Βλαβερή όσο το κάπνισμα, έτσι είχαν χαρακτηρίσει ερευνητές παλαιότερης μελέτης τη μοναξιά καταδεικνύοντας τις αρνητικές της επιδράσεις της στην υγεία. Μια νεότερη μελέτη εμπλουτίζει αυτές τις δυσμενείς συνέπειες, εμβαθύνοντας διεξοδικά στις σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις στους ηλικιωμένους.
«Προσφάτως, και ιδίως κατά τη διάρκεια της πανδημίας δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στις πιθανές επιβλαβείς επιπτώσεις της μοναξιάς και της κοινωνικής απομόνωσης στην υγεία των ηλικιωμένων. Θέλαμε να δούμε πόσο μακριά έφταναν αυτές οι επιπτώσεις και είδαμε ότι όλα τα είδη μειωμένης κοινωνικής λειτουργικότητας, όπως η μοναξιά, η κοινωνική απομόνωση και η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης, σχετίζονταν με τη σωματική εξασθένηση των ηλικιωμένων» επισημαίνει ο Δρ Hoogendijk.
Με επικεφαλής τον Δρα Peter Hanlon, κλινικό ερευνητή στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, μαζί με ερευνητές από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ (UMC), τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Σουηδία, οι ερευνητές ανέλυσαν τη σχέση μεταξύ της κοινωνικής λειτουργικότητας και της σωματικής αδυναμίας σε ηλικιωμένους ενήλικες. «Η ευθραυστότητα αναφέρεται σε πολλές διαφορετικές μορφές σωματικής φθοράς, όπως η απώλεια βάρους, η μειωμένη ταχύτητα βάδισης και η μείωση της μυϊκής δύναμης. Όλα αυτά μπορούν στη συνέχεια να έχουν αντίκτυπο, για παράδειγμα, στο πόσο πιθανό είναι να συμβεί μια πτώση», αναφέρει σχετικά ο Δρ Hanlon.
Προηγούμενες έρευνες έχουν ήδη αποδείξει ότι η αδυναμία μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των κοινωνικών επαφών: «Σε ορισμένες περιπτώσεις, η σωματική ευαισθησία μπορεί επίσης να οδηγήσει τους ανθρώπους να χάσουν κοινωνικές επαφές ή να γίνουν πιο μοναχικοί, για παράδειγμα επειδή έχουν περισσότερες κινητικές δυσκολίες» επισημαίνει ο Δρ Hoogendijk. Η παρούσα έρευνα δείχνει ότι η σχέση αυτή μπορεί επίσης να αντιστραφεί, με τη μείωση των κοινωνικών επαφών να οδηγεί στην αδυναμία.
Και συνεχίζει λέγοντας ότι «γνωρίζουμε πως οι άνθρωποι με αισθήματα μοναξιάς ή με έλλειψη κοινωνικών επαφών έχουν υψηλότερο κίνδυνο, μεταξύ άλλων, κατάθλιψης και διαφόρων χρόνιων ασθενειών. Για παράδειγμα, η έλλειψη κοινωνικών επαφών μπορεί να έχει άμεση επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα, αλλά μπορεί επίσης να έχει έμμεση επίδραση στην υγεία, για παράδειγμα μέσω ενός πιο ανθυγιεινού τρόπου ζωής. Θέλουμε να κάνουμε περισσότερη έρευνα σχετικά με αυτό το θέμα το επόμενο διάστημα».
Ανησυχητικό είναι, επίσης, πως οι μειωμένες κοινωνικές και σωματικές λειτουργίες εμφανίζονται συχνά ταυτόχρονα: «Τα ηλικιωμένα άτομα που είναι σωματικά ευάλωτα συχνά έχουν επίσης να αντιμετωπίσουν μια μείωση τόσο της κοινωνικής όσο και της νοητικής λειτουργικότητας. Καθώς φροντίζουμε τους ηλικιωμένους, πρέπει να δίνουμε προσοχή σε όλες αυτές τις πτυχές» προσθέτει ο Δρ. Hanlon.
«Η μοναξιά, για παράδειγμα, δεν είναι ένα πρόβλημα που λύνεται εύκολα. Ωστόσο, υπάρχουν όλο και περισσότερες διαθέσιμες γνώσεις σχετικά με πιθανές αποτελεσματικές παρεμβάσεις, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων που υποστηρίζουν τους ηλικιωμένους να αυξήσουν τις κοινωνικές τους σχέσεις» καταλήγει ο Δρ Hanlon.