Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην “ἙΛΕΥΘΕΡΙΑ” , 31/12/1950
Ένα από τα πιο όμορφα κείμενα του Κόντογλου. Έχει δημοσιευθεί και με τον τίτλο «Το βλογημένο το μαντρί» ή «Ὁ Γιάννης ο Βλογημένος» και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Το Αϊβαλί η Πατρίδα μου».
Κάθε χρόνο ο άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σα καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα και με ένα ταγάρι περασμένο στους ώμους του. Γι’ αυτό τον περνάγανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε επειδή έχουνε ανάγκη, μ΄ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανένα κι ούτε πεινούσε ούτε κρύωνε. Αφού βολόδειρε από δω κι από κει έφταξε και στα Ελληνικά τα μέρη που’ ναι φτωχός ο κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκότανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά. Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Αφού περπάτηξε καμπόσο βρέθηκε σ’ ένα απάγκειο μέρος κι είδε μια στρούγκα κολλημένη στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα, που ήτανε καμωμένη από άγρια ρουπάκια και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε να γαυγίζουνε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε μα σαν πήγανε κοντά του σκύψανε τα κεφάλια τους και γλύφανε τα χοντροπάπουτσά του και γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους. Ο άγιος χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε. «Ελεήστε με Χριστιανοί για τις ψυχές των αποθαμένων σας, κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο». Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονών με μαύρα γένια και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα είπε στο γέροντα : «Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς, Καλή μέρα και καλή χρονιά». Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένο, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα … Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και το ανασπάστηκε και το ‘βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονών κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Και κείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα κι είπε : «Κόπιασε παππού να ξεκουραστείς». Ο άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι «κι είπε : «Βλογημένοι να’ σαστε τέκνα μου κι όλο το σπιτικό σας. Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας». Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, έτσι όπως τον έφτιαξε ο Θεός. Γι’ αυτό κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι του ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του κι έδωσε την ευλογία του. Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι άνθρωποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν παρά πήγε στη στρούγκα του Γιάννη του Βλογημένου. Σαν βολέψανε τα πρόβατα μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον γέροντα : «Γέροντα μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, να ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησιά κοντά μας μηδέ ερημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας κι ας μην τα καταλαβαίνω γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμμιά φορά τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα-ὀλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια, που τα λεγε ένας γραμματιζούμενος που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυο ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τα λεγε τυπωθήκανε στη θύμισή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : «Σκώνεται ο μήτερ του και τον ανασπάζιτι και του λέγ’ :Τέκνο μου! Τέκνο μου»! Αυτά τα γράμματα ξέρω». Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογκούσε. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνω και στάθηκε γυρισμένος κατά την Ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε : «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη κα στάθηκε κοντά στον άντρα της. Κι ο γέροντας είπε το «ΘεόςωΚύριος» και τ’ Απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες» χωρίς να πει και το δικό του τ’ Απολυτίκιο που λέγει «Ἑις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά κι ο Γιάννης κι η Γιάννενα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής «Δεύτε λαοί άσωμεν» χωρίς να πει τον δικό του Κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε» Κι ύστερα είπε όλη την λειτουργία κι έκανε απόλυση. Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοήθαγε. Και σαν αποφάγανε έφερε η γυναίκα την βασιλόπιττα και την έβαλε επάνω στο σοφρά. Κι ό άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και την σταύρωσε και είπε : «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» κι έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε «της Παναγίας» κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε «του αγίου Βασιλείου» αλλά είπε «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου». Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει «Γέροντα ξέχασες τον αη Βασίλη» Του λέγει ο άγιος «Αλήθεια τον ξέχασα». Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε «του δούλου του Θεού Βασιλείου». Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια κα σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε «της νοικοκυράς» «του μωρού» «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου» «του σπιτιού» «των φτωχών». Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο : «Γέροντα γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου»; Του λέγει ο άγιος «Έκοψα Βλογημένε». Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο καλότυχος! Έστρωσε η γυναίκα για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο άγιος Βασίλης σήκωσε τις απαλάμες του κι είπε τη δική του την ευχή, που την λέει ο παπάς στη Λειτουργία : «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου …». Σαν τελείωσε τη ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε του λέγει ο Γιάννης : «Γέροντα, εσύ που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποια παλάτια άραγες πήγε απόψε ο αη Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τι αμαρτίες μπορεί να’ χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί και κακορίζικοι επειδής η φτώχια μας κάνει να κολαζόμαστε». Ο άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή του αλλιώτικα : «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών». Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος»!