Με τον οδηγό του τρίτου αυτοκινήτου ολοκληρώθηκαν οι απολογίες των 12 κατηγορουμένων και η αποδεικτική διαδικασία για την άγρια δολοφονία του Άλκη Καμπανού και την επίθεση στους δύο φίλους του, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου του 2022.
Ο δωδέκατος εκ των κατηγορουμένων, 23 ετών, ήταν ο τελευταίος που ανέβηκε στο βήμα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης για να δώσει τις δικές του εξηγήσεις και να περιγράψει – από την πλευρά του – όσα συνέβησαν τη μοιραία νύχτα που οι 12 οπαδοί ξεκίνησαν από τον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και κατευθύνθηκαν οπλισμένοι με διάφορα αντικείμενα στην περιοχή της Χαριλάου για να εντοπίσουν και να επιτεθούν σε οπαδούς του Αρη.
Οι γονείς και η οικογένεια του 19χρονου φοιτητή που έχασε τη ζωή του στην οδό Θ. Γαζή, άκουσαν ακόμη μια συγγνώμη από κατηγορούμενο για τη δολοφονία του παιδιού τους, με τον 23χρονο ότι λυπάται και πως έχει μετανιώσει για ότι συνέβη τη μοιραία νύχτα.
«Μία μεγάλη συγγνώμη στην οικογένεια του Άλκη και στα άλλα παιδιά. Μέσα από τη φυλακή προσπάθησα να μπω στη θέση της αδερφής του Άλκη, δεν μπορώ να πω κάτι άλλο πέρα από αυτό, δεν μπορεί να έρθει πίσω το παιδί».
Ο 23χρονος οδηγός του τρίτου αυτοκινήτου, υποστήριξε στο δικαστήριο ότι δε κατέβηκε στιγμή από το οχήματά του και πως δεν είχε οπτική επαφή με το σημείο της επίθεσης αφού περίμενε τους υπόλοιπους τρεις επιβαίνοντες μερικά μέτρα πιο μακριά από την πολυκατοικία της οδού Θ. Γαζή.
Ο ίδιος ισχυρίστηκε στην απολογία του ότι τον μόνο που γνώριζε από τους «12» ήτανε ο ένατος κατηγορούμενος και πως είχε πάει ελάχιστες φορές στον σύνδεσμο του ΠΑΟΚ αφού, όπως είπε, δε θεωρεί τον εαυτό του οπαδό αλλά απλό φίλαθλο της ομάδας και απλά του αρέσει ο αθλητισμός.
«Όταν ανέβηκα στον σύνδεσμο επικρατούσε αναστάτωση μέσα στον χώρο. Δεν γνώριζα κανέναν, είδα τον ένατο κατηγορούμενο, τον χαιρέτησα και μου είπε “περίμενε λίγο, έχει γίνει κάτι”. Έκατσα σε έναν καναπέ και μετά από κάποια ώρα με ρώτησε αν θα βάλω το αυτοκίνητο για να πάμε να μαλώσουμε με κάποιους γιατί έγινε κάτι στο Ωραιόκαστρο. Δυστυχώς, δέχθηκα μέσα σε δευτερόλεπτα, δεν ήθελα να φανώ δειλός, δυστυχώς δέχθηκα» ανέφερε.
Ο δωδέκατος κατηγορούμενος είπε στη συνέχεια πως όση ώρα περίμενε στο αυτοκίνητο να κατέβουν τα άτομα από τον σύνδεσμο, μιλούσε με την σύντροφό του με μηνύματα, ενώ όταν οι τρεις μπήκαν στο όχημά του δεν αντιλήφθηκε να κρατούν όπλα, μόνο το κράνος που έφερε ο ένατος κατηγορούμενος.
«Με ρώτησαν και μέσα στο αυτοκίνητο αν ήξερα κάτι για το Ωραιόκαστρο. Νόμιζα ότι θα πηγαίναμε μόνο εμείς. Φτάσαμε στην οδό Πλαστήρα. Εγώ οδηγούσα και παρατήρησα ένα αυτοκίνητο προς τα πίσω και αναρωτιόμουν ποιοι είναι αυτοί. Μπροστά μου ήταν τα άλλα δύο αυτοκίνητα, τα είδα να σταματούν απότομα και έκανα ελιγμό για να τα αποφύγω, για αυτό έστριψα στο στενό. Μου φώναξαν “σταματά, σταμάτα” και σταμάτησα 15-20 μέτρα από το συμβάν» είπε.
Και πρόσθεσε: «Σταμάτησα πολύ γρήγορα. Κατέβηκαν οι συνεπιβάτες. Τότε είδα να κρατάνε κάποια αντικείμενα. Είχα ενδοιασμούς από την αρχή, δε μπορούσα να πάω να τσακωθώ και να μαλώσω με κάποιους που δεν μου είχαν κάνει τίποτα. Δεν ήξερα ότι υπάρχουν όπλα, δε το γνώριζα αυτό. Αγχώθηκα και τρόμαξα. Είδα ένα σίδερο και το ξύλο, τώρα ξέρω ότι τελικά ήταν το δρεπάνι. Τα άτομα τρέξανε προς τα εκεί, σάστισα, αναστατώθηκα και έκλεισα τις πόρτες του αυτοκινήτου που άφησαν ανοιχτές. Ξεκίνησα και προχωρούσα σιγά σιγά. Δε μπορούσα να αφήσω τον φίλο μου γιατί δεν ήξερα τι θα γίνει εκεί πέρα και σκεφτόμουν αν θα μείνω ή θα φύγω. Είδα ότι πηγαίνουν τρέχοντας με όπλα και σάστισα, δεν μπορούσα να καταλάβω. Νόμιζα ότι θα πήγαιναν με τα χέρια. Τους περίμενα μέσα στο αυτοκίνητο σε μια εσοχή που στάθμευσα πιο πέρα».
Ο 23χρονος, στο αυτοκίνητο του οποίου βρέθηκε γεννητικό υλικό του Άλκη Καμπανού, παρόλο που είχε πλυθεί πριν παραδοθεί στην αστυνομία 14 ημέρες αργότερα μετά τη δολοφονική επίθεση, υποστήριξε πως όταν οι τρεις συνεπιβάτες επέστρεψαν στο αυτοκίνητο ήταν αναστατωμένοι και τους ρώτησε τι έγινε. «Μου είπαν ότι υπήρχαν μαχαίρια και ότι χτύπησαν τα παιδιά. Ο ένατος κατηγορούμενος μου είπε ότι χτύπησε με μαχαίρι ένα παιδί, ο 11ος ότι χτύπησε με το στυλιάρι και ο άλλος με το δρεπάνι. Εγώ ξεκίνησα να τους φωνάζω και να τους βρίζω μέσα στο αυτοκίνητο. Οδηγούσα και δεν ήξερα που να πάω. Φτάσαμε σε ένα σημείο κάτω από τη γέφυρα και ο ένατος κατηγορούμενος μου είπε να σταματήσω, κατέβηκε και πέταξε το κράνος και μαχαίρι», σημείωσε.
Ο ίδιος ανέφερε στο δικαστήριο πως έμαθε για τον θάνατο του Άλκη Καμπανού τα μεσάνυχτα της ίδιας ημέρας από τον συγκατηγορούμενο φίλο του. «Τα μεσάνυχτα ήρθε ο ένατος κατηγορούμενος και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Μου ζήτησε συγνώμη και του είπα να εξαφανιστεί, να φύγει και ότι δε θέλω να τον δω. Ήταν το χειρότερο συναίσθημα που είχα νιώσει στη ζωή μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μη καταλάβει η οικογένεια μου ότι ήμουν εκεί. Το σκέφτηκα πολλές ημέρες, δεν έτρωγα, δε κοιμόμουν, ήμουν σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση. Μετά από έξι ημέρες βρήκα το θάρρος και το είπα στους γονείς μου», ανέφερε.
Λίγο πριν ολοκλήρωση της απολογία του και μετά από ερωτήσεις της εισαγγελέως, ο 23χρονος παραδέχθηκε ότι ο Άλκης Καμπανός «δε μπορεί να πέθανε μόνος του» και ότι «κάποιοι τον είχαν χτυπήσει», όμως υποστήριξε ότι δεν είχε οπτική επαφή με το σημείο της δολοφονικής επίθεσης. «Μακάρι να είχα κατέβει να έβλεπα για να σας πω», υπογράμμισε.
Η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί στις 2 Ιουνίου με την αγόρευση της εισαγγελέως
Πηγή: protothema.gr