Στις 15 Νοεμβρίου 1922 στου Γουδή (όπως είναι και η σωστή
ονομασία) εκτελέστηκαν από το έκτακτο στρατοδικείο της
«Επανάστασης» του Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς, οι κατά το
λεγόμενο υπεύθυνοι της Μικρασιατικής καταστροφής. Το
κατηγορητήριο αφορούσε οχτώ άτομα, αλλά οι Στρατηγός και Γούδας
τιμωρήθηκαν με ισόβια κάθειρξη.
Η απώλεια της μικρασιατικής παραλίας είχε προκαλέσει ένα μεγάλο
σοκ εκείνη την στιγμή στο ελληνικό κράτος. Η περίθαλψη ενάμιση
εκατομμυρίου προσφύγων, επιδείνωνε το κλίμα κοινωνικά και
πολιτικά καθώς όλοι αναζητούσαν τον φταίχτη σε μορφή
αποδιοπομπαίου τράγου. Δεν θα πρέπει κανείς όμως να ξεχνά, ότι το
κατηγορητήριο ήταν διάτρητο. Η εσχάτη προδοσία δεν μπορούσε να
ευσταθεί νομικά. Υπήρχαν ξεκάθαρες πολιτικές ευθύνες αλλά μόνο
πολιτικές. Όλοι γνώριζαν πως τα μικρασιατικά εδάφη θα αποφάσιζαν
μόνα τους την τύχη τους με δημοψήφισμα στο άμεσο μέλλον και πως
δεν είχαν αποτελέσει ακόμα οργανικό κομμάτι του ελληνικού
εδάφους. Σημαντικές παράμετροι της υπόθεσης που όμως
θυσιάστηκαν στη συγκυρία.
Η καταδίκη όμως και η εκτέλεση των Εξ, λειτούργησε κατευναστικά για
τους πρόσφυγες και τον στρατό. Από την μια οι μεν έβλεπαν την
απόδοση των ευθυνών να πιστώνεται σε πρόσωπα και από την άλλη το
στράτευμα μπορούσε πλέον να ανασυνταχθεί στο μέτωπο του Έβρου.
Η αντιβενιζελική παράταξη με αυτόν τον τρόπο, είχε πληρώσει με πολύ
ακριβό τίμημα την συμπλεγματική πολιτική της μετά τον Νοέμβριο του
1920, όταν και είχε αποφασίσει να μην υιοθετήσει διπλωματική λύση
στο Μικρασιατικό ζήτημα, παγιδευμένη στην φοβία της για
παλινόρθωση του βενιζελισμού. Κάτι το οποίο με τις πράξεις της, το
πέτυχε σε ακραίο βαθμό!
Η καταδίκη των Εξ συνάμα, αποτέλεσε και το πρώτο επεισόδιο της
αναζωπύρωσης του Εθνικού Διχασμού παρόλο που η απώλεια των
«χαμένων πατρίδων» θα μπορούσε να είχε τερματίσει κάθε παλιά
έχθρα. Ουδείς αμφισβητούσε, πως το νέο στοίχημα, ήταν η εσωτερική
μεταρρύθμιση και ανάπτυξη. Επιπλέον σηματοδοτούσε και
χαρακτηριστική περίπτωση στρατιωτικής επίδειξης ισχύος του
βενιζελισμού επί των αντιπάλων του. Ενδυναμώνοντας την άποψη του
Μεσοπολέμου που έλεγε πως ο στρατός συνιστούσε υπερκομματικό
φορέα εξουσίας και η ανάμιξη του στα πολιτικά ζητήματα, αναγόταν
στην σφαίρα της «κανονικότητας».
Έτσι στον αντιβενιζελισμό, δινόταν η ευκαιρία να αποκτήσει μια πιο
ευνοϊκή «ανάγνωση» του παρελθόντος, εφόσον η παραταξιακή του
ρητορική εκείνης της εποχής, προσέδιδε στους εκτελεσθέντες
ιδιότητες ιερομαρτύρων. Οι εσωτερικές υποδιαιρέσεις και οι
ανταγωνισμοί στο βενιζελικό στρατόπεδο είχαν ως αποτέλεσμα τα
παραπάνω. Την στιγμή που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα χρέωνε στους
αντιβενιζελικούς το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, τα ακραία στοιχεία των
βενιζελικών είχαν επικρατήσει των πιο μετριοπαθών που ζητούσαν την
«λήθη». Δίνοντας έτσι το «ηθικό πλεονέκτημα» στην αντίπαλη
παράταξη.
Ήταν δεδομένο πως η εκτέλεση εκείνο το πρωινό της 15 ης Νοεμβρίου
του 1922 έδινε την αίσθηση της συνέχισης ενός φαύλου κύκλου και
μιας ρεβάνς που χαρακτηριζόταν αν μη τι άλλο αχρείαστη. Η δίκη ήταν
πράξη σκοπιμοτήτων και συγκυριών με μια σύνθεση που θα ήταν
αδιανόητη σε συνθήκες δημοκρατικής νομιμότητας. Ο αντιβενιζελικός
Τύπος μάλιστα ωρυόταν, πως η σύνθεση του δικαστηρίου,
απαρτιζόταν από άνδρες που παρίσταναν τους γενναίους στην
ασφάλεια που τους παρείχε η δικαστική έδρα, ενώ πριν μόλις
εβδομήντα μέρες είχαν αποδειχθεί ανεπαρκείς στα πεδία των
πολεμικών επιχειρήσεων.
Οι συνθήκες ήταν τόσο τεταμένες που ούτε η καθυστερημένη
προσωπική παρέμβαση του Βενιζέλου είχε κάποιο αποτέλεσμα. Ο
ουσιαστικός αρχηγός των Φιλελευθέρων είχε εκφραστεί αρνητικά για
την αντιβενιζελική ηγεσία σε όλο το διάστημα από το Νοέμβριο του
1920 μέχρι τον φρικτό Αύγουστο του 1922. Χαρακτηρίζοντας την
«πολιτικώς και διανοητικώς ανάπηρη». Για το σύνολο όμως του
αντιβενιζελισμού η εκτέλεση αυτών των έξι προσώπων θα παρέμενε
αιωνίως ένα «φρικώδες έγκλημα». Που θα καθόριζε εν πολλοίς και
την στάση της συντηρητικής παράταξης, έναντι των αντιπάλων της στο
μέλλον.
*Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός.