Το να υπάρχει «νόμιμο» οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα φαντάζει οξύμωρο, αντιφατικό και ενάντια στη στοιχειώδη λογική. Ποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι σήμερα υπογράφονται -στην κυριολεξία- συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ανάμεσα σε νομοταγείς πολίτες και μπράβους; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένας εκβιασμός μπορεί να εκτελεστεί κατόπιν γραπτής, πολυσέλιδης και αναλυτικής συμφωνίας, με τους ίδιους όρους όπως και οποιαδήποτε νομότυπη ανάθεση έργου; Κι όμως, αυτό φαίνεται πως είναι η μία όψη από το «νέο πρόσωπο» που έχει αποκτήσει και προσπαθεί να καθιερώσει ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος. Στο καινούργιο πεδίο λαμβάνουν χώρα, όπως πάντα, εντελώς παράνομες και αξιόποινες δραστηριότητες. Οι οποίες, ωστόσο, δεν περιορίζονται στα ενδότερα του υποκόσμου, αλλά είναι πλέον προσβάσιμες σχεδόν στον καθέναν. Τα «συμβόλαια» δεν είναι πια ένα σχήμα λόγου και δεν έχουν μεταφορικό νόημα. Καθώς η παρανομία ξεφεύγει από τα παραδοσιακά στερεότυπα, η «νύχτα» συναλλάσσεται ανοιχτά με την «ημέρα».
Η τρέχουσα πραγματικότητα επιβεβαιώνει όσα είπε προ ημερών από του βήματος της Βουλής ο κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη αποκάλυψε ότι το στοιχείο της εξέλιξης και της προσαρμογής στις σύγχρονες συνθήκες είναι αυτό που καθιστά εξαιρετικά επικίνδυνη την απειλή από το οργανωμένο έγκλημα.
Ο κ. Χρυσοχοΐδης είπε χαρακτηριστικά ότι «δεν πρόκειται για 5 συμμορίες μπράβων της νύχτας που αλληλοσκοτώνονται κατά διαστήματα. Σιγά-σιγά αυτή η κατηγορία εγκλήματος παίρνει χαρακτηριστικά οργάνωσης με ιεραρχία, σχεδιασμό και πολύ χρήμα».
Η συνηθέστερη πρακτική, όπως έχει καταγραφεί σε πλείστες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, είναι η ίδρυση νομότυπων ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης και φρούρησης, κοινώς σεκιούριτι. Οι περισσότερες εξ αυτών είναι απλώς το εμφανές και «καθαρό» τμήμα ενός παγόβουνου, του οποίου το μεγαλύτερο, το πιο σκοτεινό και βρώμικο κομμάτι παραμένει αθέατο – πλην καθʼ όλα υπαρκτό.
Μολονότι η υπόθεση που φέρνει στο φως το «ΘΕΜΑ» δεν αφορά σε εταιρεία σεκιούριτι, επιβεβαιώνει τον προβληματισμό και την ανησυχία των διωκτικών αρχών για τη μετάλλαξη που υφίσταται ο κόσμος του εγκλήματος στη χώρα μας.
Συμπυκνώνοντας σε μερικές γραμμές τα κύρια στοιχεία ενός ογκώδους φακέλου δικογράφων και τεκμηρίων,τα βασικά σημεία της ιστορίας έχουν ως εξής: Δύο επιχειρηματίες αποπειράθηκαν να συνεταιριστούν, αλλά το κοινό τους εγχείρημα απέτυχε. Ο ένας εκ των δύο θεώρησε ότι δικαιούται επιστροφή χρημάτων από τον πρώην συνέταιρό του. Διαπιστώνοντας άρνηση ικανοποίησης της απαίτησής του, κατέφυγε στον επί πληρωμή εκφοβισμό προκειμένου να πάρει διά της βίας τα οφειλόμενα. Προσέλαβε δύο μπράβους, όχι απλώς σεσημασμένους, αλλά τακτικούς τροφίμους φυλακών. Τους υποσχέθηκε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (30%) από όσα χρήματα κατάφερναν να αποσπάσουν εκφοβίζοντας τον πρώην συνέταιρό του, ακόμη και βιαιοπραγώντας εις βάρος του. Το διεκδικούμενο ποσό ήταν διόλου ευκαταφρόνητο, λίγο πάνω από τα 300.000 ευρώ. Το 30% αντιστοιχεί σε 90.000 ευρώ. Αυτομάτως τίθεται το ερώτημα έως πού θα έφταναν για μια τόσο μεγάλη αποζημίωση δύο κατά συρροήν κακοποιοί, φυλακόβιοι, με τον έναν εξ αυτών εξαρτημένο από βαριά ναρκωτικά;
Παρόλʼ αυτά, μέχρις αυτού του σημείου στην όλη υπόθεση, ομολογουμένως, δεν υπάρχει κάτι συγκλονιστικά πρωτότυπο. Το παράδοξο και ίσως πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα είναι ότι ανάμεσα στον εντολέα και τους μπράβους συνήφθη λεπτομερής σύμβαση παροχής υπηρεσιών, με όλους τους όρους, τις ρήτρες κ.λπ. που συναντά κανείς στα συμβόλαια με τα οποία δεσμεύονται αμοιβαία δύο συναλλασσόμενες πλευρές. Απλώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως και πιθανότατα σε πολλές άλλες παρόμοιες, τα δύο μέρη, δηλαδή ο επιχειρηματίας και οι μπράβοι, παριστάνουν ότι προτίθενται να τηρήσουν με ευλάβεια τη νομιμότητα – για να επιτύχουν κάτι τελείως παράνομο και ποινικά κολάσιμο.
Συμβασιούχοι μπράβοι
Το συμβόλαιο, το οποίο είχε την ευκαιρία να εξετάσει το «ΘΕΜΑ», στο εδάφιο με τίτλο «Υπηρεσίες – Οικονομικό Αντάλλαγμα Παρούσας Σύμβασης Υπηρεσιών», αναφέρει επί λέξει: «Οι δεύτεροι των συμβαλλομένων (σ.σ.: οι μπράβοι) αναλαμβάνουν με το παρόν συμφωνητικό την εφαρμογή και ευόδωση του συμβιβασμού μεταξύ της εταιρείας 1 (σ.σ.: του εντολέα των μπράβων) και της εταιρείας 2 (σ.σ.: του υποψήφιου θύματος του εκφοβισμού), προσφέροντας δια των συνεργατών τους, τεχνικών, οικονομικών και νομικών τους συμβούλων υπηρεσιών, την οποιαδήποτε οικονομική, τεχνική και νομική παροχή υπηρεσίας απαιτηθεί».
Αυτό σημαίνει ότι ο συμβολαιογράφος που ανέλαβε να συντάξει το συγκεκριμένο συμφωνητικό χρησιμοποίησε ευφημισμούς, προκειμένου να δημιουργήσει ένα νομιμοφανές προπέτασμα: Μετονόμασε σε «οποιαδήποτε οικονομική, τεχνική και νομική παροχή υπηρεσίας απαιτηθεί», τις «υπηρεσίες» που αναμένονται από τους μπράβους (δηλαδή χρήση φραστικής ή και σωματικής βίας). Οσο για τους εντολοδόχους, αναφέρονταν σαν ευυπόληπτοι εκπρόσωποι μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με έδρα στη Βουλγαρία.
Στη σύμβαση ορίζεται ρητώς το ύψος των απολαβών, ήτοι «συμφωνείται με το παρόν για τα οποιαδήποτε έξοδά τους και για την αμοιβή αυτών και των συνεργατών τους, να αποζημιωθούν με ποσοστό 30% επί των οιωνδήποτε εκάστοτε πληρωμών-καταβολών».
Φυσικά, δεν έχει παραληφθεί όρος σχετικά με την αποποίηση κάθε είδους ευθύνης (ηθικής, οικονομικής, υλικής) για «οποιαδήποτε μορφής ζημία (οικονομική, υλική, δικαστική κ.λπ) τυχόν υποστούν κατά την εκτέλεση της παροχής υπηρεσίας τους οι δεύτεροι των συμβαλλομένων (σ.σ.: οι μπράβοι) και οι συνεργάτες τους, πέραν του μεταξύ τους συμφωνηθέντος οικονομικού ανταλλάγματος».
Ομως, ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρον από τα προηγούμενα είναι το σημείο του συμφωνητικού στο οποίο περιγράφονται οι όροι εμπιστευτικότητας: «Οι δεύτεροι των συμβαλλομένων (σ.σ.: οι μπράβοι) δεν θα αποκαλύψουν σε οποιονδήποτε τρίτο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη αίτηση της Εταιρείας, καμία πληροφορία σχετική με το συμβιβασμό, τις τεχνικές, εμπορικά μυστικά και φόρμουλες (“επιχειρηματικά απόρρητα”)». Μάλιστα, η υποχρέωση να μην αποκαλυφθεί τίποτα για τον «συμβιβασμό» -δηλαδή τον εκβιασμό του θύματος- θα έχει διάρκεια τουλάχιστον μίας 3ετιας μετά τη λήξη της σύμβασης.
Βέβαια, πολύ δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να εξηγήσει τη μυστικοπάθεια για ένα συμβόλαιο που αφορά στην εκτέλεση μιας νόμιμης υπηρεσίας. Στο κάτω κάτω, όπως ρητώς αναφέρεται στο κείμενο της σύμβασης, το ζητούμενο είναι η επίτευξη συμβιβασμού για το χρέος ενός επιχειρηματία προς έναν άλλον. Στη χειρότερη περίπτωση, εάν η διαφορά παρέμενε αγεφύρωτη, η υπόθεση θα παραπεμπόταν στη Δικαιοσύνη. Προφανώς όμως ο εντολέας των μπράβων εμπιστευόταν περισσότερο τη δική τους προσέγγιση, σαν πιο άμεση και αποτελεσματική. Γιʼ αυτό, άλλωστε, φρόντισε να δώσει στους μπράβους φωτογραφία του στόχου, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων και αστοχιών.
Από τον Κορυδαλλό
Τιμώντας την υπογραφή τους στο συμφωνητικό, οι δύο μπράβοι ανέλαβαν δράση. Ο εντολέας τους είχε φροντίσει να προλειάνει το έδαφος, εκτοξεύοντας απευθείας απειλές προς το υποψήφιο θύμα, με εκφράσεις του τύπου «θα σε σβήσω», «κατάλαβέ το. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα μου δώσεις χρήματα» κ.ο.κ. Ομως, ο πρώην συνέταιρός του δεν έδειξε να τρομάζει, οπότε εμφανίστηκαν οι κατεξοχήν αρμόδιοι για να τον φοβερίσουν και να τον εξαναγκάσουν να πληρώσει. Το φθινόπωρο του 2012 ο επιχειρηματίας δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από άγνωστο αριθμό. Μια βαριά φωνή, γηγενούς Ελληνα, του ανακοίνωσε ότι «έχουν αναλάβει άλλοι τώρα να εισπράξουν τα χρήματα που χρωστάς. Και να ξέρεις, αυτοί δεν αστειεύονται». Πριν κλείσει, ο άγνωστος ξεκαθάρισε: «Θα έρθουμε να σε βρούμε».
Το επόμενο βήμα ήταν να εκφοβίσουν τον δικηγόρο του θύματος. Εισέβαλαν στο γραφείο του και τον διέταξαν να διαμηνύσει στον πελάτη του ότι είχαν έρθει για να εισπράξουν τα χρέη. Κατόπιν οι μπράβοι επισκέφθηκαν το γραφείο του επιχειρηματία. Και εφόσον δεν βρήκαν τον ίδιον, εκφόβισαν δύο υπαλλήλους του. Διατάζοντάς τους ξανά να μεταφέρουν το μήνυμα ότι το αφεντικό τους «πρέπει να πληρώσει για το καλό του» και ότι «θα ξαναπεράσουμε να τον βρούμε».
Αυτή τη φορά ο επιχειρηματίας-στόχος θορυβήθηκε, καθώς κατάλαβε ότι οι μπράβοι δεν αστειεύονταν. Ολως περιέργως, ωστόσο, εκείνοι δεν τον ενόχλησαν ξανά. Ωσπου, μετά από αρκετό καιρό, τον επιχειρηματία κάλεσε κάποιος από τον Κορυδαλλό για να του πει ότι ήταν αυτός ένας από τους δύο μπράβους που είχαν απειλήσει τον ίδιο, τον δικηγόρο και τους συνεργάτες του. Και, επίσης, ότι σταμάτησαν να τον απειλούν διότι α) ο εντολέας τους επέδειξε πλήρη αδιαφορία γι’ αυτούς όταν τον είχαν ανάγκη και β) στο μεταξύ οι μπράβοι μπήκαν ξανά στη φυλακή για ληστείες.
Ο κρατούμενος, πλέον, μπράβος, νιώθοντας προδομένος από τον εντολέα του, άρχισε να τον εκδικείται με το να πει όλη την αλήθεια για το «συμβόλαιο» στο παρʼ ολίγον θύμα του εκφοβισμού. Πάνω στην κουβέντα, ο κατάδικος συμπλήρωσε την εικόνα του βιογραφικού του, αναφέροντας ότι είχε περάσει αρκετά χρόνια στη φυλακή για εκβιασμούς, ξυλοδαρμούς, ληστείες, οπλοκατοχή κ.λπ. Πάντως, ο μπράβος δεν παρέλειψε να διαβεβαιώσει τον επιχειρηματία -ο οποίος δεν πίστευε στα αφτιά του- πως με μεγάλη ευχαρίστηση θα πήγαινε στον εισαγγελέα για να καταδώσει τον εντολέα του. Ο επιχειρηματίας τότε ρώτησε: «Μέχρι ποιου σημείου είχες εντολή να φτάσεις;». Και ο μπράβος απάντησε ψυχρά: «Οσο χρειαζόταν». Και για να διαλύσει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι είχε αναλάβει να εκτελέσει συμβόλαιο εκβιασμού, ο μπράβος έστειλε στον επιχειρηματία έναν φάκελο, ξέχειλο από έγγραφα με οικονομικά στοιχεία, αλλά και τηλέφωνα, διευθύνσεις, φωτογραφίες του ίδιου και μελών της οικογενείας του, σαν στόχους.
Η δε εξωχώρια εταιρεία, ως στελέχη της οποίας αναφέρονταν οι δύο μπράβοι, είχε στο ενεργητικό της την έκδοση 12.500 πλαστών ασφαλιστηρίων, στο πλαίσιο μιας απάτης άνω των 4 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, το πιο σημαντικό από τα έγγραφα που περιείχε ο φάκελος τον οποίο απέστειλε ο μπράβος στο θύμα του, ήταν βεβαίως το συμβόλαιο. Η απόδειξη ότι το έγκλημα στην Ελλάδα λειτουργεί με πρακτικές χαρακτηριστικές της ημέρας, όχι πια της νύχτας.
Ο δικηγόρος, Στάθης Μητσοκάλης, που έχει ασχοληθεί με την υπόθεση αναφέρει στο Πρωτό Θέμα:
«Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με πληρωμένα “συμβόλαια” μοιάζει με έναν άνθρωπο που έχει πάρει μια πέτρα και την πετάει στο κεφάλι ενός άλλου.. κάθαρση δεν επέρχεται με το να βρούμε την “πέτρα” αλλά ποιος τη χρησιμοποιεί για να κερδίσει. Πρόκειται συνήθως για αεριτζήδες επιχειρηματίες, που αγοράζουν άκοπα το σεβασμό της κοινωνίας, με μαύρο χρήμα ή χρήματα από το Δημόσιο τα οποία όμως δεν βλέπει η εφορία, με διασυνδέσεις με θεσμικούς παράγοντες τους οποίους συχνά με τη σειρά τους ενισχύουν οικονομικά, τρώνε μαζί και φωτογραφίζουν τις υψηλές δημόσιες σχέσεις τους».