«Ήρθε η ώρα της δικαίωσης. Εύχομαι οι γυναίκες αυτές που σκότωσαν τη Φαίη να τιμωρηθούν ώστε να αναπαυθεί η ψυχή της. Και όχι μόνο αυτές, αλλά και όσοι τις βοήθησαν και παραμένουν ασύλληπτοι», λέει στη Realnews o Νίκος Μπακογιώργος. Οταν στις αρχές Οκτωβρίου του 2021, η 23χρονη κόρη του βρέθηκε νεκρή, τυλιγμένη σε μια κουβέρτα (με ιδιαίτερη επιμέλεια) στο κέντρο της Αθήνας, ο Ν. Μπακογιώργος με τη βοήθεια του ιδιωτικού ερευνητή Χάρη Βεραμόν αναζήτησε τους αυτουργούς της δολοφονίας του παιδιού του.
Η έρευνα δεν αποκάλυψε μόνο τους δράστες του εγκλήματος, αλλά έφερε στο φως και όλα τα δεινά τα οποία υπέμενε η Φαίη Μπακογιώργου στο κολαστήριο της οδού Δροσοπούλου στην Κυψέλη. Εκεί όπου η άτυχη κοπέλα κακοποιείτο συστηματικά από τη σπιτονοικοκυρά και συγκάτοικό της, η οποία, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, την εξωθούσε στην πορνεία, στην επαιτεία και σε σκηνοθετημένα τροχαία ατυχήματα. Στο ίδιο διαμέρισμα έμεναν η μητέρα και η αδελφή της, οι οποίες συμμετείχαν στα βασανιστήρια.
«Μελανά σημεία»
Η δικηγόρος του πατέρα της άτυχης κοπέλας, Βούλα Δημητριάδου, που έχει αναλάβει την υπόθεση από την πρώτη στιγμή, σημειώνει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα είναι αποκαλυπτικό για το τι συνέβη και πλήρως τεκμηριωμένο ως προς τα αποδεικτικά του στοιχεία και τις μαρτυρίες. «Ωστόσο, στην υπόθεση», όπως τονίζει, «υπάρχουν κάποια μελανά σημεία. Κανείς, μέχρι σήμερα, δεν μας έχει απαντήσει, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των αντιφατικών απολογιών της κατηγορούμενης αδελφής του θύματος, Κατερίνας Μπακογιώργου, ποιος ή ποιοι εντέλει και με ποιο τρόπο μετέφεραν τη σορό της Φαίης, σε χρόνο μάλιστα κατά τον οποίο είχε επέλθει ακαμψία, στο σημείο που ευρέθη. Εκείνο το βράδυ πρέπει να θεωρείται δεδομένο, μέσα από την έρευνα που έχει γίνει, ότι κάποιος ή κάποιοι που είχαν όχημα βοήθησαν τη σπιτονοικοκυρά να ξεφορτωθεί το πτώμα».
Στην υπόθεση υπάρχουν και άλλα ερωτήματα, σύμφωνα πάντα με τη Β. Δημητριάδου. «Αποβλέπουμε στη δικαίωση. Γι’ αυτό ζήτησα από το δικαστήριο και έγινε ομόφωνα δεκτό να είναι παρούσα στη δίκη η βασική κατηγορούμενη, η σπιτονοικοκυρά, με στόχο την πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων, τη σωστή αξιολόγηση αυτών και την ανάδειξη της αλήθειας. Οι απολογίες των τριών γυναικών, ιδιαίτερα της μητέρας και της αδελφής της Φαίης, βρίθουν από αντιφάσεις», λέει η δικηγόρος.
Η δικηγόρος Β. Δημητριάδου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στη δεύτερη απολογία της η αδελφή της ανασκεύασε τα λεγόμενά της και είπε ότι η σπιτονοικοκυρά κάλεσε την ίδια και τη μητέρα της εσπευσμένα στο διαμέρισμα, λέγοντάς τους ότι κάτι έπαθε η Φαίη. Καταθέτει ότι, όταν μπήκαν στο σπίτι, είδαν την 23χρονη με ένα κουτάλι στο στόμα και κάτασπρη και συνειδητοποίησαν ότι ήταν νεκρή. Γιατί τότε η μητέρα πήγε και έκανε δήλωση εξαφάνισης; Ποιος μου λέει ότι μητέρα και αδελφή δεν ήταν παρούσες στο στρεσογόνο και θανατηφόρο γεγονός για τη Φαίη όταν έλαβε χώρα; Γιατί η ιατροδικαστική εξέταση είναι πολύ καλά διατυπωμένη και αναφέρει ότι ο θάνατος είναι απόρροια στρεσογόνου γεγονότος. Το κορίτσι αυτό όντας εξαντλημένο, σωματικά και ψυχικά, υπέστη ένα σοκ που το σκότωσε».
Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο κάτω, μάλιστα, η Β. Δημητριάδου τονίζει τον καίριο ρόλο που έπαιξαν η μητέρα και η αδελφή του θύματος. «Στη συνεχή κακοποίηση, εξαιτίας της οποίας περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας η Φαίη και υπέστη το σοκ, συνέβαλαν η μητέρα και η αδελφή της. Η κακοποίηση λάμβανε χώρα εν πλήρει γνώσει τους. Εχουμε, λοιπόν, να αναδείξουμε στη δίκη σημαντικά νομικά θέματα. Και η απλή συνέργεια μπορεί να γίνει και άμεση. Πιστεύω ότι κατά τις απολογίες των κατηγορουμένων θα βρεθούμε αντιμέτωποι με νέα στοιχεία», καταλήγει.
Η κακοποίηση
Σύμφωνα με τα όσα αποκαλύπτονται στο παραπεμπτικό βούλευμα, οι γείτονες στην πολυκατοικία της οδού Δροσοπούλου άκουγαν συστηματικά να βρίζουν και να χτυπούν τη Φαίη, που επαιτούσε και εκδιδόταν σχεδόν σε καθημερινή βάση. Οι γείτονες την έβλεπαν με μάτια μαυρισμένα, σπασμένο χέρι, γρατζουνιές στον λαιμό ακόμη και μέσα στα αίματα.
Στο βούλευμα αναφέρεται: «Τα τελευταία τρία χρόνια και πριν από τον εντοπισμό της σορού της θυγατέρας μου, είναι βέβαιο ότι αυτή κακοποιείτο βάναυσα από τη μηνυόμενη, η οποία την υποχρέωνε με την άσκηση σωματικής βίας και με ξυλοδαρμούς να εκδίδεται σε μεγάλο αριθμό αρρένων επί χρήμασι, καθώς επίσης και να επαιτεί παραδίδοντας καθημερινά όσα αυτή απεκόμιζε στη μηνυόμενη, η οποία αποδεδειγμένα την παρακολουθούσε σε απόσταση αναπνοής προφανώς είτε από φόβο απώλειας κάποιου χρηματικού ποσού ή πελατών, είτε για τυχόν ενδεχόμενη καταγγελία ή αναφορά στις Αρχές αναφορικά με την εγκληματική συμπεριφορά της».
Ενα δεύτερο σκοτεινό σημείο στην υπόθεση αφορά μια δεύτερη γυναίκα, μεγαλύτερη σε ηλικία, που διέμενε στο συγκεκριμένο διαμέρισμα και ξεψύχησε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Σύμφωνα με το βούλευμα, υπήρξε και αυτή θύμα κακοποίησης και εκμετάλλευσης, καθώς η σπιτονοικοκυρά την εξανάγκαζε να επιδίδεται σε επικίνδυνες και παράνομες δραστηριότητες.