Αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων που έχουν οι ελεγκτικές υπηρεσίες των περιφερειών και αυτές της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή του υπουργείου Ανάπτυξης επιχειρεί κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Ανάπτυξης και Εσωτερικών. Με την εν λόγω απόφαση επιδιώκεται η αποτελεσματικότερη διαχείριση των αναφορών και καταγγελιών των καταναλωτών, η αποτροπή συμπεριφορών μη συμμόρφωσης και η βέλτιστη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων, η εφαρμογή με αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο των κατάλληλων ενεργειών και μέτρων συμμόρφωσης, και εν γένει η ενίσχυση της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών.
Καταρχάς αρμόδια για την εποπτεία και διαχείριση των οικονομικών δραστηριοτήτων στο πεδίο προστασίας του καταναλωτή και σύννομης παροχής υπηρεσιών είναι για το σύνολο της χώρας και για το σύνολο των νομοθετημάτων αρμοδιότητάς της η Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης. Από την άλλη, οι ελεγκτικές υπηρεσίες των Περιφερειών έχουν αρμοδιότητα ελέγχου για παραβάσεις συγκεκριμένων άρθρων του νόμου 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή και πάντα εντός των διοικητικών ορίων τους. Οι παραβάσεις για τις οποίες έχουν αρμοδιότητα ελέγχου οι ελεγκτικές υπηρεσίες των περιφερειών αφορούν τα άρθρα 4γ και 9α – 9η του νόμου 2251/1994 (μη επιβολή επιβαρύνσεων στους καταναλωτές για χρήση συγκεκριμένου μέσου πληρωμής, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές κ.α.).
Οι ελεγκτικές υπηρεσίες των Περιφερειών προτεραιοποιούν τις παραλαμβανόμενες καταγγελίες με βάση την εκτίμηση κινδύνου χρησιμοποιώντας τα κριτήρια της Υπουργικής Απόφασης 46959/2024 «Σύστημα Διαχείρισης Αναφορών/ Καταγγελιών» η οποία εφαρμόζεται αναλογικά. Οι ελεγκτικές υπηρεσίες των Περιφερειών δεν απαντούν σε αιτήματα καταναλωτών υπό μορφή γνωμοδότησης ή σε ερωτήματα επί ιδιωτικής φύσεως υποθέσεων που δεν στοιχειοθετούν καταγγελίες παραβάσεων.
Οι επιτόπιοι έλεγχοι από τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες των Περιφερειών διενεργούνται με τη συγκρότηση κλιμακίων ελέγχου με σχετική εντολή διεξαγωγής ελέγχου. Τα κλιμάκια ελέγχου των υπηρεσιών των Περιφερειών αποτελούνται τουλάχιστον από δύο υπαλλήλους. Εφόσον κρίνεται απαραίτητο από την Γενική Διεύθυνση Αγοράς και Προστασίας Καταναλωτή δύνανται να συνοδεύονται και από υπάλληλο της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Διεύθυνσης Αγοράς και Προστασίας Καταναλωτή.
Η Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή, εφόσον έχει ήδη ξεκινήσει έλεγχο ή αποφασίζει και η ίδια να διενεργήσει έλεγχο κατά προμηθευτή για τον οποίο έχει ξεκινήσει διαδικασία ελέγχου η αρμόδια ελεγκτική υπηρεσία της οικείας Περιφέρειας, ενημερώνει σχετικά την τελευταία. Στην περίπτωση αυτή η υπηρεσία της Περιφέρειας σταματά κάθε περαιτέρω διαδικασία και αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση τον σχετικό φάκελο στην Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή. Η Διεύθυνση Προστασίας Καταναλωτή μπορεί να υποβάλει αίτημα στις ελεγκτικές υπηρεσίες των Περιφερειών για τη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων κατά προμηθευτή, ο οποίος έχει οποιασδήποτε μορφής εγκατάσταση εντός της οικείας Περιφέρειας, περιλαμβανομένης της έδρας ή του υποκαταστήματος.

Οι ελεγκτές των περιφερειών όταν πηγαίνουν να κάνουν έλεγχο επιδεικνύουν τα έγγραφα ταυτοποίησής τους ως εντεταλμένοι των αρμόδιων ελεγκτικών υπηρεσιών των Περιφερειών, την εντολή ελέγχου ή άλλα διοικητικά έγγραφα που αποδεικνύουν την σχετική εντολή διεξαγωγής ελέγχου. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις για τις οποίες προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η διεξαγωγή ελέγχου χωρίς την αποκάλυψη των στοιχείων των ελεγκτών. Το τελευταίο προβλέπεται για παράδειγμα όταν οι ελεγκτές αγοράζουν αγαθά ή υπηρεσίες ως δοκιμαστικές αγορές, ακόμα και με καλυμμένη ταυτότητα, υποδυόμενοι τους απλούς καταναλωτές, ώστε να εντοπίζουν τις παραβάσεις και να συγκεντρώνουν αποδεικτικά στοιχεία, υποβάλλοντας σε δοκιμές τα αγαθά ή τις υπηρεσίες.
Οι ελεγκτές μπορούν σε οποιοδήποτε στάδιο του ελέγχου να ζητήσουν από τον ελεγχόμενο φορέα τις απόψεις του και οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία αφορούν την καταγγελλόμενη ή ερευνώμενη συμπεριφορά, ιδίως δε να ζητήσουν στοιχεία, τα οποία θα τους υποβοηθήσουν: α) στον εντοπισμό της έκτασης του κινδύνου από την ελεγχόμενη παράβαση, β) την τυχόν εξακολούθησή της, γ) την ύπαρξη ζημίας καθώς και την έκταση αυτής, δ) τον αριθμό των θιγομένων καταναλωτών, ε) το ύψος κέρδους/οφέλους από την παράβαση, στ) το μέγεθος ή τον κύκλο εργασιών της ελεγχόμενης επιχείρησης ή ερωτήματα στον προμηθευτή αν έχει λάβει ή προτίθεται να λάβει μέτρα παύσης της ελεγχόμενης συμπεριφοράς, περιορισμού των συνεπειών της ή και αποκατάστασης της φερόμενης ζημίας των καταναλωτών.
Ο ελεγχόμενος οφείλει να παρέχει τα ευρισκόμενα στην κατοχή του στοιχεία και πληροφορίες που είναι αναγκαία για την άσκηση των ελεγκτικών τους αρμοδιοτήτων και δεν δικαιούται να επικαλεσθεί το τραπεζικό ή άλλο απόρρητο.
Κατά τη διενέργεια του ελέγχου, οι ελεγκτές: α) έχουν ελεύθερη πρόσβαση, κατά περίπτωση και εφόσον σχετίζεται με το αντικείμενο ελέγχου, στα κτίρια, εγκαταστάσεις, γραφεία, εξοπλισμό, προϊόντα, βιβλία, έγγραφα, και άλλα στοιχεία του ελεγχόμενου, β) έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την διεξαγωγή του ελέγχου, σε έλεγχο των βιβλίων και των εγγράφων του οικονομικού φορέα και σε χορήγηση αντιγράφων, γ) λαμβάνουν γραπτές εξηγήσεις από τον ελεγχόμενο ή το νόμιμο εκπρόσωπό του, δ) λαμβάνουν δείγματα των ελεγχόμενων προϊόντων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, ε) λαμβάνουν φωτογραφίες, βίντεο ή άλλο αποδεικτικό υλικό για την τεκμηρίωση παραβάσεων που διαπιστώνουν. Επίσης, μπορούν να λαμβάνουν άνευ ανταλλάγματος δείγματα από όλα τα ελεγχόμενα προϊόντα.