Η πρώτη μελέτη που εξέτασε την επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από την εμβρυϊκή ζωή έως την εφηβεία έδειξε αλλαγές στη μικροδομή της λευκής ουσίας του εγκεφάλου, που θεωρείται ζωτικής σημασίας για την επικοινωνία των νευρώνων και τη μάθηση. Η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει τη ζωή δισεκατομμυρίων ανθρώπων και αποτελεί, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημόσια υγεία του 21ου αιώνα. Μόνο το 2021 εκτιμάται ότι προκάλεσε περίπου 8 εκατομμύρια θανάτους παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων 700 χιλιάδων παιδιών κάτω των πέντε ετών.
Η λευκή ουσία του εγκεφάλου αποτελείται από νευρικές ίνες που συνδέουν τους νευρώνες και επιτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ των εγκεφαλικών περιοχών. Ενώ παλαιότερα θεωρούνταν λιγότερο σημαντική σε σχέση με τη φαιά ουσία, έχει πλέον αποδειχθεί ότι παίζει καθοριστικό ρόλο στη μάθηση και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Παρόλο που προηγούμενες μελέτες έχουν συνδέσει την ατμοσφαιρική ρύπανση με αρνητικές επιδράσεις στη νευρική ανάπτυξη των παιδιών, οι περισσότερες δεν ήταν μακροπρόθεσμες.
Η νέα μελέτη από το ISGlobal παρακολούθησε παιδιά από τη γέννηση έως την εφηβεία και περιλάμβανε δύο νευροαπεικονιστικές εξετάσεις για το κάθε παιδί. Συνολικά, συμμετείχαν περισσότερα από 4.000 παιδιά. Οι ερευνητές υπολόγισαν την έκθεση σε 14 διαφορετικούς ατμοσφαιρικούς ρύπους κατά την εμβρυϊκή και παιδική ηλικία με βάση την κατοικία της οικογένειας. Από την ανάλυση προέκυψε ότι η έκθεση σε ρύπους όπως τα PM2.5 και NOx συνδέεται με χαμηλότερα επίπεδα κλασματικής ανισοτροπίας (FA), ένας δείκτης που σχετίζεται με τη διασπορά του νερού στον εγκέφαλο. Αυτές οι αλλαγές στην FA φάνηκε να διαρκούν και κατά την εφηβεία, υποδεικνύοντας μακροπρόθεσμη επίδραση.