Απογοητευτική εικόνα παρουσιάζουν τα πρώτα στοιχεία για τη φετινή παραγωγή ελαιόλαδου στην Ελλάδα, με τους παραγωγούς να κάνουν λόγο για χαμηλές αποδόσεις και αυξημένο κόστος. Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, οι ασθένειες όπως ο δάκος, αλλά και η έλλειψη εργατικών χεριών επηρεάζουν τόσο την ποσότητα όσο και την ποιότητα του προϊόντος. Παράλληλα, οι αυξημένες δαπάνες συγκομιδής οδηγούν σε πιέσεις προς τα πάνω στις τιμές.
Η τιμή παραγωγού αναμένεται να κινηθεί φέτος μεταξύ 4 και 5 ευρώ το κιλό, κάτι που σημαίνει ότι η λιανική τιμή στο ράφι θα κυμανθεί γύρω στα 7 έως 8 ευρώ. Τα ημερομίσθια έχουν εκτοξευθεί στα 70 ευρώ, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο το τελικό κόστος. Οι ελαιοπαραγωγοί εκτιμούν ότι, αν και η χρονιά δεν είναι τόσο δύσκολη όσο το 2022-2023, η χαμηλή προσφορά μπορεί να διαμορφώσει ανοδικές τάσεις στις τιμές.
Στην Πελοπόννησο, η παραγωγή αναμένεται να είναι 30%–40% μικρότερη από πέρυσι, με τις τιμές παραγωγού να κυμαίνονται πλέον στα 5–7 ευρώ ανά κιλό. Αντίστοιχα, στην Κρήτη, όπου η περιφέρεια δεν είχε προμηθευτεί εγκαίρως φάρμακα δακοκτονίας, η ποιότητα του καρπού αναμένεται να είναι υποδεέστερη. Οι τιμές κινούνται στα 4,5–5 ευρώ ανά κιλό, έναντι 5–5,5 ευρώ πέρυσι, ενώ η απόδοση της παραγωγής περιορίζεται στο 50%.
Η χαμηλή παραγωγή συνεπάγεται μειωμένες ποσότητες διαθέσιμες προς πώληση, με αποτέλεσμα αρκετοί μικροπαραγωγοί να δυσκολευτούν να καλύψουν ακόμη και τις ανάγκες των νοικοκυριών τους. Η μειωμένη προσφορά είναι πιθανό να οδηγήσει σε νέα άνοδο της τιμής στο ράφι, εντείνοντας την πίεση για τους καταναλωτές.
Οι εκτιμήσεις αγροτικών συνεταιρισμών και γεωπόνων συγκλίνουν στο ότι η παραγωγή ελαιόλαδου για το 2025 δεν θα ξεπεράσει τους 200.000 τόνους, σημαντικά χαμηλότερη από προηγούμενες χρονιές. Ωστόσο, η καλύτερη παραγωγή σε άλλες μεσογειακές χώρες –με την Ισπανία να φτάνει τα 1,4 εκατ. τόνους και την Ιταλία να ανακάμπτει στους 300.000– συγκρατεί τις τιμές σε διεθνές επίπεδο.
Παρά τη μειωμένη ελληνική παραγωγή, δεν αναμένονται φέτος τα ακραία 10 ευρώ/κιλό για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο που παρατηρήθηκαν δύο σεζόν πριν, καθώς η σταθεροποίηση της παγκόσμιας αγοράς λειτουργεί εξισορροπητικά.



