόσεις της χρυσής περιόδου των εισηγμένων της πενταετίας 2004-2008, όταν μάλιστα οι εταιρείες εκείνη την πενταετία ήταν διπλάσιες σε αριθμό σε σχέση με σήμερα. Σύμφωνα δε με ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, ήδη η τάση αυτή είχε διαφανεί από τα αποτελέσματα εννεαμήνου, όπου το μερίδιο καθαρού κέρδους (ορίζεται ως ο λόγος του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος προς την καθαρή προστιθέμενη αξία) έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 38,4%, από 33,6% που ήταν το αντίστοιχο διάστημα του 2021!
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζεται ως η έβδομη χώρα σε ό,τι αφορά την αύξηση του μεριδίου των κερδών από 34,4% στο 39,2% μεταξύ 2019-2022!
Περιπτώσεις που βγάζουν μάτι
Από τις πιο χαρακτηριστικές και κραυγαλέες περιπτώσεις, πάντως, είναι οι αλευροβιομηχανίες, που πέρυσι οι εισηγμένες του κλάδου είχαν αύξηση στα περιθώρια κέρδους τους παρά τις αναταράξεις. Με την έναρξη του πολέμου και καθότι η Ουκρανία είναι η τρίτη εξαγωγός χώρα στον κόσμο σε μαλακό σιτάρι, την πρώτη ύλη για τα άλευρα, οι χρηματιστηριακές τιμές ήταν στα ύψη, φτάνοντας τα συμβόλαια παράδοσης Μαΐου του 2022 στο χρηματιστήριο Euronext στο Παρίσι στα 397 ευρώ/τόνο.
Κι όμως, οι τιμές στα επόμενα στάδια της αλυσίδας μετά τη μεταποίηση δεν λένε να πέσουν! Αντιθέτως, το αλεύρι είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών της ανόδου, αφού σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν επιβλήθηκε το μέτρο του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, έχει ανατιμηθεί 41% με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ! Εκεί όπου έχουν γίνει κάποιες μικρές μειώσεις κυρίως με τη μέθοδο των προσφορών είναι στους επαγγελματίες πελάτες των αλευροβιομηχάνων (αρτοποιούς, ζαχαροπλάστες κ.ο.κ.), μόνο που επίσης οι τελευταίοι προτιμούν να καρπωθούν τη διαφορά παρά να ρίξουν την τιμή. Και τούτο διότι ακόμη και στο ψωμί ο καταναλωτής συνεχίζει να το αγοράζει στην ίδια αυξημένη τιμή.
Μιλώντας βέβαια περί σίτου, αντίστοιχη, αλλά όχι τόσο κραυγαλέα είναι η περίπτωση των ζυμαρικών. Πέρυσι οι τιμές στο σκληρό σιτάρι των Ελλήνων παραγωγών που απορροφάται σχεδόν στο σύνολο από τις ελληνικές βιομηχανίες ζυμαρικών είχαν φτάσει έως και τα 0,46 ευρώ/κιλό πυροδοτώντας κύμα ανατιμήσεων, που έφτασε βέβαια στο ράφι και τον καταναλωτή. Φέτος η διαπραγμάτευση της τιμής έχει υποχωρήσει στα επίπεδα των 0,25 ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι από το φθινόπωρο οι βιομηχανίες πρέπει να ρίξουν σημαντικά και την τελική τιμή.
Από τις περιπτώσεις που βγάζουν μάτι επίσης είναι το γάλα. Παρά το γεγονός ότι οι τιμές παραγωγού του γάλακτος -κυρίως του αγελαδινού και σε μικρότερο βαθμό του αιγοπρόβειου- κυμαίνονται πλέον στα 45/48 λεπτά/κιλό (όταν τον περασμένο Νοέμβριο ήταν περίπου στα 60 λεπτά), οι γαλακτοβιομηχανίες συνεχίζουν να διατηρούν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων και κυρίως των τυριών, που μέσα σε περίπου δύο χρόνια έχουν αυξηθεί επίσης 41%, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Τα κέρδη
Μια μεγάλη αλήθεια είπε πρόσφατα ο γνωστός επιχειρηματίας Σπύρος Θεοδωρόπουλος, ο οποίος αφού μίλησε για σειρά μακροχρόνιων παραγόντων που βγήκαν στην επιφάνεια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και της αναταραχής της εφοδιαστικής αλυσίδας, «που δεν πρόκειται να σταματήσουν να ωθούν ανοδικά τις τιμές των τροφίμων» (κλιματική αλλαγή, ανάπτυξη Κίνας και Ινδίας, έλλειψη εργατών γης), καθώς παραδέχτηκε ότι η επίτευξη στόχων κερδοφορίας παραμένει κυρίαρχος παράγοντας για τη βιομηχανία τροφίμων.
«Ας είμαστε ειλικρινείς. Καμία επιχείρηση δεν μπορεί να το κάνει. Ειδικά οι εισηγμένες επιχειρήσεις και οι πολυεθνικές δεν μπορούν να μειώσουν τα κέρδη τους. Εχουν την ανάσα των χρηματαγορών στην πλάτη τους», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Θεοδωρόπουλος.
Οι ευθύνες
Η αλήθεια είναι ότι ο εύκολος στόχος για τις αυξήσεις που βλέπουμε στο ράφι είναι τα ίδια τα σούπερ μάρκετ. Ωστόσο είναι αυτά που βρέθηκαν περισσότερο υπό τον ασφυκτικό έλεγχο μετά την επιβολή του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους, καθώς και μετά το καλάθι του νοικοκυριού. Και μπορεί στην έναρξη κάθε μέτρου να εντοπίστηκαν γρήγορα κάποιες περιπτώσεις που ξέφυγαν από το πλαίσιο, εν τούτοις τα πρώτα πρόστιμα και η δημόσια έκθεση φρόντισαν να μην επαναληφθούν τέτοια παρατράγουδα.
Αυτό είναι εξάλλου το βασικό επιχείρημα των επιχειρηματιών των σούπερ μάρκετ, οι οποίοι ωστόσο τουλάχιστον εδώ και ένα εξάμηνο πιέζουν ασφυκτικά είτε να ακυρωθεί το πλαφόν είτε να διαφοροποιηθεί ώστε να υπάρξει ένας πιο σύνθετος υπολογισμός του.
Σήμερα οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ λειτουργούν με μεικτό περιθώριο κέρδους που κυμαίνεται από 23% έως 27%. Στο τελικό αποτέλεσμά τους όμως το καθαρό κέρδος περιορίζεται στο 0,5%-1% του κύκλου εργασιών λόγω των μεγάλων εξόδων που έχουν, με μεγαλύτερο αυτό της ενέργειας (ψυγεία, αποθήκες ψύχους κ.ο.κ.) και δεύτερο το μισθολογικό.
Σημειωτέον πως η ανυποχώρητη ακρίβεια στα τρόφιμα δημιουργεί έναν ασφυκτικό κλοιό στα ελληνικά νοικοκυριά, καθώς δαπανούν πάνω από το 20% του εισοδήματός τους για είδη διατροφής, ενώ για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη μιας και το ποσοστό του εισοδήματός τους που αντιστοιχεί στις αγορές βασικών προϊόντων πρώτης ανάγκης αγγίζει το 30%.
Οπότε το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους πέφτει πάνω στις βιομηχανίες, στις πολυεθνικές επιχειρήσεις, αλλά και στις χονδρεμπορικές. Κάτι που ίσως φαίνεται περισσότερο από το γεγονός ότι ίδια προϊόντα πωλούνται σε φθηνότερες τιμές σε άλλες αγορές της Ευρώπης. Είτε αυτά παράγονται στη χώρα μας, είτε είναι προϊόντα πολυεθνικών.
Μια μικρή έρευνα στα ηλεκτρονικά καταστήματα γνωστών και μεγάλων αλυσίδων της χώρας μας, της Γερμανίας και της Βρετανίας δείχνει τη διαφορά. Για παράδειγμα, γνωστό αναψυκτικό χρεώνεται 1,4 λίρα/λίτρο στην αλυσίδα Tesco στη Βρετανία όταν εδώ είναι στα 2,5 ευρώ. Το ίδιο και συγκεκριμένη μάρκα οδοντόκρεμας η οποία χρεώνεται στο ίδιο σούπερ μάρκετ της Βρετανίας 1 λίρα έναντι 2,42 ευρώ, με προσφορά 1+1 προϊόν. Επίσης, επώνυμης μάρκας εσπρέσο 10 κάψουλες μηχανής χρεώνονται με προσφορά στην Ελλάδα 3,10 ευρώ ενώ στη Γερμανία 2,49 ευρώ. Ακόμη και η ελληνική φέτα ιδιωτικής ετικέτας στη Βρετανία κοστίζει 1,69 λίρα/200 γραμμάρια έναντι 2,59 ευρώ στη χώρα μας. Στα απορρυπαντικά οι διαφορές είναι ακόμη πιο εμφανείς.
Σε μια προσπάθεια να προφυλαχθούν οι Ελληνες καταναλωτές έχουν στραφεί στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας (Private Label – PL), τα οποία, αν και δέχτηκαν σαφώς μεγαλύτερες αυξήσεις σε σχέση με τα επώνυμα, εξακολουθούν να κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα.
Τα μέτρα
Η κυβέρνηση από την πλευρά της δηλώνει ότι η διατήρηση του μέτρου του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους θα αποτελέσει τη βάση ώστε να υπάρξει μεγαλύτερος έλεγχος της αγοράς. «Θέλω να διαβεβαιώσω όλους του πολίτες ότι θα ελέγχονται όλα. Οι έλεγχοι θα αφορούν όλα τα επίπεδα και όλους τους τύπους των καταστημάτων προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας. Δεν πρόκειται να υπάρξει ανοχή στην παραβατικότητα και την προσπάθεια εκμετάλλευσης των καταναλωτών», δηλώνει στο «ΘΕΜΑ» ο υπουργός Ανάπτυξης Κώστας Σκρέκας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι έλεγχοι πλέον θα ξεκινούν από τον παραγωγό και θα επεκταθούν σε όλο το εύρος της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά και στο HORECA, καθώς τον τελευταίο χρόνο οι περισσότεροι πόροι είχαν διατεθεί για τον έλεγχο του οργανωμένου λιανεμπορίου.
Πληροφορίες μάλιστα αναφέρουν ότι ήδη οι έλεγχοι έχουν τεθεί σε προτεραιότητα: θα ξεκινήσουν από τα εμπορικά καταστήματα ώστε να αποτραπεί το φαινόμενο των πλασματικών εκπτώσεων και θα επεκταθούν σε παραγωγούς και εμπόρους καθαριστικών προϊόντων, γαλακτοκομικών, χαρτικών και προσωπικής υγιεινής. Μάλιστα πληροφορίες αναφέρουν πως έχουν καταγραφεί σημαντικές παραβάσεις για τις οποίες ελέγχονται σήμερα συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Στην πρόθεση της ηγεσίας του υπουργείου Ανάπτυξης επίσης είναι να ζητηθούν από πολυεθνικές επιχειρήσεις να αιτιολογήσουν γιατί πουλάνε πιο ακριβά προϊόντα τους στην ελληνική αγορά σε σχέση με άλλες αγορές της Ευρώπης.
Από την πλευρά της νέες έρευνες αναμένεται να ανοίξει και η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία βρίσκεται στο τελικό στάδιο γύρω από την έρευνα που έχει ξεκινήσει για τις στρεβλώσεις στην αγορά απορρυπαντικών.
Σε δηλώσεις του στο «ΘΕΜΑ» ο πρόεδρός της κ. Ιωάννης Λιανός υπογραμμίζει επίσης ότι πλέον είναι σε εφαρμογή ο νόμος που απαγορεύει τη γνωστοποίηση μελλοντικών αυξήσεων μέσα από δηλώσεις των στελεχών μιας επιχείρησης. Μια πρακτική που, σύμφωνα με τον ίδιο, χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις είτε για τη δημιουργία κλίματος ώστε να περάσουν αυξήσεις που δεν δικαιολογούνται είτε για την «ενημέρωση» του ανταγωνισμού, που θα ακολουθήσει, και ως εκ τούτου παίρνουν τον χαρακτήρα έμμεσων συμπράξεων.