31 Μαΐου 1895
Ο δρ John Harvey Kellogg και ο Will Keith Kellogg κατοχυρώνουν την πατέντα για τις νιφάδες δημητριακών τους, τις οποίες ονομάζουν «Corn Flakes».
Σήμερα, ένα κουτί δημητριακών Kellogg’s υπάρχει σχεδόν σε κάθε κουζίνα του κόσμου. Όμως λίγοι από αυτούς που τα αγοράζουν γνωρίζουν την πικρή οικογενειακή έχθρα που οδήγησε στη γέννηση αυτού του brand.
Τα αδέρφια John Harvey και Will Kellogg γεννήθηκαν στο Μίσιγκαν στα μέσα του 19ου αιώνα και είχαν μία ανταγωνιστική σχέση από την αρχή. Ο John, ο μεγαλύτερος, θεωρούνταν το έξυπνο παιδί της οικογένειας και έφυγε από το σπίτι για να σπουδάσει ιατρική στη Νέα Υόρκη. Για τον Will, τον μικρότερο, η οικογένεια υποψιαζόταν ότι έχει χαμηλή νοημοσύνη, με αποτέλεσμα ο αδερφός του συχνά να του μιλά άσχημα και να τον χτυπά.
Όταν τα δύο αδέρφια πια μεγάλωσαν, ο John ήταν ένας επιτυχημένος γιατρός με το δικό του ιατρικό κέντρο, που ονομαζόταν Battle Creek Sanitarium, στο Μίσιγκαν.
Την εποχή εκείνη, οι Αμερικανοί είχαν μανία με τις υγιείς κινήσεις του εντέρου και ο John βρισκόταν στην πρώτη γραμμή αυτής της εμμονής. Στο Sanitarium, Αμερικανοί πρόεδροι και άλλες διάσημες προσωπικότητες όπως ο Thomas Edison, ο Henry Ford και η Amelia Earhart, υποβάλλονταν σε θεραπείες για τη βελτίωση του πεπτικού συστήματος.
Ο John προσέλαβε τον Will σε ηλικία 20 ετών για να αναλάβει το επιχειρηματικό κομμάτι του Sanitarium. Όμως δουλεύοντας για τον αδερφό του πια, ο Will συνέχισε να γίνεται δέκτης απαξιωτικών συμπεριφορών. Σύμφωνα με το Business Insider, δεν επιτρεπόταν να έχει το δικό του γραφείο, αλλά έπρεπε να ακολουθεί τον αδερφό του με ένα μπλοκάκι, για να σημειώνει τις ιδέες που του έρχονταν.
Αυτό σημαίνει πως καθώς ο John κυκλοφορούσε με το ποδήλατό του στους χώρους του Sanitarium, ο Will έπρεπε να τρέχει δίπλα του. Και όταν ο John πήγαινε στην τουαλέτα, ο Will ήταν αναγκασμένος να τον συνοδεύει με το μπλοκάκι του.
«Ο Will δεν μιλούσε, αλλά το μισούσε», έχει πει στο Business Insider ο ιστορικός ιατρικής, δρ Howard Markel του University of Michigan.
Μία ακόμα από τις αγγαρείες τις οποίες επέβαλε στον Will ο John, θα τον οδηγούσε, ωστόσο, στην τεράστια επιτυχία.
Στην αναζήτηση ενός ασφαλούς και εύπεπτου πρωινού, ο John ήταν πεπεισμένος ότι εάν τα σιτηρά ψήνονταν σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, τα σύνθετα σάκχαρα και το άμυλό τους θα διασπώνταν, με αποτέλεσμα να γίνουν πιο φιλικά προς το στομάχι. Αυτό σήμαινε ότι ο Will έπρεπε να περνά ώρες σκυμμένος πάνω από έναν χειροκίνητο κύλινδρο να συμπιέζει δημητριακά. Και κάπως έτσι, κατέληξε σε ένα προϊόν που σήμερα πωλείται σε όλο τον κόσμο: Τις νιφάδες σιταριού.
Ο Will έφτιαξε ένα μικρό εργαστήρι μέσα στο Sanitarium και άρχισε να πουλά τις νιφάδες σε σακουλάκια των 300 γραμμαρίων, αντί 15 σεντς το καθένα. Η επιτυχία ήταν τεράστια.
«Ήταν πολύ μεγάλη υπόθεση, γιατί ξαφνικά, είχες ένα έτοιμο πρωινό που μπορούσες να πάρεις μέσα από το κουτί, να προσθέσεις γάλα και να το φας. Ακόμα και οι μπαμπάδες μπορούσαν να φτιάξουν πρωινό τώρα», εξηγεί ο Markel.
Όμως, ο John δεν ενδιαφερόταν να εκμεταλλευτεί εμπορικά το προϊόν αυτό, με αποτέλεσμα ο Will να αγανακτεί. Και έτσι, στην αρχή των 1900s, άρχισε να πειραματίζεται με ένα νέο είδος δημητριακών. Δοκίμασε διάφορα συστατικά, όπως τη ζάχαρη και το αλάτι, παρότι ο John δεν θα τα αποδεχόταν ποτέ. Και μέσω του διαρκούς πειραματισμού δημιούργησε ένα άλλο θρυλικό προϊόν: Τις νιφάδες καλαμποκιού ή τα γνωστά σε όλους κορν φλέικς.
Το 1905, έπειτα από 25 χρόνια που δούλευε για τον αδερφό του, ο Will πρότεινε στον John να του πουλήσει το μερίδιό του στην επιχείρηση με τα δημητριακά. Ο John, που είχε χρέη και καμία διάθεση να ασχοληθεί με την προώθηση δημητριακών, συμφώνησε.
Ο 46χρονος Will Kellogg ίδρυσε την Battle Creek Toasted Cornflake Company, που είναι σήμερα γνωστή ως Kellogg’s.
Ο Will έριξε εκατομμύρια σε διαφημιστικές καμπάνιες και προκάλεσε την οργή του αδερφού του όταν έβαλε το όνομα Kellogg στα κουτιά των δημητριακών του.
«Ο John το μισούσε. Και το γεγονός ότι ο Will πήγαινε καλά. Μισούσε το γεγονός ότι ήταν η δική του εφεύρεση. Μισούσε το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε το όνομα Kellogg», εξηγεί ο Markel.
Έτσι, ο John ίδρυσε την The Kellogg Toasted Corn Flake Company το 1908 και άρχισε να πουλά τη δική του εκδοχή του ίδιου προϊόντος.
Τα δύο αδέρφια πέρασαν μία δεκαετία στα δικαστήρια, κυνηγώντας ο ένας τον άλλο ώσπου το 1917, ο Will νίκησε τον John, όταν δικαστής αποφάσισε ότι έπρεπε να πάρει όλα τα χρήματα που είχε βγάλει ο αδερφός του από τα δημητριακά τα τελευταία 10 χρόνια.
Όμως αυτό δεν τον ικανοποίησε. Έπειτα από μία ζωή κακοποίησης, έγινε πικρόχολος, παρανοϊκός και εχθρικός. Οι γάμοι του διαλύθηκαν, δύο από τα παιδιά του σταμάτησαν να του μιλάνε. Όταν πέθανε, σε ηλικία 91 ετών, ένα από τα εγγόνια του αποκάλυψε ότι ο θάνατός του ήταν μία ανακούφιση.
«Τελικά πήρε την εκδίκησή του, αλλά δεν μπορούσε να το απολαύσει», λέει ο Markel.
Τα δύο αδέρφια δεν αποκατέστησαν ποτέ τις σχέσεις τους. Όταν συναντιόταν, ο Will επέμενε να είναι πάντα και ένα τρίτο άτομο μέσα στο δωμάτιο. Προς το τέλος της ζωής του, ο John έγραψε στον Will ένα γράμμα, εκφράζοντας τη μεταμέλειά του. Αλλά ο Will δεν το έλαβε ποτέ, γιατί η γραμματέας του John δεν το έστειλε. «Δεν ήθελε να το στείλει γιατί έκανε τον John να φαίνεται αδύναμος», εξηγεί ο Markel.
Τελικά, ο Will έλαβε την επιστολή το 1948, χρόνια μετά τον θάνατο του John. Εν τω μεταξύ, είχε τυφλωθεί και έτσι κάποιος έπρεπε να του διαβάσει το γράμμα. «Υπήρξαν δάκρυα και σιωπηλή στωικότητα. Πρέπει να τον συγκίνησε βαθιά», λέει ο Markel.