Το άτομο και κυρίως το παιδί στον αγώνα του να βγει από τα σκοτάδια της άγνοιας και στην προσπάθεια του να βρει κάποιο νόημα στη ζωή και μιας ταυτότητας στην μικρή του κοινωνία, ασκεί βία, η οποία παίρνει διάφορες μορφές, πολλές φορές απροσδόκητες.
‘Ένα είναι βέβαιο, όσο πιο βαθιά είναι της άγνοιας τα σκοτάδια, τόσο μεγαλύτερη είναι η βία, είτε ψυχική, είτε σωματική, που θα ασκήσει το άτομο, γιατί η άγνοια με ακρίβεια μοναδική οδηγεί στον φόβο, ο φόβος είναι ο καλύτερος αγωγός για το μίσος κι από κει η βία απέχει μια άγρια ματιά, μια χειρονομία ή μια άναρθρη βρισιά που μοιάζει με το βουητό της επερχόμενης ανεξέλεγκτης βίας. Όσο ωριμάζει ο άνθρωπος διαπιστώνει ότι η χρήση βίας είναι πολύ κακή λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα. Γενικώς, «η βία χρησιμοποιείται μόνο από μικρά παιδιά και μεγάλα έθνη» όπως έγραψε Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας David Friedman. Κάθε μέρα που περνά, διαπιστώνουνε και πιο καθαρά (η βάρβαρη επίθεση των Ρώσων στην γενναία Ουκρανία το αποδεικνύει) ότι η αξία του πολιτισμού συνίσταται στην εξάλειψη της βίας, ως λύση στα προβλήματα που προκύπτουν.
«Στην Αυλή του Σχολείου» η μικρή Νορά αγκαλιάζει τον πατέρα της και κλαίει βουβά στον περίβολο του σχολείου της. Την περιμένει ακόμα μια σχολική μέρα χωρίς χαρά, χωρίς κατανόηση και με τον τρόμο του εκφοβισμού της βίας και του εξευτελισμού. Στην αρμαθιά των προβλημάτων της εφτάχρονης προστίθεται η προσαρμογή της στο καινούργιο περιβάλλον αλλά και η αφύσικη σχέση της με τον Αμπέλ τον μεγαλύτερο αδελφό της. Ο Αμπέλ πέφτει θύμα καθημερινά της αγριότητας των αγοριών της τάξης του. Ο εκφοβισμός και η βίαιη συμπεριφορά εναντίον του, έχει συστηματικό και κάθε φορά πιο βίαιο και εξευτελιστικό χαρακτήρα. Ενώ ως μεγαλύτερος αδελφός ο Αμπέλ θα έπρεπε να φροντίζει και να προστατεύει τη μικρότερη Νορά, σε ένα δύσκολο περιβάλλον και μια ακανθώδη συμβίωση το μικρό κορίτσι γίνεται μάρτυρας σκηνών εκφοβισμού του Αμπέλ κακοποίησης, εξευτελισμού και βασανισμού του από τον μαθητικό του περίγυρο και τα άγρια αγόρια της τάξης του. Η Νορά με τις περιορισμένες δυνάμεις και δυνατότητές της προσπαθεί να επέμβει αλλά ο Αμπέλ της το απαγορεύει, μάλιστα την ορκίζει να μην αποκαλύψει το βασανιστήριο του στους μεγάλους, οι οποίοι ούτως ή άλλως βρίσκονται στον κόσμο τους. Οι δάσκαλοι είναι πολυάσχολοι όσο πρέπει, αδιάφοροι όσο τους επιτρέπεται, αναίσθητοι όσο δεν τους αφορά προσωπικά και ρουτινιέρηδες, όσο να φτάσει το Σαββατοκύριακο, η σχόλη ή ακόμα και η περιβόητη σύνταξη. Η μητέρα είναι εξαφανισμένη και ο πατέρας βυθισμένος στα προβλήματά του, πηγαινοφέρνει τα παιδιά στο σχολείο, αλλά κατά τ’ άλλα η επιβίωση τον τραβά από το μανίκι και τον απομακρύνει από τον βυθό των προβλημάτων των παιδιών του.
Η Βελγίδα Λορά Βαντέλ γράφει και σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία με θέμα το bullying, ακολουθώντας κατά πόδας τον ρεαλιστικό, απέριττο, λιτό και περιεκτικό κινηματογράφο των ομοεθνών της αδελφών Ζαν – Πιέρ και Λικ Νταρντέν. Παρακολουθεί από κοντά τη μικρή μαθήτρια, η οποία ενώ προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούργιο σχολικό της περιβάλλον πληττόμενη από τους ανταγωνισμούς, την άγνοια και τον άγνωστο νέο κόσμο, την βαραίνει αφόρητα ο βασανισμός του μεγαλύτερου αδελφού της, ο οποίος υπό κανονικές προϋποθέσεις θα της διασφάλιζε κάποια ηρεμία, λίγη σιγουριά, μια στάλα αισιοδοξία και θα επούλωνε την τραυματισμένη της αυτοπεποίθηση μέχρι να γνωρίσει τον καινούργιο αυτόν κόσμο. «Τα παιδιά είναι εντελώς εγωκεντρικά. Αισθάνονται τις ανάγκες τους έντονα και αγωνίζονται ανηλεώς για να τις ικανοποιήσουν», έδινε κάποιες εξηγήσεις ο Ζίγκμουντ Φρόυντ για τον σκληρό κόσμο των παιδιών.