Κατάφερε με τις απίθανες ερμηνείες του και το ακαταμάχητο στυλ του να μπει στις καρδιές του ελληνικού κοινού, και να αφήσει παρακαταθήκη λαμπρές στιγμές του εμπορικού Ελληνικού Κινηματογράφου και κυρίως της κωμωδίας.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Διακοφτό και παρά τις αντιδράσεις της οικογένειάς του, σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στους δικούς του έλεγε ψέματα πως σπούδαζε ιεροδιδάσκαλος… Ξεκίνησε με κλασικό ρεπερτόριο εμφανιζόμενος στο «Βασιλιά Ληρ» του Σαίξπηρ δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη. Παρέμεινε στο Εθνικό μέχρι το 1941 και αφού την προηγούμενη χρονιά είχε πολεμήσει στο Αλβανικό μέτωπο. Έπειτα από επιτυχημένες συνεργασίες με ελεύθερους θιάσους, επέστρεψε στο Εθνικό το 1946, όπου έμεινε μέχρι το 1950. Έπαιξε κάθε είδους θεάτρου στην καριέρα του, ξένου και ελληνικού ρεπερτορίου με την ίδια επιτυχία. Συνεργάστηκε με αξιόλογους θιάσους, ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους. Το 1961 συγκρότησε το δικό του θίασο, ανεβάζοντας σημαντικά έργα όπως το «Δεσποινίς Διευθυντής» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, το οποίο έγινε και κινηματογραφική επιτυχία της Φίνος Φιλμ με τον ίδιο να κλέβει την παράσταση στο ρόλο του πατέρα της Τζένης Καρέζη. Η μεγαλύτερή του στιγμή στο θέατρο ήταν το 1974 στην παράσταση «Το μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το έκανε το 1947 στην ταινία «Παιδιά της Αθήνας» Ακολούθησαν 133 ταινίες στις οποίες, άλλοτε πρωταγωνιστούσε, άλλοτε έπαιρνε δεύτερους ουσιαστικούς ρόλους, κλέβοντας πάντα την παράσταση με τις σπουδαίες ερμηνείες του. Αν και μνημονεύεται περισσότερο για τους κωμικούς χαρακτήρες του, έχει στο ενεργητικό του δυνατούς ρόλους και σε δραματικές ταινίες με πιο χαρακτηριστικές τη «Στέλλα» του Κακογιάννη (1955), τη «Λόλα» (1964) του Ντίνου Δημόπουλου και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που ήταν και η τελευταία του ταινία.
Διακρίθηκε στον ρόλο του πατέρα στις κωμωδίες, ωστόσο ερμήνευσε πολλούς διαφορετικούς ρόλους μεταξύ τους, χρωματίζοντάς τους με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Δυνατό βλέμμα, θαυμαστή αρμονία ύφους, χειρονομιών και κοφτερής ατάκας. Γκρινιάρης, φωνακλάς, ραδιούργος, αλλά και αφελής, καλοκάγαθος και τρυφερός.
Το βιντεοληπτικό υλικό προέρχεται από το κανάλι στο YouTube “Χρώμα στο ασπρόμαυρο”.
Στη Φίνος Φιλμ γύρισε 31 ταινίες με ισάριθμες επιτυχίες. Εκτός από τις προαναφερθείσες, ξεχωρίζουν οι ερμηνείες του στις ταινίες «Μία Τρελλή, Τρελλή Οικογένεια» (1965), «Τζένη Τζένη» (1966), «Γαμπρός από το Λονδίνο» (1967), «Φωνάζει ο Κλέφτης» (1967), και «Κάτι Κουρασμένα Παληκάρια» (1967). Πρωταγωνίστησε και στην τελευταία ταινία της ΦΦ «Ο Κυρ Γιώργης Εκπαιδεύεται» (1977), σε μία μεταφορά του ρόλου του από την τηλεοπτική σειρά Λούνα Παρκ, μέσα από την οποία λατρεύτηκε κυριολεκτικά από το ελληνικό κοινό.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, πέρα από λαμπρός ηθοποιός, ήταν και βαθιά καλός άνθρωπος, βοηθώντας σε κάθε ευκαιρία συνανθρώπους του και συναδέλφους του, κάνοντας αμέτρητες αγαθοεργίες. Όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο για τον «Νιόνιο» μεγάλο καλλιτέχνη και άνθρωπο.
Αν και το γυναικείο φύλο ήταν η αδυναμία του, ωστόσο δεν παντρεύτηκε ποτέ. Στη γενέτειρά του, στο Διακοφτό έχει τοποθετηθεί προτομή προς τιμήν του. Το 1968 βραβεύτηκε από την Ένωση Κριτικών για την ερμηνεία του στην ταινία «Το Κανόνι και το Αηδόνι».
Το γυναικείο φιλί που τον έκανε να αγαπήσει το θέατρο
Από μικρός ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής και του άρεσε πολύ το διάβασμα αλλά και η ζωγραφική. Διάβαζε τα πάντα, με μανία, ακόμη και τις εφημερίδες με τις οποίες τύλιγαν τα ψάρια στην αγορά. Από μια τέτοια εφημερίδα ξεκίνησε και η αγάπη του για την αρχαία γραμματεία, καθώς μια μέρα ο ψαράς τύλιξε τα ψάρια σε μια σελίδα του Ηρόδοτου. Τα πράγματα ξεκαθάρισαν στο γυμνάσιο, όταν στο Διακοφτό έφθασε ένας νέος καθηγητής που ανέβασε στο σχολείο μια θεατρική παράσταση. Ωστόσο, ήταν η αδυναμία του στις γυναίκες που τον έπεισε για το… πεπρωμένο του.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος περιέγραψε τη στιγμή που τον έκανε να σκεφτεί σοβαρά την υποκριτική και δεν ήταν άλλη από το φιλί μιας κοπέλας. “Δώσαμε μια ερασιτεχνική παράσταση, πρωταγωνιστής εγώ, κι εσημείωσα θριαμβευτική επιτυχία. Στο τέλος της παράστασης πέρασαν μαθητές και μαθήτριες από το καμαρίνι και μας γέμισαν φιλιά. Το δικό της ήταν τόσο γλυκό που είπα: Δεν γίνεται. Θα βγω στη σκηνή και θα την κάνω να με φιλά κάθε βράδυ”.
Οι πληροφορίες από την εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού
Άγαμος λόγω ροχαλητού
Ο Παπαγιαννόπουλος αν και είχε πολλούς δεσμούς στη ζωή του, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Καθώς μεγάλωνε, κάποιοι τον χαρακτήρισαν «γεροντοπαλίκαρο», αλλά ο ίδιος συνήθιζε να αστειεύεται με το θέμα του γάμου. Όταν οι φίλοι και οι γνωστοί του τον ρωτούσαν γιατί δεν παντρεύτηκε με καμία από τις συντρόφους του, εκείνος απαντούσε: «Εγώ ροχαλίζω πολύ, ποια γυναίκα θα με ανεχτεί;». Όταν τον ρώτησε ο Αλέκος Σακελάριος απάντησε: «εγώ να παντρευτώ; Δεν πάω να πνιγώ καλύτερα;».
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Διακοφτό, τον Ιούλιο του 1912, το όγδοο παιδί, από τα δέκα της οικογένειας, που έφερε στη ζωή η μητέρα του, Μαρία. Τον φώναζαν χαϊδευτικά Νιόνιο.
Όταν αποκοιμήθηκε μπροστά στον Σταυρίδη πάνω στη σκηνή του θεάτρου
Κάποια στιγμή, καλεσμένος στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, περιέγραψε τη φορά που εξουθενωμένος κοιμήθηκε όρθιος στη σκηνή του θεάτρου μπροστά στον Σταυρίδη.
Όπως είχε πει ο αγαπημένος ηθοποιός αμέσως μετά τη λήξη της παράστασης έφευγε για το στούντιο ή -όταν είχε εξωτερικές σκηνές- για γειτονικά επαρχιακά μέρη και γύριζε ταινίες μέχρι την άλλη μέρα που άρχιζαν οι παραστάσεις. Από το σπίτι περνούσε μόνο για να πλυθεί και να ξυριστεί. Κοιμόταν σε μία καρέκλα στα παρασκήνια, περιμένοντας πότε θα έρθει η ώρα του να βγει στη σκηνή. Ο φροντιστής τον ξυπνούσε και του έλεγε ποια ήταν η ατάκα που μόλις είχε πει ο συμπρωταγωνιστής του.
“Όπως τα λέγαμε με τον Σταυρίδη τον κοιτούσα, τον κοιτούσα στη δεύτερη πράξη και έπαθα την ιστορία της Αλβανίας που είναι η εξής: Περπατούσαμε νύχτα μέρα, τη μέρα κρυφά για τα αεροπλάνα και το βράδυ κανονικά πορείες. Όποιος έχει κοντά του τα μουλάρια ήταν ευτυχής. Εμάς το σύνταγμα μας μας είχε τελευταίο λόχο και πίσω από τον λόχο έρχονταν τα μουλάρια. Τη νύχτα πιάνεσαι από την ουρά του μουλαριού, περπατάς με κλειστά τα μάτια ήσυχος ότι σε πάει το μουλάρι αλλά κοιμάσαι. Και χτυπά η σάλπιγγα “12 λεπτά, 12 λεπτά” στάση. Κάνεις δυο βήματα έξω από το μουλάρι, πέφτεις και κοιμάσαι αμέσως, δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς τίποτα. Είναι 12 λεπτά αυτός ο ύπνος. Χτυπάει η σάλπιγγα, συγκέντρωση, συγκέντρωση, πεταγόμαστε… το μουλάρι και συνεχίζει ο ύπνος με κλειστά τα μάτια περπατώντας κρατώντας την ουρά του μουλαριού”.
Συνεχίζοντας να περιγράφει το περιστατικό είπε: “Στην περίπτωση του Σταυρίδη είμαι όρθιος, τον ακούω, μου μιλάει, με τα μάτια ανοικτά, αλλά κοιμάμαι. Και κάποια στιγμή, γέρνω και πέφτω και με πιάνει ο Σταυρίδης. Συνήλθα του λέω: “που είμαστε, τι λέγαμε;”. “Τι να πούμε;” λέει. “Τώρα κοιμόμαστε!””.