Ποια είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη, οέο; Η ορθή απάντηση προκαλεί ζωηρή έκπληξη στους απανταχού λάτρεις της γεωστρατηγικής και θα χαντάκωνε κόσμο και ντουνιά, αν, ο μη γένοιτο, τύχαινε σε διαγώνισμα. Θα ήταν αυτοκτονικό να αναζητηθεί η λύση του φαινομενικά βατού προβλήματος στην εύανδρο Πελοπόννησο, στην πυκνοκατοίκητη Θεσσαλία ή την κοσμοβριθή Μεγαλόνησο, καθώς απέχει χιλιάδες χιλιόμετρα από τις μείζονες περιφέρειες της χώρας. Δεν βρίσκω νόημα να ταλαιπωρώ περαιτέρω το φιλάληθες κοινό. Ας το πάρει, λοιπόν, το ποτάμι που, εν προκειμένω, δεν είναι άλλο από τον Τάμεση. Η πολυπληθέστερη πολιτεία από πλευράς Ελλήνων κατοίκων μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη είναι ασφαλώς το Λονδίνο, όπου παρεπιδημούν όσοι στην Πάτρα και τη Λάρισα μαζί, υπερδιπλάσιοι από τον συνολικό πληθυσμό του Ηρακλείου Κρήτης.
Από στοιχεία του μητροπολιτικού δήμου της βρετανικής πρωτεύουσας προκύπτει ότι στην περιοχή δικαιοδοσίας του κατοικούν περισσότεροι από τριακόσιες χιλιάδες συμπατριώτες μας. Γεννημένοι, μεγαλωμένοι και ξεσκολισμένοι στην Ψωροκώσταινα, κατά συντριπτική πλειονότητα, δεν αποτελούν μετανάστες τριτοτέταρτης γενιάς, όπως οι ομογενείς της Νέας Υόρκης ή της Μελβούρνης. Συνιστούν νεανικό και ακμάζοντα πληθυσμό, το εξήντα τοις εκατό του οποίου ασκεί επαγγέλματα υψηλού κύρους και αδρά αμειβόμενα. Τυγχάνουν τουτέστιν πληροφορικάριοι, οικονομολόγοι, νομικοί, γιατροί, ακαδημαϊκοί, αλλά και σεφ σε γκουρμέ μαγαζιά ή εργοδηγοί σε κατασκευαστικά μεγαθήρια. Καίτοι νοσταλγούν διακαώς τα πάτρια, δεν είναι κορόιδα να επιστρέψουν. Τουλάχιστον, όχι προς το παρόν. Το Μπρέξιτ ουδόλως τους πτοεί. Εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδες εξ αυτών ζήτησαν και έλαβαν καθεστώς προσωρινής διαμονής, ενώ κατά κανόνα οι υπόλοιποι διαθέτουν ήδη βρετανικό διαβατήριο.
Με μαθηματική ακρίβεια όλο και κάποιος συντοπίτης μας κρύβεται κάτω από κάθε πέτρα του Τσέλσι και του Κάναρι Γουόρφ. Εχω ιδίαν πείρα, καθώς εδώ και μια δεκαετία δύο πολυαγαπημένα μου πρόσωπα κατοικοεδρεύουν εκεί και τα επισκέπτομαι όσο συχνά μου επιτρέπεται. Ανάλογες εμπειρίες μοιράζονται εκατοντάδες χιλιάδες γονείς, συγγενείς και φίλοι των παιδιών μας. Οπου σταθείς κι όπου βρεθείς ακούς ελληνικά στους δρόμους και τα στέκια της Λόντρας. Οι χαρακτηριστικά θορυβώδεις παρέες δικών μας επισκιάζουν τους ανεύρους Αγγλους. Μας συναγωνίζεται επαξίως μερίδα Σπανιόλων και Ιταλιάνων. Στις παμπ κάνουμε μπαμ. Το ίδιο στα εστιατόρια, στα πολυκαταστήματα, στο μετρό. Αναφέρω εύγλωττο παράδειγμα. Εννιά στις δέκα γυναίκες με καρότσι που συναντάς στα πάρκα είναι Ελληνίδες γιαγιάδες. Ποια ψηλομύτα Εγγλέζα θα καταδεχόταν να βγάλει βόλτα το εγγόνι της! Επαλήθευα με αλάνθαστη μέθοδο του λόγου το αληθές κατά τους μακροτενείς περιπάτους μου, εν είδει στοιχήματος με τον εαυτό μου.
Πλησίαζα τάχα αδιάφορα το μωρό, το κοιτούσα με φιλόστοργο βλέμμα και το έφτυνα ελληνοπρεπέστατα, ψιθυρίζοντας ναξιώτικα ξόρκια κατά της βασκανίας. -«Ελληνας είσαι παιδί μου;» ακουγόταν ευθύς η αναμενόμενη ατάκα. Καθόμουν τότε στο παγκάκι πλάι στη συμπαθή γιαγιά και καπνίζοντας πιάναμε ψιλό λακριντί. Η μια ερχόταν απ’ την Ορεστιάδα, η άλλη απ’ τα Γιαννιτσά, η Τρίτη απ’ τη Λαμία, απ’ τη Ρόδο η τέταρτη, όλες τους όμως είχαν να διηγηθούν την ίδια βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Η κόρη κι ο γαμπρός τους δουλεύουν σκληρά και δεν τους πάει καρδιά να μεγαλώνει σε ξένα χέρια το σπλάχνο τους. Στο Λονδίνο η Ελλάδα θριαμβεύει.