Δουλεύουμε πολύ, παράγουμε λίγο – Η παγίδα της φθηνής εργασίας

    Ημερομηνία:

    Η αύξηση του χρόνου εργασίας ως λύση εκτάκτου ανάγκης αποτελεί εξαιρετικά επισφαλές μέσο με αβέβαια αποτελέσματα. Το παράδειγμα του τουρισμού – επισιτισμού είναι ίσως το πλέον ενδεικτικό, και δείχνει ότι σε βάθος χρόνου αυτή η πρακτική λειτουργεί υπονομευτικά τόσο για την ελκυστικότητα του κλάδου όσο και για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Αλλά και στο σύνολο της οικονομίας το γεγονός πως η εργασία έχει καταστεί φθηνή και έχει ενταχθεί σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, έχει ως αποτέλεσμα να απαιτούνται πολλές ώρες για να παραχθεί σχετικά περιορισμένο προϊόν. Δεν είναι τυχαίο πως μεταξύ 2009 και 2024, ενώ οι ώρες εργασίας παρέμειναν πρακτικά αμετάβλητες (+0,7%, με αποτέλεσμα οι Ελληνες να εργάζονται κατά μέσον όρο 41,1 ώρες, όταν στην Ε.Ε. ο μέσος χρόνος εργασίας είναι 38,6 ώρες), η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε κατά σχεδόν 11%. Το ίδιο διάστημα η παραγωγικότητα της εργασίας υποχώρησε κατά 12%.

    Σε ρεπορτάζ της, η Καθημερινή, με τη βοήθεια του PhD, γενικού διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Χρήστου Γούλα, επιδιώκει να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί συμβαίνει αυτό», φωτίζοντας σημαντικές παραμέτρους του ελληνικού παραγωγικού αδιεξόδου που κωδικοποιείται με το τρίπτυχο δουλεύεις περισσότερο, αμείβεσαι λίγο και παράγεις ακόμη λιγότερα.

    Δουλεύουμε πολύ, παράγουμε λίγο – Η παγίδα της φθηνής εργασίας-1

    Oπως επισημαίνει ο κ. Γούλας, τα διαθέσιμα στοιχεία από τη Eurostat και από τους εθνικούς λογαριασμούς αναδεικνύουν αυτή τη σταθερή αλλά και ανησυχητική αντίφαση: Οι Eλληνες εργαζόμενοι συγκαταλέγονται στους πλέον σκληρά εργαζόμενους στην Ευρωπαϊκή Eνωση, τόσο σε ώρες απασχόλησης όσο και σε ένταση εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η υψηλή επιβάρυνση του χρόνου εργασίας δεν αποτυπώνεται ούτε σε υψηλότερους μισθούς ούτε σε αυξημένη παραγωγικότητα. Ειδικότερα, μεταξύ 2009 και 2024, ενώ οι ώρες εργασίας παρέμειναν πρακτικά αμετάβλητες (+0,7%), η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία μειώθηκε κατά σχεδόν 11%.

    Με απλά λόγια, επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, οι εργαζόμενοι παράγουν λιγότερο προϊόν δουλεύοντας το ίδιο – και συχνά περισσότερο. Το ίδιο διάστημα, η παραγωγικότητα της εργασίας υποχώρησε κατά 12%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. ως προς αυτόν τον δείκτη. Οι αιτίες αυτής της υστέρησης είναι βαθύτερες και συνδέονται με τη διαχρονική αποεπένδυση, τη συμπίεση των μισθών και την έλλειψη στρατηγικού αναπροσανατολισμού του παραγωγικού μοντέλου μας. Η εργασία στην Ελλάδα έγινε φθηνή και εντάχθηκε σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, οι οποίες απαιτούν πολλές ώρες για μικρό προϊόν. Πρόκειται για μια πορεία αποκλίνουσα από τον ευρωπαϊκό πυρήνα, όπου χώρες με υψηλότερους μισθούς και καλύτερες συνθήκες εργασίας καταφέρνουν να παράγουν περισσότερα με λιγότερο χρόνο εργασίας.

    Στο ερώτημα μάλιστα εάν μπορεί η αναστροφή αυτής της τάσης να προέλθει από την επιπλέον αύξηση των ωρών ή την εντατικοποίηση της εργασίας, ο κ. Γούλας είναι κατηγορηματικός: Οχι. Απαιτούνται επαναθεμελίωση του παραγωγικού υποδείγματος, επενδύσεις στη γνώση, στην καινοτομία, στη συνεχή κατάρτιση, αλλά και θεσμική θωράκιση του χρόνου εργασίας με αποτελεσματικό έλεγχο και σεβασμό στα δικαιώματα των εργαζομένων.

    Τι ισχύει όμως όταν η υπερεργασία εμφανίζεται ως «λύση ανάγκης» για κρίσιμους παραγωγικούς κλάδους όπως ο τουρισμός και η εστίαση –οι οποίοι έχουν κομβική σημασία για την ελληνική οικονομία και σημαντική συνεισφορά στην απασχόληση– και αντιμετωπίζουν οξυμένες ελλείψεις προσωπικού;

    «Η λύση στα προβλήματα αυτά δεν μπορεί να είναι η μονομερής αύξηση του χρόνου εργασίας», επισημαίνει. Πρόκειται για μια βραχυπρόθεσμη και εντέλει αυτοϋπονομευτική λύση, καθώς τα στατιστικά στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Σύμφωνα με τη Eurostat, σε κλάδους όπως ο τουρισμός και η εστίαση (τομέας παροχής υπηρεσιών φιλοξενίας και εστίασης) οι πραγματικές ώρες εργασίας την εβδομάδα για το 2024 στη χώρα μας αγγίζουν τις 43 – δηλαδή σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (36,1%). Παρά τη μεγάλη ένταση εργασίας, αυτοί οι κλάδοι εξακολουθούν να έχουν υψηλά ποσοστά αποχωρήσεων και δυσκολία προσέλκυσης νέου προσωπικού. Οι ελλείψεις αυτές δεν οφείλονται απλώς σε «ανεπάρκεια προσφοράς», αλλά αντικατοπτρίζουν ένα συνολικότερο πρόβλημα ποιότητας της απασχόλησης, εξηγεί ο κ. Γούλας και συμπληρώνει «χαμηλοί μισθοί, αδήλωτη εργασία, εξοντωτικά ωράρια και περιορισμένη δυνατότητα επαγγελματικής ανέλιξης». Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ε.Ε. σε μεταβολή της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο 2009-2024, με πτώση της τάξης του 10%. Η εντατικοποίηση δεν απέδωσε: περισσότερος κόπος, για σημαντικό λιγότερα αποτελέσματα, αναφέρει.

    Σύμφωνα με τον έμπειρο επιστήμονα και επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Πάφου, το στοίχημα για την ελληνική οικονομία είναι η μετάβαση σε ένα μοντέλο που επενδύει και αναβαθμίζει το ανθρώπινο δυναμικό, όχι που το εξαντλεί.

    Σε πολλούς κλάδους χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός, η εστίαση και μέρη του εμπορίου, η υπερεργασία έχει μετατραπεί σε υποκατάστατο της τεχνολογικής επένδυσης. Αντί οι επιχειρήσεις να επενδύσουν σε καινοτομία, αυτοματισμούς ή αναδιοργάνωση των ροών εργασίας, βασίζονται στη φθηνή και εντατικοποιημένη εργασία. Το μοντέλο αυτό δεν στηρίζεται στη γνώση ή στην τεχνολογία, αλλά στην ανθρώπινη φθορά. Ετσι η ελληνική οικονομία εγκλωβίζεται σε αυτό που αποκαλούμε «παγίδα της φθηνής εργασίας». Δεν είναι τυχαίο ότι χώρες όπως η Ολλανδία ή η Δανία, με πολύ χαμηλότερες ώρες εργασίας, πετυχαίνουν υψηλότερη παραγωγικότητα και καλύτερη ψηφιακή υποδομή.

    Ταυτόχρονα, η υπερεργασία υπονομεύει και τη δυνατότητα μετάβασης στην ψηφιακή εποχή. Οταν οι εργαζόμενοι εξαντλούνται από τις ώρες και την ένταση της εργασίας, δεν έχουν τον χρόνο, την ενέργεια ή την υποστήριξη να εκπαιδευθούν σε νέες τεχνολογίες. Ούτε και οι εργοδότες επενδύουν σε τέτοια κατάρτιση, γνωρίζοντας ότι το προσωπικό τους είναι ήδη σε οριακή αντοχή. Υπό αυτές τις συνθήκες, η τεχνολογία δεν ενσωματώνεται οργανωτικά, με αποτέλεσμα να μένει ανενεργή ή να εγκαταλείπεται.

    Το αποτέλεσμα είναι ένας αυτοτροφοδοτούμενος φαύλος κύκλος:

    – Η υπερεργασία συντηρεί παραγωγικά σχήματα χαμηλής έντασης γνώσης.

    – Αυτά με τη σειρά τους αποκλείουν τις επενδύσεις και την καινοτομία.

    – Και όλα μαζί καθηλώνουν την οικονομία σε τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας, ευάλωτους σε διεθνείς αναταράξεις και αδύναμους να συγκλίνουν με τον πυρήνα της Ευρώπης.

    Κοινοποίηση:

    Τελευταία Νέα

    Κοινοποίηση:

    Περισσότερα Άρθρα
    Σχετικα

    Γιατί φεύγουν οι ξένοι επενδυτές από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στην Ελλάδα

    Τον δρόμο της φυγής από την εγχώρια αγορά των...

    Οι χρήστες των social media είναι «αγελάδες για άρμεγμα»

    Τη σχέση κέρδους και εθισμού για τα social media...

    Πώς να καταλάβετε έναν κακό προϊστάμενο με την πρώτη ματιά – Το Νο1 σημάδι

    Η Mita Mallick ξέρει να αναγνωρίζει έναν κακό προϊστάμενο. Δουλεύοντας...

    Επικίνδυνες πρακτικές και κακή οργάνωση στο ΕΣΥ – Οι 10 παθογένειες των νοσοκομείων

    Υποδήλωση των ανεπιθύμητων συμβάντων, μη τήρηση των πρωτοκόλλων σε...