«Φωτιά» έχουν πάρει το τελευταίο διάστημα τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων, με τη χώρα μας να συγκαταλέγεται στα… ρετιρέ της Ευρώπης, όσον αφορά στο κόστος απόκτησης κατοικίας μέσω τραπεζικού δανεισμού. Στον αντίποδα, με το σταγονόμετρο «περνούν» οι όποιες – μικρές – αυξήσεις στις καταθέσεις, με την Ελλάδα να φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις ως προς τις αποδόσεις που προσφέρει προς τους αποταμιευτές.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), το μέσο επιτόκιο των στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο 3,36% έναντι 3,14% τον αμέσως προηγούμενο μήνα και 3,01% τον Ιούλιο του 2022. Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο επιτόκιο στην Ευρώπη μετά τις Λιθουανία και Λετονία (3,46% αμφότερες), ενώ την πεντάδα συμπληρώνουν οι Εσθονία και Γερμανία, με 3,2% και 3,01% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα επιτόκια στην ευρωπαϊκή αγορά προσφέρουν οι Ισπανία, Αυστρία, Λουξεμβούργο, Μάλτα και Γαλλία, με την τελευταία, μάλιστα, να δίνει στους καταναλωτές τη δυνατότητα απόκτησης στέγης έναντι μόλις 1,68%! «Στο εξωτερικό οι τράπεζες επιδοτούσαν πάντα το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο. Ήταν ένα προϊόν που, ουσιαστικά, λειτουργούσε ως «κράχτης», προκειμένου οι τράπεζες να πουλήσουν και άλλα προϊόντα τους, επιτυγχάνοντας μία συνολική κερδοφορία από τον πελάτη», σχολιάζει στο newmoney υψηλόβαθμο στέλεχος της αγοράς, υπενθυμίζοντας, ταυτόχρονα, πως η Ελλάδα διένυσε και μία 10ετή οικονομική κρίση που είχε στον πυρήνα της (και) το στεγαστικό πρόβλημα.
Όσον αφορά στις καταθέσεις, μπορεί το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο να παρέμεινε αμετάβλητο στο 0,04%, υπήρξε, ωστόσο, μία μικρή αύξηση αυτού στις προθεσμιακές καταθέσεις. Πιο αναλυτικά, με βάση τα στοιχεία της κεντρικής τράπεζας το επιτόκιο στις προθεσμιακές καταθέσεις ενός έτους «άγγιξε» τον περασμένο Σεπτέμβριο το 0,14% έναντι 0,11% τον Αύγουστο και 0,13% τον Ιούλιο. Η Ελλάδα, δηλαδή, καταγράφει την τρίτη χαμηλότερη επίδοση σε σύνολο 19 ευρωπαϊκών χωρών, μετά τις Πορτογαλία (0,05%), Κύπρο και Σλοβενία (0,11% αμφότερες). Στον αντίποδα, η πιο… γαλαντόμα είναι η Ολλανδία, η οποία επιβραβεύει τους αποταμιευτές της με επιτόκιο 1,84%. Αξίζει να επισημανθεί πως οι τράπεζες αναγκάζονται να περάσουν μέρος – έστω και μικρό – των αυξήσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στις καταθέσεις, κατόπιν πιέσεων, τόσο της κυβέρνησης, όσο και των ίδιων των καταθετών, οι οποίοι συνέχισαν να αυξάνουν τις αποταμιεύσεις τους ακόμη και σε δύσκολους καιρούς, όπως ήταν η υγειονομική κρίση, αλλά και ο πόλεμος. Ενδεικτικά, στα γκισέ των τραπεζών υπήρχαν τον Σεπτέμβριο του 2022 καταθέσεις, ύψους 185,5 δισ. ευρώ. Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ για τα TLTROs δε, έστω κι αν δεν εμπνέει ανησυχία για τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εντούτοις είναι βέβαιο πως θα στερήσει ρευστότητα.
Καταναλωτικά δάνεια
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, τα καταναλωτικά δάνεια έχουν διοικητικά οριζόμενα επιτόκια – και, μάλιστα, υψηλά – που δεν επηρεάζονται από το Euribor, γεγονός που σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν τη διακριτική ευχέρεια να προχωρήσουν σε αύξηση ή μείωσή τους μονομερώς. «Προς ώρας δεν υπάρχουν σκέψεις για αναθεώρησή τους προς τα πάνω. Εάν, ωστόσο, το Euribor συνεχίσει να αυξάνεται, “ροκανίζοντας” την κερδοφορία των τραπεζών, κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει», σημειώνουν τραπεζικές πηγές. Αξίζει να αναφερθεί πως το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων με συγκεκριμένη διάρκεια και κυμαινόμενο επιτόκιο μειώθηκε κατά 24 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε στο 10,96%, με την Ελλάδα, ωστόσο, να καταγράφει το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό μετά τις Μάλτα (13,76%), Λετονία (12,24%) και Σλοβακία (11,65%). Τα χαμηλότερα επιτόκια στην επίμαχη κατηγορία δανείων προσφέρουν οι Βέλγιο (5,04%), Ιταλία (4,35%), Ισπανία (3,81%), Κύπρος (3,59%) και Λουξεμβούργο (2,39%).
Όσον αφορά στο μέσο επιτόκιο καταναλωτικού δανείου τακτής διάρκειας, αυτό αυξήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο 10,59% έναντι 10,50% τον Αύγουστο.