Το νέο status quo στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική επιχείρησε να αποτυπώσει για πρώτη φορά ο ιστότοπος Politico, παρουσιάζοντας μια ανάλυση βασισμένη σε προβολές δημοσκοπήσεων για την κατανομή των 705 εδρών του Ευρωκοινοβουλίου (που αναμένεται να αυξηθούν σε 720) με φόντο τις κάλπες του Ιουνίου, παρακολουθώντας τις μετακινήσεις, αλλά και τις πρωτόγνωρες αλλαγές στη δυναμική των ευρωπαϊκών πολιτικών ομάδων.
Παρότι η πρωτοκαθεδρία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (EPP) δεν δείχνει να απειλείται, καθώς θα φτάσει στις 165 έδρες (χάνοντας 12), η πολιτική ισχύς του ως προς τη λήψη αποφάσεων θα περνά ad hoc μέσα από τα φίλτρα του ευρωσκεπτικισμού, καθώς η συνεργασία με τους εκφραστές του σε επίπεδο Βρυξελλών κάθε άλλο μπορεί να αποκλειστεί. Στη δεύτερη θέση, αν και λαβωμένη, θα εξακολουθεί να βρίσκεται η ομάδα των Ευρωπαίων Δημοκρατών και Σοσιαλιστών (S&D), διατηρώντας 145 έδρες (2 περισσότερες), ενώ ο μεγάλος χαμένος της αναμέτρησης θα είναι το κεντρώο κόμμα Renew, το οποίο εκτιμάται ότι θα συγκεντρώσει 89 έδρες (χάνοντας 12), για να μοιραστεί την ίδια θέση με τους Ευρωπαίους Συντηρητικούς και Μεταρρυθμιστές (ECR). Οι τελευταίοι θα αθροίσουν, κατά τους αναλυτές, 23 έδρες παραπάνω και μαζί σημαντική ισχύ στους κόλπους των Βρυξελλών, με εφαλτήριο το κυβερνών εθνικιστικό κόμμα της Πολωνίας, Νόμος και Δικαιοσύνη, και βέβαια τους Αδελφούς της Ιταλίας, υπό την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι.
Η ραγδαία άνοδος των ποσοστών των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών θα φέρει αναγκαστικά πιο κοντά τον μεγάλο συνασπισμό της Κεντροδεξιάς, των σοσιαλιστών και των κεντρώων ως δικλίδα ασφαλείας, μολονότι την τέταρτη θέση στον καταμερισμό των εδρών αναμένεται να λάβει η ακροδεξιά ομάδα Ταυτότητα και Δημοκρατία (ID) με 77 έδρες, κερδίζοντας έδαφος και 15 νέες έδρες, ως αποτέλεσμα της αύξησης των ποσοστών της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Συνασπισμοί και συμμαχίες
Με αυτά τα δεδομένα, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα θα αναζητήσει πιθανούς συμμάχους σε έναν δεξιόστροφο συνασπισμό με κριτήριο κάθε φορά την τρέχουσα ατζέντα, αναζητώντας τη συνδρομή των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών και το κόμμα Renew, όπως διαφάνηκε από το νομοσχέδιο για την Πράσινη Συμφωνία, το οποίο για τους έμπειρους παρατηρητές των Βρυξελλών προανήγγειλε τις νέες ισορροπίες μετά τις εκλογές του Ιουνίου. Παρά τις εξαιρετικές επιδόσεις τους τα τελευταία χρόνια, τις μεγαλύτερες απώλειες σε μια τέτοια προοπτική αναμένεται να μετρήσουν οι Πράσινοι, οι οποίοι ενδέχεται να μείνουν μόνο με 48 έδρες, χάνοντας 24 ακόμη και μαζί τα ερείσματα για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης στην Ε.Ε.
Η πανευρωπαϊκή στροφή προς τα δεξιά, ορατή διά γυμνού οφθαλμού στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά τους αναλυτές, βρίσκει πλήρη αντιστοιχία με τις τεκτονικές αλλαγές στην πολιτική γεωγραφία των πλέον ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, αλλά και στη γενικότερη ροπή προς τα άκρα, που εμφανίστηκε στα εκλογικά αποτελέσματα της πλειοψηφίας των 27 κρατών-μελών από το 2015 και εξής. Ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το Φόρουμ για τη Δημοκρατία στην Ολλανδία, το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας, η Ιταλική Λέγκα του Βορρά, η Επίθεση στη Βουλγαρία και το Jobbik στην Ουγγαρία έχουν ήδη δείξει τη δυναμική τους στις εγχώριες κάλπες, έχοντας προσαρμοστεί σε επίπεδο ρητορικής και ύφους στα νέα δεδομένα.
Παράλληλα, οι εξωγενείς απειλές που έφεραν οι πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα αναγνώστηκαν από μεγάλη μερίδα του πολιτών της Ε.Ε. ως άμεσοι κίνδυνοι για τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, αλλά και ως μια πρώιμη υποχώρηση του «ευρωπαϊκού πολιτισμού» εξαιτίας των ισχυρών μεταναστευτικών ροών. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης στην ενίσχυση των ευρωσκεπτικιστικών φωνών αποδίδεται, ωστόσο, και στην ευρωπαϊκή Αριστερά, η οποία απώλεσε τη δυναμική της ως καταφύγιο των πιο ευάλωτων πολιτών της Ε.Ε., οι οποίοι αναζήτησαν την προστασία και την ασφάλεια στον παρηγορητικό λόγο των ακροδεξιών κομμάτων που αναπαρήγαγαν τις αγωνίες της «διπλανής πόρτας». Ταυτόχρονα, η ψήφος στα άκρα εξελήφθη για μερίδα του ευρωπαϊκού εκλογικού σώματος ως ισχυρό μήνυμα αποδοκιμασίας στα συμβατικά κόμματα, απορρίπτοντας τις πολιτικές τους και κυρίως την αδυναμία τους να προσαρμοστούν γρήγορα στις επείγουσες προτεραιότητες της καθημερινότητας και της υποχώρησης του βιοτικού επιπέδου εντός της Ε.Ε.
Η ώθηση της Ακροδεξιάς από πολιτικό περιθώριο στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής πολιτικής επισημοποιήθηκε στο ανώτερο επίπεδο με την ανάληψη των καθηκόντων της νέας Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι, η οποία ηγείται του ακροδεξιού κόμματος Αδέλφια της Ιταλίας, έχοντας συγκεντρώσει ποσοστό 26% στις τελευταίες εθνικές εκλογές, μαζί με τη στήριξη των Σίλβιο Μπερλουσκόνι και Ματέο Σαλβίνι.
Παρότι τα πρώτα 24ωρα από την οριστικοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων στην τρίτη ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε. είχαν προκαλέσει μούδιασμα στις Βρυξέλλες, οι επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών βρήκαν γρήγορα ένα modus operandi με τη νέα πρωθυπουργό με επίκεντρο τη μεταναστευτική κρίση, όταν η τελευταία λογίζεται η καλύτερη συνομιλήτρια -και ενίοτε ενδιάμεση για την Ε.Ε.- με τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν. Το νέο, γυναικείο, οπτικά mainstream πρόσωπο της ιταλικής Ακροδεξιάς για αρκετούς αναλυτές συνιστά, υπό αυτό το πρίσμα, προβολή των ευρωπαϊκών θεμάτων στο μέλλον, κάνοντας λόγο μάλιστα για διόγκωση του φαινομένου Μελόνι ως μορφής εκκοσμίκευσης της Ακροδεξιάς τα επόμενα χρόνια.
Με γυναικείο πρόσωπο σε αρκετές περιπτώσεις, παρούσα σχεδόν σε όλα τα κυβερνητικά σχήματα, είναι πλέον η Ακροδεξιά και στη Σκανδιναβία, όπως στην περίπτωση της Φινλανδίας, όπου το ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Φινλανδών με επικεφαλής τη Ρίκα Πούρα δέχτηκε -μετά από τρεις μήνες διαπραγματεύσεων- να συμμετάσχει στον νέο συνασπισμό. Τα πρώτα σύννεφα, ωστόσο, έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους με φόντο δημόσια σχόλια τόσο της ίδιας, ως υπουργού Οικονομικών και αναπληρώτριας πρωθυπουργού, όσο και μελών του κόμματός της, ανακινώντας τη συζήτηση για τα δυνητικά πολιτικά όρια απέναντι στον ρατσισμό.
Ανάλογη εικόνα επικρατεί και στη Σουηδία, όπου το εθνικιστικό κόμμα Σουηδοί Δημοκράτες στηρίζει μεν το κυβερνητικό σχήμα, χωρίς, ωστόσο, να μετέχει άμεσα στη διακυβέρνηση, αφού τα μέλη του αρνήθηκαν την ανάληψη υπουργικών χαρτοφυλακίων. Αφήνοντας πίσω το σύνθημα «η Σουηδία στους Σουηδούς», αλλά και το ενδεχόμενο ενός Swexit, δηλαδή της εξόδου της χώρας τους από την Ε.Ε., οι Σουηδοί Δημοκράτες πέτυχαν τα τελευταία χρόνια τον στόχο τους, δηλαδή την επιβολή από τη νέα κυβέρνηση ενός πλέγματος μέτρων για τον έλεγχο της μετανάστευσης.
Νέα κέρδη προσεχώς
Αυξημένα πολιτικά κέρδη για την Ακροδεξιά αναμένονται και στην Ιβηρική χερσόνησο, με το τέλος των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Ισπανία μετά τις πρόσφατες εθνικές εκλογές, στις οποίες το ριζοσπαστικό δεξιό κόμμα Vox κατέλαβε την τρίτη θέση. Η εκλογική του επίδοση δεν αποτέλεσε έκπληξη, καθώς είχε διπλασιάσει ήδη τις δυνάμεις του στις περιφερειακές και τοπικές εκλογές που προηγήθηκαν αποδεικνύοντας τις ισχυρές ρίζες που έχει αναπτύξει στην ισπανική κοινωνία.
Πέρα από τις μεταναστευτικές ροές, τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και την οικονομική πίεση των λαϊκών στρωμάτων, στην περίπτωση της Ισπανίας το Vox εμφανίζεται ως υπερασπιστής των παραδοσιακών αξιών και του τρόπου ζωής με έμφαση στον Καθολικισμό, με αποτέλεσμα να διεμβολίζει όλο και περισσότερο το πρώτο σε ψήφους Λαϊκό Κόμμα. Υπό αυτή την οπτική, η δυνητική συμμαχία Λαϊκού Κόμματος και Vox είναι ένα από τα υπό εξέταση σενάρια για τον σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς ο ηγέτης του ακροδεξιού κόμματος Σαντιάγο Αμπασκάλ περιέγραψε ως «μεγάλη απειλή για τη συνταγματική τάξη» την πιθανότητα επανόδου στην εξουσία του Σοσιαλιστή Πέδρο Σάντσεθ. Στο πλαίσιο αυτό, το Vox φαίνεται να υπαναχωρεί από την απαίτησή του να συμμετάσχει στη νέα κυβέρνηση, αν και οι 33 βουλευτές του δεν επαρκούν για να δώσουν το φιλί της ζωής στο Λαϊκό Κόμμα, με τη χώρα να οδηγείται σε νέες εκλογές τον ερχόμενο Δεκέμβριο.
Νωρίτερα, νικητής του φθινοπώρου αναμένεται να αναδειχθεί η Ακροδεξιά και στην Πολωνία, όπου το εθνικιστικό κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη προηγείται σε όλες τις δημοσκοπήσεις. Θέμα ημερών είναι η επιστροφή στην εξουσία του Σοσιαλιστή Ρόμπερτ Φίκο, στις πρόωρες εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για τον Σεπτέμβριο στη Σλοβακία.
Σημειωτέον ότι ο Ρόμπερτ Φίκο έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, καθώς διατηρεί άριστες προσωπικές σχέσεις με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, ενώ κατά το παρελθόν έχει αντιδράσει έντονα απέναντι στην εγκατάσταση μεταναστών στη χώρα του, δηλώνοντας «δεδομένου ότι η Σλοβακία είναι μια χώρα όπου η Καθολική Εκκλησία κυριαρχεί, ακολουθούμενη από τη Λουθηρανική Εκκλησία, δεν μπορούμε να ανεχθούμε την εισροή 300.000 έως 400.000 μουσουλμάνων μεταναστών οι οποίοι θα αρχίσουν να χτίζουν τζαμιά σε όλη τη χώρα».
Η έκπληξη της Γερμανίας
Την ίδια ώρα, ευάλωτο φαίνεται και το τελευταίο οχυρό απέναντι στην Ακροδεξιά, καθώς η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) έχει καταλάβει τη δεύτερη θέση σε όλες τις δημοσκοπήσεις βυθίζοντας σε προβληματισμό το πολιτικό σύστημα της χώρας. Με διαρκείς εκκλήσεις να σταματήσει η μετανάστευση και βάλλοντας κατά της «πράσινης ατζέντας» της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, το ακροδεξιό γερμανικό κόμμα παρακολουθείται για «ύποπτο ακροδεξιό εξτρεμισμό», κατά το Politico, χωρίς, ωστόσο, αυτό να ανακόπτει την ανοδική πορεία του. Εχοντας περάσει μπροστά από το κεντροαριστερό SPD, το ακροδεξιό AfD διπλασίασε μέσα σε μία χρονιά τις δυνάμεις του (από 10% σε 20%), κέρδισε με άνεση τις πρώτες περιφερειακές εκλογές και έχει παγιωθεί σε ποσοστά άνω του 20%, με τους Σοσιαλδημοκράτες να κάνουν τώρα λόγο για την ανάγκη «πολιτικού φράγματος», καθώς υποψήφιος του ακροδεξιού κόμματος επικράτησε για πρώτη φορά στις τοπικές εκλογές.
Παρά το γεγονός ότι η Χριστιανική Ενωση (CDU/CSU) παραμένει πρώτη με ποσοστό 25% σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Trendbarometer για λογαριασμό των RTL/ntv, το AfD καταλαμβάνει με άνεση τη δεύτερη θέση με ποσοστό 21% και ακολουθούν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με 17%, οι Πράσινοι με 15%, οι Φιλελεύθεροι (FDP) με 7%, ενώ μεγάλος χαμένος μοιάζει η Αριστερά, η οποία αγγίζει μετά βίας το 4%, δηλαδή κάτω από το όριο εισόδου στην Μπούντεσταγκ. Με τη γερμανική κοινή γνώμη διχασμένη, το 47% των ερωτηθέντων υποστηρίζει ενδεχόμενη απαγόρευση του AfD, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Forsa για λογαριασμό του περιοδικού «Stern». Το πρώτο crash test προγραμματίζεται για τις 8 Οκτωβρίου, ημέρα εκλογών στα κρατίδια της Βαυαρίας, όπου ο πρωθυπουργός και αρχηγός της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης (CSU) Μάρκους Ζέντερ έκλεισε με θόρυβο την πόρτα στο ενδεχόμενο συνεργασίας του με το AfD, ακόμη κι αν αυτό συγκεντρώνει ποσοστό 14%.