Το 1 στα 3 νοικοκυριά διαθέτει πάνω από το 40% του μηνιαίου εισοδήματός του για να καλύψει τις στεγαστικές ανάγκες του, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 10%. Η άνοδος των ενοικίων, των τιμών των ακινήτων και ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξήσουν ακόμη περισσότερο αυτό το ποσοστό, καθιστώντας αναγκαία την εφαρμογή και άλλων πολιτικών στέγασης. O νέος στην Ελλάδα είναι εδώ και πολλά χρόνια σε μειονεκτική θέση έναντι του Ευρωπαίου όσον αφορά την ευκαιρία και την οικονομική δυνατότητα να αυτονομηθεί από τους γονείς του φτιάχνοντας δικό του νοικοκυριό.
Τα νοικοκυριά στην Ελλάδα είναι μονομελή μόλις κατά 25,7%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ξεπερνάει το 34%. Η πληθωριστική κρίση που ανέβασε το κόστος διαβίωσης, η άνοδος των ενοικίων και η αύξηση τόσο των επιτοκίων όσο και των τιμών των ακινήτων καθιστούν ήδη ακόμη πιο δύσκολη την αυτονόμηση. Το κόστος στέγασης στη χώρα μας είναι ήδη το υψηλότερο στην Ευρώπη και αμέσως μετά τις εκλογές η λήψη επιπλέον μέτρων για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος θα αποτελέσει –ή θα πρέπει να αποτελέσει– προτεραιότητα της νέας κυβέρνησης. Τα στατιστικά της Eurostat δείχνουν ότι ο Ελληνας αντιμετωπίζει ήδη από το 2021 το μεγαλύτερο κόστος κάλυψης των στεγαστικών αναγκών αναλογικά με το εισόδημά του, ενώ τα νεότερα στοιχεία αναμένεται ότι θα αποτυπώσουν περαιτέρω επιδείνωση του προβλήματος.
Η Eurostat έχει καταρτίσει ένα δείκτη ο οποίος μετράει το πόσο «βαριά» έχει καταστεί από οικονομικής άποψης η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών. Αυτός ο δείκτης υπολογίζει το ποσοστό του πληθυσμού που υποχρεώνεται να διαθέσει πάνω από το 40% του ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματός του μόνο και μόνο για να καλυφθούν οι στεγαστικές ανάγκες του. Στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό έφτασε το 2021 στο 32,4% στις πόλεις και στο 22% στις υπόλοιπες περιοχές. Καμία άλλη χώρα δεν έχει τόσο υψηλό ποσοστό. Η Δανία είναι στη δεύτερη θέση με 21,9% και η Ολλανδία στην 3η θέση με 15,3%, ενώ για τις περιοχές εκτός πόλεων οι Ελληνες είναι σε χειρότερη μοίρα, με ποσοστό 22%, και από τους Βουλγάρους (13,3%) και από τους Ρουμάνους (10,8%). Αρκεί να σημειωθεί ότι ο μέσος όρος για την Ε.Ε. είναι 10,4% για τις πόλεις (δηλαδή μόνο το 10,4% των Ευρωπαίων διαθέτει πάνω από το 40% του ετήσιου εισοδήματός του για το σπίτι του) και 6,2% για τις υπόλοιπες περιοχές.
Εχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα ενήλικα μέλη στην Ευρώπη.
Η συγκεκριμένη στατιστική σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνει τις συνέπειες της πολυετούς ύφεσης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Οι μισθοί μειώθηκαν, οι κρατικές πολιτικές στέγασης σταμάτησαν (σ.σ. από το 2012 έκλεισε ο ΟΕΚ), οι τράπεζες σταμάτησαν να χορηγούν δάνεια καθώς κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το τεράστιο απόθεμα των κόκκινων δανείων, ενώ χιλιάδες ακίνητα βγήκαν εκτός αγοράς και παραμένουν κενά λόγω αδυναμίας των ιδιοκτητών τους να τα συντηρήσουν. Η ενεργειακή κρίση που αύξησε το κόστος στέγασης (σ.σ. ο λογαριασμός του ρεύματος μπορεί να σταθεροποιήθηκε, όμως το κόστος είναι τουλάχιστον 60% υψηλότερο από τα επίπεδα του 2021), η πληθωριστική κρίση που ανέβασε τις τιμές των ακινήτων και τώρα παρασύρει και τα ενοίκια, αλλά και η αύξηση των επιτοκίων φαίνεται να κάνουν το πρόβλημα ακόμη μεγαλύτερο, κάτι που αναμένεται να αποτυπωθεί στις στατιστικές των επόμενων ετών.
Στην Ελλάδα το 73,7% των ιδιοκτητών μένει στο δικό του ακίνητο (σ.σ. έναντι 69,9% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος), αλλά από αυτούς το 11,8% έχει υποθηκεύσει το σπίτι του προφανώς λόγω στεγαστικού ή άλλου δανείου. Στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 26,1%. Η διαφορά εξηγείται αν αναλογιστεί κανείς ότι η στεγαστική πίστη στην Ελλάδα παραμένει σχεδόν «παγωμένη» για περισσότερα από 13 χρόνια, καθώς μόλις τα τελευταία 1-2 χρόνια άρχισαν και πάλι οι χορηγήσεις, και αυτές με συγκρατημένο ρυθμό λόγω και της αύξησης του κόστους του χρήματος.
Ενοικιαστές στην Ελλάδα είναι περίπου ο ένας στους τέσσερις (26,7% έναντι 30% στην Ε.Ε.). Εκεί που η χώρα εμφανίζει μεγάλη διαφορά σε σχέση με την Ευρώπη είναι στις συνθέσεις των νοικοκυριών. Οι νέοι δεν μπορούν να φτιάξουν το δικό τους σπίτι και να ζήσουν μόνοι τους. Τα μονομελή νοικοκυριά είναι 25,7% έναντι 34% στην Ε.Ε. Μάλιστα, αν ληφθεί υπόψη και το ηλικιακό κριτήριο, το ποσοστό πέφτει στο 12,1%. Δηλαδή, μόλις το 12,1% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αποτελείται από άτομα κάτω των 65 ετών, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι 19,4%. Κυρίως λόγω κόστους οι Ελληνες επιλέγουν να μένουν περισσότεροι στο ίδιο σπίτι. Εχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα ενήλικα μέλη στην Ευρώπη (14,3%), όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι στο 7,7%.
Το πρόγραμμα επιδότησης στεγαστικών δανείων που ανακοινώθηκε πρόσφατα από τη ΔΥΠΑ συγκεντρώνει μεγάλο ενδιαφέρον και ήδη οι αιτήσεις έχουν ξεπεράσει τις 3.000. Ομως ο αριθμός των νοικοκυριών που θα εξυπηρετηθούν τελικώς θα είναι μικρός (5.000 ή 10.000 αν διπλασιαστεί ο προϋπολογισμός του προγράμματος). Γι’ αυτό μετά τις εκλογές θα αποτελέσει ζητούμενο η επιτάχυνση στο μέτωπο της στεγαστικής πολιτικής με παρεμβάσεις και για τη μείωση του στοκ των κλειστών ακινήτων (ώστε να αυξηθεί η προσφορά) και περισσότερες επιδοτήσεις για την απόκτηση ακινήτου και τη λήψη μέτρων για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ώστε να μην καθίσταται «γολγοθάς» η μακροχρόνια ενοικίαση για τον ενδιαφερόμενο να φτιάξει το δικό του νοικοκυριό.