Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια άγρια θάλασσα, ένα σκοτεινό πέλαγος γεμάτο από σαπισμένες σανίδες για ελπίδες, σκουριασμένες αλυσίδες για σκέψεις, σκισμένα πανιά για προσδοκίες. Η ανθρώπινη ανάγκη να εξερευνήσει το άπειρο, το άγνωστο και το ασαφές, να τρυπήσει τη μεμβράνη της άγνοιας και να βρεθεί στα ακρωτήρια της γνώσης και τους κόλπους της ουσίας των πραγμάτων, γεννά τα μεγάλα ταξίδια, και τους δύσκολους προορισμούς. Στην μεγάλη αυτή πορεία θαυμάζουμε όλοι τις μυστικές διαδρομές της διαπίστωσης, ανακαλύπτουμε την κρυφή μαγεία της αποκάλυψης και απολαμβάνουμε το ανέσπερο αλλά ισχνό φως της αλήθειας.
Το ατμόπλοιο Κέρβερος αποπλέει στις 19 Οκτωβρίου του 1899, πάνω στο γύρισμα του αιώνα και ταξιδεύει από την Αγγλία για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Νέα Υόρκη. Η σειρά ακολουθεί μια ομάδα Ευρωπαίων μεταναστών που ταξιδεύουν με το ατμόπλοιο για να ξεκινήσουν νέες ζωές, όλοι είναι αισιόδοξοι γεμάτοι ελπίδες και προσδοκίες. Όλα είναι καλά μέχρι να συναντήσουν ένα άλλο μεταναστευτικό πλοίο, το Prometheus, που παρασύρεται στην ανοιχτή θάλασσα. Πριν από περίπου τέσσερις μήνες ένα πλοίο όμοιο με τον Κέρβερο, ο Προμηθέας είχε ξεκινήσει ένα αντίστοιχο δρομολόγιο αλλά εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει κάποιο ίχνος, σκορπίζοντας ερωτήματα, ανασφάλεια και φόβο στους υπευθύνους.
Η Jantje Friese, η Γερμανίδα δημιουργός της σειράς εξήγησε πως η ευρωπαϊκή μεταναστευτική κρίση και το Brexit επηρέασαν καταλυτικά τη σειρά και ήταν αιτίες έμπνευσης: «Ολόκληρη η ευρωπαϊκή οπτική ήταν πολύ σημαντική για εμάς, όχι μόνο από άποψη ιστορίας αλλά και ο τρόπος με τον οποίο επρόκειτο να την παράγουμε. Έπρεπε πραγματικά να είναι μια ευρωπαϊκή συνεργασία, όχι μόνο στο καστ αλλά και στο συνεργείο. Νιώσαμε ότι τα προηγούμενα χρόνια η Ευρώπη οδηγήθηκε σε μια παρακμή, θέλαμε να εκφράσουμε την αντίθεση μας στο Brexit και στον εθνικισμό που αναδύεται σε διάφορες χώρες και να επιστρέψουμε στην ιδέα της Ευρώπης και των Ευρωπαίων που εργάζονται και δημιουργούν μαζί. Το να είμαστε πιστοί στους πολιτισμούς και τις γλώσσες της κάθε χώρας είναι σημαντικό, δεν θέλαμε ποτέ να έχουμε χαρακτήρες από διαφορετικές χώρες και όλοι να μιλούν αγγλικά. Θέλαμε να εξερευνήσουμε αυτή την καρδιά της Ευρώπης, όπου όλοι προέρχονται από κάπου αλλού και μιλούν διαφορετική γλώσσα, και η γλώσσα καθορίζει τόσα πολλά από τον πολιτισμό και τη συμπεριφορά μας».
Στο πρώτο επεισόδιο η Μόρα (Emily Beecham ως Maura Henriette Franklin/Singleton), νευρολόγος και μία από τις πρώτες γυναίκες γιατρούς στο Ηνωμένο Βασίλειο, που ταξιδεύει μόνη στην Αμερική, βρίσκεται στην τραπεζαρία της πρώτης θέσης, όταν ο Κρέστερ (Lucas Lynggaard Tønnesen) επιβάτης της τρίτης θέσης, εισβάλει στην τραπεζαρία αναζητώντας κάποιον γιατρό και ικετεύοντας για βοήθεια. Ο Φρανς, υπεύθυνος ασφαλείας, αποπαίρνει τον ικέτη και τον πετάει έξω από την τραπεζαρία. Η Μόρα αντιλαμβανόμενη ότι κάτι πολύ δύσκολο συμβαίνει, το οποίο μπορεί να καταλήξει σε τραγικό, ακολουθεί τον πανικόβλητο Κρέστερ στην τρίτη θέση όπου διαπιστώνει ότι η Τόβε (Κλάρα Ρόζαγκερ) η αδελφή του Κρέστερ είναι εγκυμονούσα στον 7ο μήνα και κινδυνεύει η ζωή του μωρού, πιθανόν και η δική της. Με την παρέμβαση της Μόρα το μωρό παίρνει την κανονική του θέση στην κοιλιά της μητέρας κι όλα βρίσκουν πάλι την φαινομενική τους γαλήνη. Όλα πλέουν σε μια απόκοσμη γαλήνη και το πλοίο και οι επιβάτες όλων των θέσεων και των τάξεων και η γιατρός μας η Μόρα που όλο όμως και πιο πυκνά συντροφεύεται από οράματα τα οποία την αναστατώνουν. Ο καπετάνιος του πλοίου Έικ Λάρσεν (Αντρέας Πίτσμαν) προσπαθεί να ηρεμήσει τη γιατρό και τη συμβουλεύει να ακολουθήσει το πρωτόκολλο του πλοίου και όλα θα πάνε καλά, εν τω μεταξύ λαμβάνει ένα σύνολο συντεταγμένων για την θέση του Προμηθέα, του χαμένου πλοίου, οι οποίες τον αναγκάζουν να αλλάξει πορεία και να κατευθυνθεί προς το εξαφανισμένο πλοίο παρά την αντίθεση πολλών επιβατών. Μετά από επίπονες προσπάθειες επιτέλους βρίσκουν τον Προμηθέα, ο οποίος δείχνει εγκαταλειμμένος, να πλέει χωρίς έλεγχο στη μέση του ωκεανού. Ο καπετάνιος συνοδευόμενος από τη Μόρα, τον Ραμίρο, τον Ολεκ και τον Τζερομ κατεβαίνουν με βάρκα και προσεγγίζουν τον Προμηθέα. Έχουμε διάφορα ακόμα περιστατικά, σαν οι πρωταγωνιστές από το πρώτο αυτό επεισόδιο να λαμβάνουν θέσεις για τη συνέχεια. Ο Άνχελ εκφράζει ερωτικό ενδιαφέρον για τον Κρέστερ, την στιγμή που στον Κέρβερο επιβιβάζεται βγαλμένος μέσα από τα κύματα του ωκεανού, ένας μυστηριώδης άνδρας. Παράλληλα ο καπετάνιος διαπιστώνει ότι ο τηλέγραφος του Προμηθέα είναι εκτός λειτουργίας. Η Μόρα ακολουθεί έναν σκαραβαίο, ο οποίος την οδηγεί σε ένα ντουλάπι, ανοίγοντας το βρίσκει μέσα ένα παιδί με διαπεραστικό βλέμμα, ανέκφραστο πρόσωπο και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, το οποίο προσφέρει στη Μόρα ένα μαύρο αντικείμενο σαν πυραμίδα. Το τετράεδρο αυτό αντικείμενο φαίνεται ότι θα είναι κλειδί για πολλά από τα μυστήρια που στέκονται μπροστά στη γερμανική πολύγλωσση σειρά μυστηρίου των Jantje Friese και Baran bo Odar η οποία έκανε πρεμιέρα στο Netflix στις 17 Νοεμβρίου 2022 και είναι ένα ταξίδι στην αρχή απλό για τη γη της επαγγελίας, το οποίο σιγά – σιγά γίνεται ένας εφιάλτης που τυλίγει μέσα του από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο επιβάτη του σκοτεινού πλοίου.
Όπως μας λέει ο Baran d’Or der o Γερμανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου και της τηλεόρασης συνδημιουργός του 1899, στο ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για τη σειρά και το οποίο και αυτό προβάλλεται από το Netflix. «To 1899 καταρχάς είναι δράμα που μετατρέπεται σιγά – σιγά σε σειρά τρόμου και μετά σε σειρά επιστημονικής φαντασίας, γιατί όπως αποκαλύπτουμε, φαίνεται ότι όλοι είναι παγιδευμένοι σε μία προσομοίωση και πρέπει να ανακαλύψουν ποιος είναι ο υπεύθυνος γιατί τους έχει εγκλωβίσει και κυρίως πώς θα βγουν από αυτή την προσομοίωση».
Η πρωταγωνίστρια Έμιλι Μπίτσαμ μιλώντας στο ίδιο ντοκιμαντέρ για το ρόλο της, μας λέει ότι «όλα γύρω είναι σαν ένας λαβύρινθος, όπως μέσα στο μυαλό της Μόρα, η εμμονή της με τη νευρολογία και τις συνάψεις στον εγκέφαλο είναι κι αυτά ένας λαβύρινθος» και καταλήγει «πρέπει να είναι πιο περίπλοκος ρόλος που έχω υποδυθεί ποτέ».
Το 1899 είναι γυρισμένο με μια καινούργια τεχνική κατά την οποία όλα συμβαίνουν μέσα στο στούντιο, ειρήσθω εν παρόδω, κάποια γυρίσματα γίνονται στα ίδια στούντιο που ο μεγάλος Φριτς Λαγκ γύρισε το Metropolis. Τα φόντα λοιπόν με την προαναφερθείσα τεχνική έχουν τραβηχτεί από πριν και προβάλλονται στο βάθος, «έτσι δεν χρειάζεται να πάμε στον Βόρειο Πόλο ή στην έρημο για να τα γυρίσματα που απαιτούν τέτοιους χώρους, με το Volume βρισκόμαστε όπου θέλουμε» ξεκαθάρισε λίγο απλοϊκά αλλά αρκετά κατανοητά κάποιος ηθοποιός ανάμεσα στα γυρίσματα των πλάνων.
Η τεχνική Volume είναι μια νέα τεχνική στην οποία τα φόντα δεν είναι πραγματικά αλλά προβάλλονται και οι ηθοποιοί παίζουν μέσα σε αυτά, δεν είναι όπως παλαιότερα που οι ηθοποιοί παίζουν μπροστά σε μια πράσινη επιφάνεια και τα φόντα προστίθενται αργότερα. Το Volume είναι ένας τεράστιος κύλινδρος 270 μοιρών με φώτα LED και μπορεί να «ζωντανέψει» στο βάθος του πλατό οποιονδήποτε χώρο επιθυμούν οι συντελεστές του εγχειρήματος. Το Volume λέει η ηθοποιός Maria Erwolter «είναι σαν έχουμε την καλύτερη τηλεόραση που υπήρξε ποτέ και παίζουμε μπροστά της, δημιουργώντας ιδανικές συνθήκες για τον ηθοποιό αλλά και για όλους τους συντελεστές μέσα σε ένα κλειστό χώρο απόλυτα ελεγχόμενο».
Ο διευθυντής φωτογραφίας του 1899 Nikolaus Summerer ο κατ’ εξοχήν υπεύθυνος για τη χρήση του Volume λέει «είναι πάρα πολύ δύσκολο αλλά και πολύ χρήσιμο να δαμάσεις αυτό το «ζώο» που λέγεται Volume. Κάναμε πολλή έρευνα γιατί μόνο μία σειρά είχε χρησιμοποιήσει αυτή την καινούργια μέθοδο. Οι δυσκολίες των φωτισμών έχουν άλλο χαρακτήρα από αυτές του παραδοσιακού γυρίσματος, αλλά έχουν κι αρκετές ευκολίες, που κάθε μέρα στο γύρισμα τις διερευνούσαμε».
Όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας της ομάδας η Jantje Friese η Γερμανίδα δημιουργός αφού δημιούργησε το πρώτο επεισόδιο με τίτλο «το πλοίο», το οποίο ήταν και ο πιλότος της σειράς, στη συνέχεια έστελνε «υλικό» στα στούντιο, όπου η σκηνοθετική ομάδα, οι ηθοποιοί, οι τεχνικοί υλοποιούσαν κι έστελναν σκηνές πίσω στην Jantje Friese, η οποία συνέχισε να γράφει και να στέλνει καινούργιες σκηνές, πολλές φορές εμπνευσμένες, όπως είπε και από το ήδη τραβηγμένο υλικό που είχε λάβει.
Το 1899 όπως ισχυρίζονται οι συντελεστές τους είναι εμπνευσμένο από την Αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα και διαποτίζει όλο το έργο από τη συγγραφή του και τα σενάριά του μέχρι το γύρισμα και το τελικό προϊόν.
Η Αλληγορία του Σπηλαίου του Πλάτωνα βρίσκεται στην αρχή του έβδομου βιβλίου της Πολιτείας και είναι μια αλληγορία που παρουσιάστηκε από τον φιλόσοφο με σκοπό να συγκριθούν οι επιπτώσεις της παιδείας και της έλλειψής της στη φύση του ανθρώπου και στις γνώσεις του για τον κόσμο. Γράφτηκε σε μορφή διαλόγου μεταξύ του Γλαύκωνα, αδελφού του Πλάτωνα, και του μέντορά του Σωκράτη, τον οποίο αφηγείται ο φιλόσοφος.
Το μυστικό πάντως για να ευχαριστηθεί κανείς όλο αυτό που βλέπει στο 1899 είναι να μην αφήνει τη λογική μόνο να οδηγεί τα πράγματα, πρέπει να αφήσει τις αισθήσεις να λειτουργήσουν λίγο υπνωτικά να προσπαθήσει να βγει λίγο έξω από το Σπήλαιο του Πλάτωνα και να μην προσπαθεί να ερμηνεύσει και να αιτιολογήσει τα πάντα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Η σκηνοθεσία, η φωτογραφία, το casting, η παραγωγή και η Καλλιτεχνική διεύθυνση κινούνται σε υψηλά επίπεδα και κάνουν το 1899 να μοιάζει με έναν στρογγυλό «κύβο» ο οποίος περιστρέφεται πότε νωχελικά, πότε γρήγορα και πότε αστραπιαία, ο οποίος παρασύρει τις γνώσεις, τα συναισθήματά μας σε έναν άγνωστο κόσμο που όσο απομακρυνόμαστε τόσο βυθιζόμαστε σ’ ένα βαθύ σκοτάδι στο οποίο αναβοσβήνουν σαν αστραπές ιδέες, σκέψεις, φόβοι, γρίφοι, μυστήρια και ερωτήματα τα οποία επιδέχονται ανάλυση, ερμηνεία και σεβασμό. Σεβασμό με την έννοια ότι δεν είναι απαραίτητο να αναλυθούν όλες οι σκέψεις, να κατηγοριοποιηθούν άπαντες οι γρίφοι ή να απογυμνωθούν όλες οι ιδέες. Το ταξίδι, η διαδρομή και η πλεύση είναι η μαγεία του εγχειρήματος, ταξίδι από τον ένα κόσμο στον άλλον και πάλι πίσω και από τη μια διακλάδωση σε μια καινούργια αρχή. Τα μεγάλα ερωτήματα είναι οι κίονες του 1899, όπως και σε όλα τα σημαντικά πνευματικά έργα του ανθρώπου, ποιοι είμαστε, πού πηγαίνουμε ποιος διευθύνει όλο αυτό το μαγευτικό σύμπαν. Μπορεί ο μεγάλος φιλόσοφος και συγγραφέας ο Αλμπέρ Καμύ να μας αποπαίρνει με τα αυστηρά του λόγια, «Αυτός που απελπίζεται από την ανθρώπινη μοίρα είναι δειλός. Αυτός που έχει ελπίδες γι’ αυτήν είναι ανόητος», αλλά εμείς με πείσμα παιδικό, με πίστη μεταφυσική, με επιμονή σπαρακτική, βροντοφωνάζουμε ναι είμαστε ανόητοι, έτσι θέλουμε να διανύσουμε τη χώρα του «γιατί», τη θάλασσα των «πώς» και τις στέπες του «πού», ως συντετριμμένα ανόητοι.