Χθες συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον αιφνίδιο θάνατο του Δημήτρη Μητροπάνου στις 17 Απριλίου του 2012, σε ιδιωτική κλινική στο Μαρούσι.
Σε ηλικία 64 χρόνων και ενώ είχε επανέλθει στο τραγούδι μετά τη μεταμόσχευση νεφρού στο Παρίσι το 2008, νικήθηκε από οξύ πνευμονικό οίδημα. Συμβολικά, ζητήσαμε από δέκα φίλους και συνεργάτες, καθώς η οικογένειά του έχει επιλέξει συνειδητά τη σιωπή, να παγώσουν τον χρόνο και να μοιραστούν μια στιγμή που έζησαν μαζί του. Κάποιες προσωπικές, άλλες πιο επαγγελματικές, όλες όμως σκιαγραφούν έναν αξιοπρεπή άνθρωπο με μέτρο και ήθος, που τον χαρακτήριζαν η σεμνότητα, η σκληρή δουλειά και η μεγαλοψυχία. Ίσως αναμενόμενο για κάποιον που γνώρισε τον πατέρα του στα 29 και στο DNA του είχε εγγραφεί η ανάγκη να εργάζεται από πολύ μικρός για να βοηθάει την οικογένειά του. Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση στις συνεντεύξεις.
Πρώτον, πως όλοι χρησιμοποιούσαν στις περιγραφές τους τα ίδια επίθετα, λες και ήταν συνεννοημένοι. «Δωρικός», «ζεστός», «ευθύς» και «γενναιόδωρος» ήταν μερικά εξ αυτών. Μάλιστα, όταν αναφέρονταν σε εκείνον, είτε ως «Μήτσο» είτε ως «Μητροπάνο», χαμήλωναν ασυναίσθητα τη φωνή τους, αισθανόμουν ότι υποκλίνονταν στο μεγαλείο της φωνής και του χαρακτήρα του. Δεύτερο στοιχείο που με εντυπωσίασε ήταν η έντονη συναισθηματική τους φόρτιση, με τους περισσότερους να διακόπτουν για λίγο την αφήγησή τους. Αυτές οι «γεμάτες» παύσεις δεν μεταφέρονται στο χαρτί. Επιβεβαιώνουν όμως ότι η απουσία του είναι μια ανοιχτή πληγή για το ελληνικό τραγούδι. Πώς πέρασαν έτσι δέκα χρόνια, σαν «ανάσες φύγανε».
Η απρόσμενη ερώτηση→ Θανάσης Πολυκανδριώτης / Συνθέτης και μουσικός
Γνωρίστηκα με τον Μήτσο αρχές του 1970 στο μαγαζί «Αιγόκερως» στην Πλάκα, όπου έπαιζε ο αδελφός μου, Γιάννης, και τραγουδούσε με την Ελένη Ροδά. Δεν είχαμε την τύχη να συνυπάρξουμε στη σκηνή, αλλά για πολλά χρόνια συναντιόμασταν μετά τις εμφανίσεις στα ξενυχτάδικα της εποχής, όπως ο Πράπας στο Παλαιό Φάληρο, και ανταλλάσσαμε τα νέα μας. Είχε φοβερό χιούμορ, γελούσαμε πολύ. Στο στούντιο επίσης είχα την τιμή να παίξω αρκετές από τις επιτυχίες του, ειδικά όταν άρχισε να συνεργάζεται με τον Τάκη Μουσαφίρη. Αυτό που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ ήταν μια στιγμή από την ηχογράφηση του δίσκου μου Στα ξενυχτάδικα της αγκαλιάς σου, ενός συμμετοχικού άλμπουμ όπου ο Μητροπάνος είπε δύο τραγούδια. Γράφαμε λοιπόν το 1991 στο στούντιο Σίγμα, στο Νέο Ηράκλειο, και μόλις τελειώσαμε, γύρισε και μου είπε πολύ φυσιολογικά: «Θανάση, εσύ είσαι ο συνθέτης. Ικανοποιήθηκες, θέλεις να τα πω πάλι;». Τα έχασα με την ειλικρινή σεμνότητά του, μόνο ο Καζαντζίδης με είχε ρωτήσει ξανά κάτι ανάλογο. Φυσικά δεν χρειάστηκε επανάληψη, οι εκτελέσεις του ήταν μοναδικές.
Η ηχογράφηση της «Ρόζας» → Ηλίας Μπενέτος / Μουσικός παραγωγός
Με τον Δημήτρη Μητροπάνο γνωριζόμασταν πολλά χρόνια, συναντιόμασταν στα στούντιο, αλλά, επειδή εκείνος ήταν στην Polygram και εγώ στη Minos-EMI, δεν διασταυρώνονταν οι επαγγελματικοί μας δρόμοι. Βρεθήκαμε την ημέρα της μετεγγραφής του στη Minos, όπου τον θυμάμαι πολύ χαρούμενο γιατί θα είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με μεγάλους συνθέτες. Παρότι ο δίσκος Η εθνική μας μοναξιά με τον Μάριο Τόκα, που κυκλοφόρησε το 1992, οριοθέτησε χρονικά τη δεύτερη καριέρα του, σηματοδότησε δηλαδή την αναβάπτισή του, αυτό που δεν πρόκειται να ξεχάσω είναι από την ηχογράφηση του άλμπουμ Στου αιώνα την παράγκα. Είχε πολύ άγχος με τη Ρόζα, σαν να συναισθανόταν πως επρόκειτο για κορυφαία στιγμή της καριέρας του. Στο στούντιο με τον Θάνο Μικρούτσικο, ο οποίος τον συμβούλευε συνεχώς για να τον χαλαρώσει, δοκίμαζε ξανά και ξανά να πει το τραγούδι. Ήταν δύσκολο, γιατί δεν είχε ρεφρέν, αλλά κυκλική μουσική επαναφοράς. Μόλις «λύθηκε» και κατάφερε να το πει όπως ήθελε, απελευθερώθηκε και έγινε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.
Η μεταμόρφωση → Σπύρος Παπαδόπουλος / Ηθοποιός
Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς είχαμε γνωριστεί, μάλλον στο θέατρο. Είχαν έρθει με τη Βένια στον Τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού. Από εκείνη τη στιγμή τον θεώρησα φίλο μου, κι ας μη βλεπόμασταν συχνά. Πήγα στο Παρίσι να τον δω όταν έκανε τη μεταμόσχευση. Όταν τον έψαχνα στο νοσοκομείο, πέρασα έξω από το δωμάτιό του, αλλά δεν τον αναγνώρισα και το προσπέρασα συνεχίζοντας να ψάχνω. Με είδε η Βένια και με φώναξε! Μόλις είχε τελειώσει η επέμβαση, μιλούσε με το ζόρι και το μόνο που ρωτούσε επίμονα ήταν πότε θα ξανατραγουδήσει! Αργότερα, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα και η υγεία του πήγαινε καλά, έκλεισε στο «Κέντρο Αθηνών», μαζί με τον Μανώλη Λιδάκη και τον Μπάμπη Στόκα. Αυτή τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Καθόμασταν με τον Γιάννη Κότσιρα στο τραπέζι και μόλις εμφανίζεται στη σκηνή και βγάζει την πρώτη νότα, άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μας! Κλάμα, όχι αστεία! Ο άνθρωπος που δεν είχα αναγνωρίσει στο νοσοκομείο είχε μεταμορφωθεί και πάλι στον Δημήτρη. Κάθε νότα επιβεβαίωνε ότι ήταν εκείνος.
Η υπόκλιση στο Ηρώδειο → Μαργαρίτα Μυτιληναίου / Ραδιοφωνική παραγωγός και διευθύντρια του 9,84
Είχαμε συναντηθεί μια-δυο φορές σε παρουσιάσεις δίσκων, αλλά δεν διατηρούσαμε ιδιαίτερη επαφή μέχρι το 2008. Τότε, έλαβα ένα τηλεφώνημα όπου η Βένια μού πρότεινε να επιμεληθώ το πρόγραμμά του στο «Κέντρο Αθηνών», στην πρώτη του παρουσία σε νυxτερινό μαγαζί μετά τη μεταμόσχευση στο Παρίσι. Αυτή ήταν και η αρχή της συνεργασίας μας. Θυμάμαι να είμαι αγχωμένη στο σπίτι του, στο Ψυχικό, για να συζητήσουμε τα τραγούδια και εκείνος να είναι η προσωποποίηση του κανονικού ανθρώπου. Χαμηλών τόνων στις κουβέντες του, υψηλών τόνων στις ερμηνείες του. Η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ σχετίζεται με τη μεγάλη του συναυλία στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβριο του 2009, όπου είχα επιμεληθεί πάλι το πρόγραμμα. Μία μέρα πριν, γύρω στις εννιά το βράδυ, φτάνουμε στο Ηρώδειο για να τσεκάρουμε τον ήχο. Βγαίνει στη σκηνή, υψώνει αμίλητος το βλέμμα του στο μεγαλοπρεπές θέατρο, κοιτάζει αριστερά-δεξιά τις άδειες κερκίδες, πηγαίνει στα καμαρίνια, φοράει το σακάκι του και φεύγει. Από τη μία το δέος που ένιωσε για το Ηρώδειο, από την άλλη η συνειδητοποίηση ότι πρόκειται ίσως για την κορυφαία στιγμή της καριέρας του, τον οδήγησαν να μην κάνει πρόβα.
Ο «σεισμός» στο Καλλιμάρμαρο → Γιάννης Παπαζαχαριάκης / Μουσικός και ενορχηστρωτής
Η γνωριμία μας έγινε το 1995, όταν ανέλαβα μαέστρος του, και η πρώτη μας συνεργασία ήταν ο δίσκος Στου αιώνα την παράγκα. Έκτοτε, δουλεύαμε ανελλιπώς μαζί μέχρι το 2012. Είναι δύσκολο να απομονώσω μία στιγμή, διότι ο Δημήτρης ήταν ανεξάντλητος, όμως θέλω να μοιραστώ κάτι που δεν μου έχει συμβεί ποτέ ξανά. Ήταν 22 Σεπτεμβρίου του 2008 και ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ διοργάνωνε μια συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για τη διάσωση των δασών, με αφορμή τις καταστροφικές φωτιές στην Πελοπόννησο την προηγούμενη χρονιά. Ο Δημήτρης, που είχε πρόσφατα γυρίσει από τη μεταμόσχευση στο Παρίσι, βγήκε από τους τελευταίους. Θυμάμαι ότι, μόλις εμφανίστηκε, το χειροκρότημα των 70.000 θεατών μαζί με τις επευφημίες ήταν τόσο δυνατά, που εμείς δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τι παίζαμε. Σεισμός πραγματικός. Οι υπόλοποι καλλιτέχνες έκπληκτοι ανέβηκαν στη σκηνή για να δουν τι συμβαίνει. Εκείνος, στεκόμενος στο κέντρο, περίμενε ο κόσμος να τελειώσει, τον ευχαρίστησε με μια ιπποτική κίνηση και άρχισε να λέει το Καλοκαίρια και χειμώνες. Ακολούθησε πανδαιμόνιο και οι θεατές τραγούδησαν μαζί του όλους τους στίχους.
Το φιλί της επιβράβευσης → Πέγκυ Ζήνα / Τραγουδίστρια
Πρώτη φορά συναντηθήκαμε το 2004 έξω από το στούντιο 111. Είχε ηχογράφηση μετά από μένα. Μας σύστησε ο μουσικός παραγωγός Ηλίας Μπενέτος, ακόμη θυμάμαι έντονα τη σφιχτή χειραψία και το ζεστό «χαίρω πολύ», αυτή τη μαγική αύρα της πρώτης συνάντησης. Το «βουνό μου» ήταν άνθρωπος σπάνιας ποιότητας, με ευγένεια και ήθος. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι, όταν του είχα στείλει λουλούδια στην πρεμιέρα του ύστερα από τη μεταμόσχευση, το επόμενο πρωί με ευχαρίστησε με φωνητικό μήνυμα στο κινητό. Η καταλυτική στιγμή όμως ήταν το 2008. Μόλις είχα αποφασίσει να σταματήσω τις βραδινές εμφανίσεις για να επικεντρωθώ στην οικογένειά μου, έλαβα ένα μαγικό τηλεφώνημα από τη Βένια για να μου προτείνει συνεργασία στην «Ιερά Οδό». Φυσικά δέχτηκα, ήταν η πιο σημαντική πρόταση στην καριέρα μου. Αυτό που έχει χαραχτεί μέσα μου είναι ένα περιστατικό από την πρώτη μας πρόβα. Το πρώτο ντουέτο που δοκιμάσαμε ήταν το Σ’ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη. Όταν λοιπόν τραγούδησα το ρεφρέν, το οποίο είχε μια πολύ δύσκολη υψηλή νότα, σηκώθηκε αυθόρμητα από την καρέκλα και με φίλησε στοργικά στο κεφάλι λέγοντάς μου: «Μπράβο, αγάπη μου». Υποκλίθηκα στη μεγαλοψυχία του, ήξερε πώς να σέβεται και να ενθαρρύνει τους συνεργάτες του. Όσα ακολούθησαν τα επόμενα τρία χρόνια από τη στενή συνεργασία και παρέα μαζί του μου άλλαξαν τον τρόπο που αντιμετωπίζω τη ζωή και τη δουλειά μου.
Το τελευταίο ζεϊμπέκικο → Δημήτρης Μπάσης / Τραγουδιστής
Ανταμώσαμε για πρώτη φορά τον Οκτώβρη του 2002 για τη συνεργασία μας στην «Ιερά Οδό» μαζί με τον Πασχάλη Τερζή. Θυμάμαι ήταν γενναιόδωρος στη σκηνή, καθώς με άφηνε πάντα να λέω τραγούδια του, και πολύ προστατευτικός στις κουβέντες μας. Έφτανα νωρίς στο μαγαζί για να απολαμβάνω μαζί του τον καφέ στα καμαρίνια – εκείνος συνήθιζε να πηγαίνει τουλάχιστον δύο ώρες πριν. Σαν πατέρας με συμβούλευε να «αποφεύγω την εφήμερη επιτυχία και να πιστεύω στη σκληρή δουλειά». Για την επόμενη δεκαετία είχα την τύχη να συνεργαστούμε πολλές φορές, όμως η στιγμή που δεν θα ξεχάσω ποτέ ήταν στο Ηράκλειο Κρήτης στις 31 Μαρτίου του 2012. Όταν στη Ρόζα σηκώθηκε να χορέψει ζεϊμπέκικο, γονάτισα αυθόρμητα για να χτυπήσω παλαμάκια. Δεν το ξέραμε, ήταν το τελευταίο του ζεϊμπέκικο, εκεί στη φωτιά με τον κόσμο να τον αποθεώνει όρθιος. Χαιρετηθήκαμε στο αεροδρόμιο και είπαμε να βρεθούμε μετά το Πάσχα. Δεν τα είπαμε ποτέ.
Χωρίς επίλογο → Μίνως Μάτσας / Συνθέτης
Με τον Μητροπάνο γνωριστήκαμε στις αρχές του ’90 στη Minos-EMI, όπου μπαινοβγαίναμε και οι δυο. Ήταν πολύ γλυκός και λιγομίλητος άνθρωπος. Οι αναμνήσεις που κρατάω σαν θησαυρό είναι από το 2010 και έπειτα. Τότε, έγραφα το σάουντρακ για το σίριαλ Το Νησί και είχα ένα τραγούδι που προόριζα για κείνον. Το Μια νύχτα δεν ήταν ένα συνηθισμένο ζεϊμπέκικο. Όταν το άκουσε, ενθουσιάστηκε, παρόλο που ήταν έξω από τα νερά του. Στο αεροπλάνο της επιστροφής μου στην Αμερική, όπου ζούσα τότε, άκουγα τη φωνή του από την ηχογράφησή του και ένιωθα ότι κουβαλάει μαζί του την Ελλάδα, ήθελα να γυρίσω πίσω. Σημαδιακό. Το επόμενο καλοκαίρι μού ζήτησε να αναλάβω τη νέα του δισκογραφική δουλειά. Επί έναν χρόνο έγραφα και δοκιμάζαμε τραγούδια, ήταν συγκλονιστικά, ακόμη έχω τις πρόβες με το πιάνο που κάναμε σπίτι του. Προλάβαμε να προβάρουμε μόλις τέσσερα τραγούδια, η φωνή του ήταν «καμπάνα», στα καλύτερά της. Το Για κοίτα ποιον περίμενα σε στίχους της Ελένης Φωτάκη έγινε το αγαπημένο μου. Πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα ήταν προγραμματισμένο να γράψουμε τα επόμενα, αλλά η Βένια μού είπε να το αφήσουμε για μετά το Πάσχα, διότι είχε προκύψει ένα ξαφνικό ραντεβού. Κάλεσα ξανά τη Βένια, κάτι που δεν το συνηθίζω, και επέμεινα να περάσουν από το στούντιο. Τελικά, δεν τα καταφέραμε. Την Τρίτη ήρθαν τα δυσάρεστα νέα. Έφυγε, κλείνοντας την πόρτα σε μια γενιά τραγουδιστών που μας προσέφεραν απλόχερα αυθεντική συγκίνηση.
Η πρώτη εμφάνιση στο Ηρώδειο → Γιάννης Σινάνης / Μουσικός
Η γνωριμία μας ξεκίνησε το 1991 στο Rex και την οφείλω στον Χρήστο Νικολόπουλο. Χρειάζονταν άλλο ένα μπουζούκι για το πρόγραμμα που είχαν με τη Γλυκερία, τον Μηλιώκα και άλλους τραγουδιστές, και μου πρότεινε να αναλάβω τον Μητροπάνο. Με εξαίρεση ένα μικρό διάλειμμα το 1995, δουλέψαμε μαζί μέχρι τέλους. Ήταν δουλευταράς και στις πρόβες ή στις συναυλίες δεν έκανε ποτέ εκπτώσεις. Ακόμη και όταν ήταν κρυωμένος, έπαιρνε το μικρόφωνο και τα έδινε όλα. «Ή θα τραγουδήσω ή θα φύγω», μας έλεγε. Αυτό που τον χαρακτήριζε όμως ήταν η αυθεντική σεμνότητά του. Θυμάμαι μια συναυλία στο Ηρώδειο το 1998 με τον Θάνο Μικρούτσικο, ήταν η πρώτη του φορά στον συγκεκριμένο χώρο. Στην αρχή, από το δέος που αισθάνθηκε, έκλεισε η φωνή του. Δεν το πιστεύαμε, αυτός ο τιτάνας του ελληνικού τραγουδιού να δυσκολεύεται μπροστά στον κόσμο που παραληρούσε και περίμενε να ακούσει ζωντανά τη Ρόζα. Ο Μικρούτσικος τον καθοδήγησε, του είπε να πάρει ανάσες και να ηρεμήσει. Ακολούθησε πανδαιμόνιο, με τον κόσμο να τον χειροκροτεί δυνατά. Από Δημήτρης είχε γίνει πάλι ο Μητροπάνος.
Ο «Αμίλητος» → Μίλτος Πασχαλίδης / Συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής
Βρεθήκαμε για πρώτη φορά το 1996 και τρία χρόνια αργότερα συνεργαστήκαμε τον χειμώνα στο Άλσος, ενώ ήδη είχε τραγουδήσει τις Πεθαμένες καλησπέρες. Ένα απόγευμα, πριν από τις πρόβες, με κάλεσε σπίτι του για να συζητήσουμε για το πρόγραμμα και να γνωριστούμε καλύτερα. Καθόμασταν στον ίδιο καναπέ και οι κόρες του έπαιζαν γύρω μας. Παρότι εκείνος ήταν πολύ φιλικός, εγώ ήμουν μαγκωμένος και αμήχανος. Λογικό, μιλούσα με τον Μητροπάνο, τη δωρική μας κολόνα. Ξεκινήσαμε με καφέ, συνεχίσαμε με ουίσκι και μετά με έπιασε μια ακατάσχετη φλυαρία λόγω άγχους. Περνάει ο καιρός, κάτι συμβαίνει και δεν πηγαίνω σε μία από τις πρόβες. Mε παίρνουν τηλέφωνο ο Δημήτρης και η Βένια, να με ρωτήσουν αν είμαι καλά. «Μίλτο, η κόρη μας ρωτάει πού είναι ο Αμίλητος», μου λένε γελώντας και σχολιάζουν: «Μόνο αμίλητος δεν είσαι». Έκτοτε και έως το 2012 με φώναζε έτσι. Μέχρι και σήμερα, όποτε γράφω ένα λαϊκότροπο τραγούδι, πάντα σκέφτομαι ότι θα το τραγουδήσει ο Μητροπάνος. Και μετά καταλαβαίνω ότι δεν θα το πει και στέκομαι Αμίλητος.
Ευχαριστούμε την οικογένεια του Δημήτρη Μητροπάνου και την εταιρεία Minos-EMI για την παραχώρηση του αρχειακού υλικού.