Αθωωτική ήταν η απόφαση του δικαστηρίου σήμερα, 26 Δεκεμβρίου, για τη Ρεθυμνιώτισσα, Αγαθή Μαρκοπούλου, η οποία κατηγορούνταν για κλοπή ενός κινητού τηλεφώνου στην Κωνσταντινούπολη.
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι παρά την αθώωσή της, παραμένει σε ισχύ η απαγόρευση εξόδου της από τη χώρα, η οποία αναμένεται να αρθεί μόλις ολοκληρωθούν οι απαραίτητες γραφειοκρατικές διαδικασίες.
Παράλληλα, η δικηγόρος της 56χρονης Αγαθής Μαρκοπούλου προσπαθεί να επιταχύνει τη διαδικασία εξόδου της από την Τουρκία, με την οικογένεια να ελπίζει πως εκείνη και ο σύζυγός της θα επιστρέψουν σύντομα στην Ελλάδα, αναφέρει ο ιστότοπος neakriti.gr.
Πώς ξεκίνησε η περιπέτεια της 56χρονης
Υπενθυμίζεται πως η υπόθεση ξεκίνησε στα τέλη Νοεμβρίου, όταν η 50χρονη, η κόρη της και μία φίλη τους επισκέφθηκαν ένα κατάστημα τουριστικών ειδών κοντά στην Αγία Σοφία.
Κατά τη διάρκεια των αγορών τους, η Αγαθή φέρεται να πήρε κατά λάθος ένα κινητό τηλέφωνο που ήταν κρυμμένο κάτω από μαντίλια. Οι τουρκικές αρχές τη συνέλαβαν αμέσως, μαζί με την κόρη της, και οι δύο πέρασαν τη νύχτα σε κρατητήριο.
Ωστόσο, η υπόθεση εξελίχθηκε σε μία μεγάλη περιπέτεια, με τις τουρκικές αρχές να επιμένουν στην απαγόρευση εξόδου της από τη χώρα.
Η οικογένειά της αντιμετώπισε τεράστιες δυσκολίες, καθώς οι προσπάθειες να σταλεί το διαβατήριο της Αγαθής Μαρκοπούλου από την Ελλάδα απέβησαν ανεπιτυχείς, αφού το έγγραφο κατέληξε κατά λάθος στη Γερμανία, περιπλέκοντας την κατάσταση.
Ανθρωπιστική και διπλωματική στήριξη στην Αγαθή Μαρκοπούλου
Η περιπέτεια της Αγαθής προκάλεσε έντονες αντιδράσεις τόσο στην τοπική κοινωνία του Ρεθύμνου όσο και σε όλη την Ελλάδα.
Μάλιστα, το Υπουργείο Εξωτερικών και το Γενικό Προξενείο στην Κωνσταντινούπολη παρακολουθούσαν στενά την υπόθεση, παρέχοντας προξενική αρωγή. Ωστόσο, η οικογένεια έχει καταγγείλει από την πλευρά της την έλλειψη ταχύτητας στις γραφειοκρατικές διαδικασίες, καθώς και την κακή μεταχείριση που υπέστη η 56χρονη από τις τουρκικές αρχές.
Η τοπική κοινότητα του Ρεθύμνου στάθηκε από την αρχή στο πλευρό της οικογένειας, απαιτώντας άμεση λύση, ενώ νομικοί και πολιτικοί φορείς άσκησαν πιέσεις στις ελληνικές και τουρκικές αρχές, ζητώντας σεβασμό στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ταχύτατη διευθέτηση της υπόθεσης.