To μακρινό 1986 μπορεί και το ’96 ποιος θυμάται πια, αλλά και ποιος νοιάζεται για τα χρόνια, τότε που είτε βράδιαζε είτε έφεγγε τα γιασεμιά μύριζαν πιο έντονα (για να παραφράσουμε τον ποιητή) και οι μέρες είχαν μικρά στίγματα ανέφελης και ατεκμηρίωτης αισιοδοξίας στους γιακάδες των πρωινών τους, έφευγα με τη Yamaha μου από τις παρυφές του Κουκακίου κι έψαχνα τα θερινά τα σινεμά ακόμα και στο και πέντε, γιατί έτσι μου ήρθε να δω μια ταινία και αυτήν την απόφαση κάποιες φορές τη λάμβανα στο παρά πέντε.
Κάποιες φορές δεν προαποφάσιζα καν ποια ταινία θα δω αλλά έπαιρνα σβάρνα τα καλοκαιρινά σινεμά από τη Δεξαμενή μέχρι το κέντρο και τις γειτονιές και κει μπροστά στα διαφημιστικά ταμπλό των ταινιών, εν θερμώ, αποφάσιζα σε ποια ταινία θα χαθώ. Όλα τότε έμοιαζαν πιο εύκολα και είναι αλήθεια ότι το πέρασμα των χρόνων τα εξιδανικεύει με μαεστρία και μας τα προσφέρει στο πιάτο των αναμνήσεων στην καλύτερη τους έκφανση. Είναι αλήθεια ότι να κινηθείς μετά τις 7 το απόγευμα στο κλεινόν άστυ και μάλιστα με μηχανή, εκείνους τους χρόνους, ήταν κάτι πολύ απλό για να μην πω κάποιες φορές και μαγευτικό.
Κάπως έτσι ενώ είχε βραδιάσει έφτασα χωρίς καμία ιδιαίτερη αγωνία κάτω από τον σκοτεινό τότε ιερό βράχο στο cine Θησείον και συναντήθηκα με τον James Robert Jarmusch ο οποίος γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1953 σε μία μικρή πόλη του Οχάιο και από το 1980 έως σήμερα θεωρείται ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου. Ένας ανεξάρτητος τύπος που δεν αντέχει καμιά δέσμευση και κανέναν εγκλωβισμό και κανένα πακετάρισμα, δεν αντέχει ακόμα και αυτή την ίδια του την ανεξαρτησία. «Είναι όλα τόσο …ανεξάρτητα. Την έχω σιχαθεί αυτή τη λέξη. Ψάχνω το όπλο μου όποτε ακούω τις λέξεις «ιδιόρρυθμο» ή «προχωρημένο». Αυτές οι λέξεις έχουν γίνει πλέον ετικέτες που κολλάνε σε προϊόντα για να τα πουλήσουν. Όποιος κάνει μια ταινία που είναι η ταινία που θέλει να κάνει και όχι κάτι που ορίζεται από αναλύσεις της αγοράς ή εμπορική ανάπτυξη, είναι ανεξάρτητος. Οι ταινίες μου είναι σαν ένα χειροποίητο είδος. Δεν είναι γυαλισμένες – είναι σαν να φτιάχτηκαν σε γκαράζ και εγώ έχω περισσότερο το ρόλο του μάστορα».
Σε εκείνες τις μακρινές 10ετίες συναντήθηκα με τον σπουδαίο αμερικανό και η πρώτη του ταινία που είδα ήταν «Στην Παγίδα του Νόμου» (Down by Law – 1986).
Ο Τζιμ Τζάρμους εμπνέεται την ταινία του από «Δυο Λιοντάρια στον Ειρηνικό», με τον Λι Μάρβιν και τον Τοσίρο Μιφούνε ταινία του ‘68. Την ατμόσφαιρα της ταινίας την ολοκληρώνει η υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του κινηματογραφιστή Ρόμπι και οι μουσικές των Τζον Λιούρι και Τομ Γουέιτς.
Ο Τζακ (Τζον Λιούρι) και ο Ζακ (Τομ Γουέιτς) βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Του Τζακ, μαστρωπού το επάγγελμα, του πλάσαραν μια ανήλικη και τον “κάρφωσαν” για να τον πιάσει η αστυνομία επ’αυτοφόρω. Του Ζακ, άνεργου πρώην ντισκ τζόκεϊ σε ραδιοφωνικό σταθμό, του έδωσαν ένα αυτοκίνητο μ’ ένα πτώμα στο πορτμπαγκάζ, όταν ήταν τελείως μεθυσμένος. Οι δυο τους καταλήγουν στο ίδιο βρώμικο κελί σε μια φυλακή στη Νέα Ορλεάνη. Καταλύτης της σαρκοβόρας σχέσης των δυο στο κελί θα γίνει ο Ρομπέρτο (Ρομπέρτο Μπενίνι), ένας Ιταλός μετανάστης που μιλάει σπαστά αγγλικά, και επαναλαμβάνει ό,τι πιάσει το αυτί του. Ο Ρομπέρτο υποδυόμενος τον γνωστό μας από τότε Μπενίνι διαλύει ότι υπάρχει στο κελί κυριαρχώντας με την ασταμάτητη φλυαρία του και με οδηγίες από μια ταινία που κάπου κάποτε είδε, βοηθά τους άσπονδους φίλους του και την αφεντιά του να την «κάνουν» από τη φυλακή και να χαθούν στα όχι και τόσο φιλόξενα έλη της Λουιζιάνα, εδώ θα χωρίσουν οι δρόμοι των τριών, ο καθένας θα τραβήξει τον δικό του, αλλά εμείς θα συναντηθούμε με τον Τζιμ Τζάρμους και τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα όνειρά του και από τότε δεν θα χωρίσουμε ποτέ, βλέποντας όλες τις ταινίες του και ενστερνιζόμενοι και τις πιο αιχμηρές και απίθανες συμβουλές τους «Τίποτα δεν είναι πρωτότυπο. Κλέψε από οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης ή τροφοδοτεί τη φαντασία σου. Καταβρόχθισε παλιές ταινίες, νέες ταινίες, μουσική, βιβλία, πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες, ποιήματα, όνειρα, τυχαίους διαλόγους, αρχιτεκτονική, γέφυρες, πινακίδες, δέντρα, υδάτινα σώματα, φως, σκιές. Όσα διαλέξεις να κλέψεις θα πρέπει να μιλούν απευθείας στην ψυχή σου. Αν το κάνεις αυτό, η δουλειά (και η κλοπή σου) θα είναι αυθεντική. Η αυθεντικότητα είναι ανεκτίμητη, πρωτοτυπία δεν υπάρχει. Και δεν χρειάζεται να κρύψεις τα όσα έκλεψες – γιόρτασέ τα αν το νιώθεις. Σε κάθε περίπτωση, να θυμάσαι πάντα αυτό που είπε ο Ζαν Λικ Γκονταρ: Δεν έχει σημασία από πού παίρνεις πράγματα – είναι το πού τα πηγαίνεις».
Ο «ταξιδευτής» Τζιμ Τζάρμους δεν είναι μόνο σκηνοθέτης, είναι ακόμα σεναριογράφος, παραγωγός, μοντέρ, ηθοποιός και συνθέτης. Συμμετείχε σε συγκροτήματα του κινήματος no wave, τα οποία πειραματίζονταν με τον θόρυβο και τον ήχο, αλλά έως και τώρα διατηρεί τις συνδέσεις του με τη μουσική μέσα από το ροκ συγκρότημά του SQÜRL. Η μουσική επένδυση των ταινιών του γίνεται συχνά από τον ίδιο και είναι αλήθεια ότι τις ταινίες του Τζάρμους αν πολύ εύκολα μπορείς να τις αναγνωρίσεις από τις εικόνες και τα χαρακτηριστικά του πλάνα, εξ ίσου εύκολα μπορείς να τις αναγνωρίσεις ακούγοντας μόνο την ηχητική τους μπάντα. Αλλά τίποτα δεν είναι πιο βάναυσο για τον Τζάρμους και το έργο του, από το να τον πακετάρεις σε συσκευασία δώρου και να τον παρουσιάσεις με όλα αυτά έχει μια αναφυλαξία «Αν κάποιος σας πει πως υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να γίνει κάτι, ο δικός του τρόπος δηλαδή, φύγετε όσο πιο μακριά γίνεται από αυτόν, σωματικά και φιλοσοφικά».
Με ένα άλμα δεκαετίας ή με χιλιάδες ώρες κινηματογραφικής θέασης στα σινεμά του κέντρου και στις γύρω γειτονιές, πάντα με την κόκκινη Yamaha, φτάνουμε στο «Νεκρό (Dead Man) του 1995 με τον Τζόνι Ντεπ στα καλά του, μπορεί και στα καλύτερά του ως Γουίλιαμ Μπλέικ λογιστή από το Κλίβελαντ, ο οποίος περνά τη νύχτα με μια πόρνη και σε μια συμπλοκή με τον εραστή της βρίσκεται πυροβολημένος. Ένας περιφερόμενος Ινδιάνος, ονόματι Κανένας, αναλαμβάνει να τον περιθάλψει. Ο Τζάρμους με όχημα την ποίηση, την ασπρόμαυρη φωτογραφία και τις ζωτικής σημασίας γι αυτόν υπερβάσεις ίπταται πάνω από τον θάνατο τους φόβους και τις απλοϊκές προσθαφαιρέσεις. Ο κινηματογράφος είναι ζωοδότης που προσπερνά το επέκεινα με άνεση γιατί αυτό που βλέπουμε στις ταινίες το ο Τζιμ μας το υπογραμμίζει για να μην έχουμε καμιά αμφιβολία «Είμαι πολύ ευτυχισμένος όταν γυρίζω ταινία. Το γύρισμα είναι σαν να κάνεις σεξ. Όταν γράφεις το σενάριο είναι σαν αποπλάνηση, μετά το γύρισμα είναι σαν σεξ γιατί κάνεις κάτι με άλλους ανθρώπους. Το μοντάζ είναι σαν την εγκυμοσύνη και στο τέλος γεννάς και σου παίρνουν το μωρό σου μακριά. Μόλις τελειώσει αυτή η διαδικασία, θα δω την ταινία άλλη μια φορά σε σινεμά με κοινό που έχει πληρώσει εισιτήριο και δεν ξέρει πως βρίσκομαι μέσα στην αίθουσα. Μετά από αυτό, δεν την ξαναβλέπω ποτέ».
Από το μποέμικο Stranger than Paradise έως το βαθιά μοναχικό Broken Flowers, ο Τζάρμους αναπτύσσει τον μοναδικά προσωπικό του κινηματογράφο σαν ένα κομμάτι τζαζ γεμάτο αυτοσχεδιασμούς, εκπλήξεις, συναισθήματα και προβληματισμούς. Με το Only Lovers Left Alive, το Paterson, το Ghost Dog: The Way of the Samurai ο σκηνοθέτης διασχίζει τις άνυδρες πεδιάδες της ποίησης ποτισμένες από τη βαθιά μελαγχολία του αναπότρεπτου και το πικρό χιούμορ του πιθανού. Όλα αυτά κάποιες φορές με ανοιχτούς ορίζοντες σε ένα μακρύ ταξίδι με ανοιχτό αμάξι ή στις νυχτερινές διαδρομές των ταξί μέσα στις πόλεις, που παρακολουθούν τις ιστορίες των ανθρώπων στο Night on Earth ή άλλες σε ένα υπόγειο παρακμιακό καφέ, πάλι με ανοιχτούς ορίζοντες, αυτή τη φορά της ψυχής του ανθρώπου, όπως στο Coffee and Cigarettes. Στο οποίο συναντάμε από τον Μπιλ Μάρει, τον Τομ Γουέιτς μέχρι τον Ίγκι Ποπ, την Κέιτ Μπλάνσετ και τον Άλφρεντ Μολίνα. Μια σπονδυλωτή ταινία στην οποία έχει επιτευχτεί κάθε δυνατή και πιθανή αφαίρεση και μέσα σε ένα χαριτωμένα οκνό, αναγκαία ράθυμο και γοητευτικά τεμπέλικο ρυθμό, γνωστά και επώνυμα πρόσωπα από το χώρο της μουσικής και του κινηματογράφου, πίνοντας καφέδες και καπνίζοντας (δεν τη λες και ταινία συλλόγου κατά του καπνίσματος) αποκαλύπτουν τους φόβους, τις νευρώσεις τους, συζητούν για τις εξαρτήσεις και τις συνήθειες τους, τις θεωρίες συνωμοσίας για τον Έλβις, τις εφευρέσεις του Νίκολα Τέσλα και ό,τι μπορεί να περάσει από το μυαλό ενός σκηνοθέτη χαρακτήρων όπως ο Τζάρμους. «Πάντα ξεκινώ ένα σενάριο έχοντας στο νου μου χαρακτήρες, όχι πλοκή, κάτι που πολλοί κριτικοί θα έλεγαν είναι εμφανές από την έλλειψη πλοκής στις ταινίες μου (αν και διαφωνώ, έχουν πλοκή), αλλά η πλοκή δεν είναι η βασική μου προτεραιότητα, οι χαρακτήρες είναι».
Από εκείνη την περίοδο 1986 που είδα πρώτη φορά ταινία του Τζάρμους, έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια. Ένα ωραίο μπουκέτο ταινιών του αμερικανού σκηνοθέτη προβάλλεται στην πλατφόρμα του Cinobo. Έγραψα ότι την είδα στο Θησείο, αλλά δεν είμαι και σίγουρος, μπορεί να την είδα και σε κάποιο άλλο θερινό κινηματογράφο, μπορεί καλά-καλά να μην είδα σε θερινό κινηματογράφο, αλλά να την παρακολούθησα σε κάποιο χειμερινό σινεμά του κέντρου. Α, για στάσου, γιατί όσο το καλοεξετάζω το θέμα, μου φαίνεται, ότι πολλά από αυτά που γράφω, μοιάζουν σαν ψέματα, όχι ψέματα σκέτο, αλλά «σαν ψέματα» με την έννοια που έδινε η γιαγιά μου στην φράση, όταν την χρησιμοποιούσε και εννοούσε «σαν όνειρο» κι αυτό συμβαίνει, όχι γιατί θέλω να πω ψέματα αλλά γιατί δεν θυμάμαι την αλήθεια. Αλλά, από την άλλη, ποιος νοιάζεται για την αλήθεια; Ψέματα, αλήθειες, ένα είναι βέβαιο, ό,τι με αυτά τα υλικά μ’ αυτές τις ταινίες, τ’ ακούσματα, τις αναγνώσεις χτίσαμε, όπου μπορέσαμε, έναν κόσμο εύκαμπτο, ανοικτό και ενδιαφέροντα χωρίς να το μετανιώσουμε. Σε αντίθεση με την ατέλειωτη σπατάλη χρόνου που κάναμε π.χ για τη μελέτη των κειμένων του Μαρξ και των απάντων του Ουλιάνοφ και των διαφόρων θεωρητικών του είδους και που μετανιώσαμε, γιατί σπαταλήσαμε δεκαετίες ολόκληρες αδόκητα, άδικα και άδοξα…
Ευτυχώς τον χαμένο χρόνο (τι εφιάλτης κι αυτός ο χαμένος χρόνος) τον «πήραμε» στο διπλάσιο πίσω, απρόσμενα, ένα βράδυ που ανοίξαμε το ραδιόφωνο και πέσαμε πάνω στο my generation των Who ή ένα πρωινό που «συναντηθήκαμε» με κάποιον πίνακα του Πόλοκ ή όταν σε κάποια μεταμεσονύκτια προβολή είδαμε τη σκηνή του Ιγκι Ποπ με τον Τομ Γουέιτς στο Coffee and Cigarettes του Τζάρμους σε ένα θερινό ή μάλλον όχι, πιο σωστά, σε ένα χειμερινό σινεμά, που μύριζε φτηνό άρωμα, νοθευμένο ποτό και βαρύ τσιγάρο, όμως μοσχοβολούσε ανόθευτη ανθρωπιά και απόλυτη, εύθραυστη και διάφανη ελευθερία.
Γιατί όπως έλεγε ο μεγάλος σκηνοθέτης «Η ομορφιά της ζωής είναι στις μικρές λεπτομέρειες, όχι στα μεγάλα γεγονότα» και στις μεγάλες ιδεολογίες θα πρόσθετα, πίνοντας μια γουλιά σκέτου καφέ, συνοδευόμενη από μια ρουφηξιά άφιλτρου, φτηνού τσιγάρου.