“Σκοπός της ζωής δεν είναι να εξυπηρετεί την κατώτερη ζωική φύση, αλλά τη φωτεινή δύναμη πού βρίσκεται στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και η οποία βοηθάει τον άνθρωπο, να αναγνωρίσει το αγαθό”. Leo Tolstoy.
Φαίνεται ότι το μόνο πράγμα που μπορεί με βεβαιότητα να μας διδάξει ο θάνατος είναι ότι δεν πρέπει να αναβάλουμε ούτε ένα λεπτό τη ζωή, αλλά όχι οποιαδήποτε ζωή αλλά την πραγματική. Η «πτώση» του δικαστή επιδείνωσε την ήδη βεβαρημένη υγεία του και τον οδηγεί αργά και βασανιστικά στο επέκεινα χωρίς αμφιβολία και με απλές, αναγκαίες καθυστερήσεις. Αναγκαίες για να προλάβει ο δικαστής να αναμετρηθεί με τον πρότερο βίο του, να ζυγίσει τις βαθιές επιθυμίες του, να αναλογιστεί τον χαμένο χρόνο, να υπολογίσει τις αμέτρητες σπαταλημένες στιγμές που χάθηκαν βουτηγμένες υποκρισία, τον καθωσπρεπισμό και την κενότητα.
-Το θέμα της – η εξιστόρηση του τέλος ενός δικαστή- ο Τολστόι το καθορίζει σαν «περιγραφή του απλού θανάτου ενός απλού ανθρώπου». Το βασικό νόημα του έργου βρίσκεται στους συλλογισμούς που κάνει ο άρρωστος πάνω σ΄ όλη την περασμένη ζωή, καθώς και το συμπέρασμά του πως η «ευπρεπής, εύθυμη ευχάριστη ζωή» είναι χειρότερη κι’ από τη φρίκη του θανάτου. Οι κοινωνικοί θεσμοί, που τυλίγουν σαν ιστός αράχνης τη ζωή τού Ιβάν Ιλίτς με την υποκρισία και την ψευτιά, ξεριζώνοντας από μέσα του καθετί το ανθρώπινο, αποτελούν την αιτία του δράματος που ζει στις στερνές του μέρες ο άρρωστος. Σ΄ αυτή τη στέρεα, τη συγκεκριμένη και σ΄ όλο το βάθος τοποθέτηση του ζητήματος, βρίσκεται η γενικότερη σημασία της νουβέλας, που αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα της παγκόσμιας ρεαλιστικής λογοτεχνίας. (Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ (1958)
Το γελοίο εμπεριέχεται στο τραγικό και τανάπαλιν, ένα σχεδόν αστείο ατύχημα του δικαστή και η πτώση του πάνω σ’ ένα πόμολο είναι η αρχή όλων και η μακρά και αγωνιώδης πορεία του Ιβάν Ιλίτς προς τον θάνατο. Αυτό το μικρό ατύχημα του δικαστή είναι ικανό να τον οδηγήσει στο επέκεινα αλλά και την αυτογνωσία, ένας επιπόλαιος τραυματισμός τον στέλνει στην μέγγενη του ανίκητου πόνου αλλά και στο μακρύ και επίπονο ταξίδι προς την αυτοσυνειδησία και τον πνευματικό λυτρωμό. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον θάνατο. Κάποιοι μπορεί, επειδή ζουν μέσα στις εύφορες κοιλάδες της ζωής, να τον ξεχνούν, κάποιοι άλλοι επειδή, είναι πολύ «απασχολημένοι» μπορεί να τον λησμονούν, κάποιοι τρίτοι επειδή έχουν την ευχέρεια να βουλιάζουν στις ψευδαισθήσεις τον παρακάμπτουν, αλλά όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου ο εναγκαλισμός είναι εξίσου επώδυνος για όλους πλούσιους και φτωχούς, ευφυείς και ανόητους, όλα αυτά τα κοινωνικά στάνταρ χλωμιάζουν και εξαϋλώνονται μπροστά στην αχανή έρημο της μοναξιάς που οδηγεί στην επώδυνη κλίνη του θανάτου. Ο Λέων Τολστόι δεν εφευρίσκει τυχαία το πόμολο για να δημιουργήσει το απαραίτητο μικροατύχημα που οδηγεί στα όρια του πνευματικά, ψυχικά και σωματικά τον ήρωα του, το εύρημα του πόμολου είναι η ειρωνεία απέναντι στο διηνεκές, είναι το λιμάρισμα του βασικού ιστού του αιώνιου που οι άνθρωποι νομίζουμε όταν είμαστε υγιείς και ανθεκτικοί για πάντα θα μας συντροφεύει, με το εύρημα του πόμολου ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει πως ανά πάσα στιγμή όλα μπορούν να γκρεμιστούν, χωρίς φανερή αιτία και αφορμή, σαν το απρόσεκτο σαρκίο του Ιβάν Ιλίτς και να χαθούν μέσα στην ερημία του τέλους.
Ο θάνατος είναι λοιπόν το θέμα του συγγραφέα, ο αλλοπρόσαλλα τυχαίος, ο γελοία απρόσμενος, ο απάνθρωπα επιπόλαιος θάνατος, σε αντίστιξη με την κενή, μέσα στον καθωσπρεπισμό, τη σαθρότητα και τις συμβάσεις, ζωής του ήρωα. Ένα δεύτερο θέμα που πραγματεύεται ο Λέων Τολστόι αλλά δεν επισημαίνεται όσο του αναλογεί, είναι ο πόνος. Δεν θα μπορούσε να λάβει τις διαστάσεις που θα έπρεπε ο θάνατος του Ιλίτς, αν ο πόνος δεν τον έσερνε ως άλλο Έκτορα γύρω από τα τείχη του άλγους και του αφανισμού. Ένας θάνατος σύντομος, χωρίς αφόρητο πόνο, χωρίς τη βαθιά οδύνη, χωρίς την αρρώστια, είναι πιο διαχειρίσιμος. Αυτό που εξουθενώνει τον ήρωα μας, μαζί με την αναμονή του θανάτου, είναι το μαρτύριο της κεντιάς, ο ανυπόφορος πόνος.
Η παράσταση είναι αλήθεια ότι αρπάζει τον θεατή, μετά τα αστεία της αρχής, τους χλευασμούς της συνέχειας και τον βάζει με έναν εκπληκτικό τρόπο, σωματοποιημένο, στο αβάσταχτο τρενάκι του πόνου και δεν βγαίνει από κει παρά μόνο μόλις σβήσουν τα φώτα της παράστασης και καλέσει τους ηθοποιούς, τον Γιώργο Γαλίτη και τον Θανάση Κουρλαμπά να τους δείξει με το χειροκρότημά του την ευγνωμοσύνη για αυτό που επί μιάμιση ώρα του προσέφεραν.
Η διασκευή και σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη πλάθει το έργο, το μεταπλάθει και μας το παρουσιάζει γύρω από μια πολυθρόνα γραφείου chesterfield, λίγα φώτα και ελάχιστους αναγκαίους ήχους, ολόφρεσκο και σφριγηλό. Η όμορφη μουσική είναι του Γιάννη Οικονόμου, τα κοστούμια και το σκηνικό του Νίκου Κασαπάκη, να επισημάνουμε ότι έχει γίνει σπουδαία δουλειά στην κίνηση των ηθοποιών στους διάφορους ρόλους, την οποία «χορογραφεί» η Χριστίνα Φωτεινάκη. Ο δικαστής, οι φίλοι και οι γνωστοί του, το αδιάφορο υπηρετικό προσωπικό, η στιβαρή σύζυγος, η «τρεις λαλούν και δυο χορεύουν» κόρη και ο συμπονετικός υπηρέτης περιστρέφουν τις διαθέσεις, τις προθέσεις και τις εντάσεις τους γύρω από αυτήν την πολυθρόνα με τους υπέροχους Γαλίτη και Κουρλαμπά να αποδίδουν όλους τους παραπάνω ρόλους συν αυτόν του αφηγητή, με καταπληκτική αμεσότητα, με εντυπωσιακές εναλλαγές και ασύλληπτη μαεστρία. Οι δυο ηθοποιοί κατορθώνουν να «λιώσουν» τον ένα χαρακτήρα μέσα στον άλλον, με έναν μαγικό τρόπο, ο οποίος μοιάζει με το κινηματογραφικό dissolve, το οποίο επιτυγχάνεται με το σβήσιμο του τέλους του πρώτου πλάνου μέσα στην αρχή του επόμενου.
«Κατρακυλούσα ολοένα κι εγώ είχα την εντύπωση πως σκαρφαλώνω, πως καταχτάω τη ζωή! Ναι, για την κοινή γνώμη ανέβαινα, μα στη πραγματικότητα η ζωή γλιστρούσε κάτω από τα πόδια μου… Και τώρα, ξόφλησα! Τώρα- ο θάνατος!» ακούμε μέσα σε έναν επιθανάτιο ρόγχο που μπαίνει από τα νύχια μας κι αφού διατρέξει όλο το κορμί μας, χάνεται στα κατάβαθα της ύπαρξης μας, χάριν της σκληρής εργασίας και της δεινότητας των δυο πολύ καλών ηθοποιών του Γιώργου Γαλίτη και του Θανάση Κουρλαμπά.