Κατά την τελευταία δεκαετία, τα ποσοστά διαζυγίων στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες σημείωσαν αξιοσημείωτη μείωση. Σύμφωνα με νέα στοιχεία που δημοσίευσε το Εθνικό Κέντρο Στατιστικών Υγείας των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, ο αριθμός των γάμων παρέμεινε γύρω στους 7 έως 8 ανά 1.000 άτομα ετησίως. Επιπλέον, σε σύγκριση με τη γενιά X και τους Baby Boomers, οι millennials έχουν λιγότερες πιθανότητες να πάρουν διαζύγιο με διάφορες κοινωνικές και γενεαλογικές αλλαγές να εξηγούν αυτό το φαινόμενο.
Τα διαζύγια με αριθμούς
Τα ποσοστά διαζυγίων κορυφώθηκαν στις δεκαετίες του 1970 και 1980, ιδίως μεταξύ των Baby Boomers, οι οποίοι παντρεύτηκαν νέοι σε μια εποχή μεταβαλλόμενων κοινωνικών προτύπων. Αντίθετα, τα ποσοστά διαζυγίων άρχισαν να μειώνονται σταθερά στις αρχές της δεκαετίας του 2000, με εντονότερη πτώση την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με ανάλυση του Pew Research Center του 2018, το συνολικό ποσοστό διαζυγίων μειώθηκε κατά 18% μεταξύ 2008 – 2018. Οι Millennials, που βρίσκονται τώρα στην καλύτερη ηλικία του γάμου τους, έχουν συμβάλει σε αυτή την τάση προσεγγίζοντας το γάμο με διαφορετικό τρόπο από τις προηγούμενες γενιές.
Αντιθέτως, η γενιά του baby boom είχε τα υψηλότερα ποσοστά διαζυγίων και τα χαμηλότερα γάμου. Στη δεκαετία του 1950 συγκεκριμένα, αν κάποιος δεν είχε παντρευτεί μέχρι τα 25, οι πιθανότητες να παντρευτεί κάποτε μειώνονταν κατακόρυφα. Σήμερα, οι άνθρωποι παντρεύονται σε μεγαλύτερες ηλικίες από ποτέ άλλοτε.
Γιατί οι Millennials είναι λιγότερο πιθανό να χωρίσουν
Οι Millennials τείνουν να παντρεύονται αργότερα στη ζωή τους από τις προηγούμενες γενιές. Η μέση ηλικία για τους πρώτους γάμους στις δυτικές χώρες έχει αυξηθεί στα 30 έτη για τους άνδρες και στα 28 έτη για τις γυναίκες -από 23 και 20 έτη, αντίστοιχα, τη δεκαετία του 1970. Παίρνοντας περισσότερο χρόνο για να παντρευτούν, οι millennials έχουν έτσι περισσότερο καιρό για να οικοδομήσουν οικονομική σταθερότητα, να δημιουργήσουν καριέρα και να επιλέξουν συμβατούς συντρόφους, δεδομένα τα οποία μειώνουν την πιθανότητα διαζυγίου.
Επιπλέον, οι Millennials είναι η πιο μορφωμένη γενιά στην ιστορία. Μελέτες δείχνουν μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου και χαμηλότερων ποσοστών διαζυγίων. Οι απόφοιτοι κολεγίου έχουν λιγότερες πιθανότητες να χωρίσουν από όσους δεν έχουν πτυχίο, εν μέρει επειδή η τριτοβάθμια εκπαίδευση οδηγεί συχνά σε καλύτερες οικονομικές προοπτικές και δεξιότητες λήψης αποφάσεων, τα οποία υποστηρίζουν πιο σταθερούς γάμους. Αυτό αλλάζει φυσικά και τον τρόπο που εκλαμβάνουν τα κοινωνικά πρότυπα γύρω τους. Οι Millennials θεωρούν τον γάμο όχι ως ένα απαραίτητο ορόσημο της ζωής, αλλά ως μια σχέση που συνάπτεται με προσοχή και περίσκεψη. Πολλοί επιλέγουν να παντρευτούν μόνο όταν αισθάνονται πλήρως προετοιμασμένοι -συναισθηματικά, οικονομικά και κοινωνικά- οδηγώντας σε λιγότερες παρορμητικές ή ακατάλληλες σχέσεις.
Σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενιές, οι millennials δίνουν προτεραιότητα στη συναισθηματική σύνδεση και τον αμοιβαίο σεβασμό στις σχέσεις τους. Πολλοί εργάζονται ενεργά πάνω στις δεξιότητες επικοινωνίας και επίλυσης συγκρούσεων, μερικές φορές με τη βοήθεια συμβουλευτικής ζευγαριών, ακόμη και πριν από το γάμο. Αυτή η σκόπιμη προσέγγιση καθιστά τις σχέσεις τους πιο ανθεκτικές. Σε αυτό συμβάλλει και η επιλογή συμβίωσης πριν από το γάμο, η οποία έχει γίνει πιο συνηθισμένη τα τελευταία χρόνια και επιτρέπει στα ζευγάρια να «δοκιμάσουν την κοινή τους ζωή» πριν από μια δια βίου δέσμευση. Η ψηφιακή επικοινωνία έχει επίσης μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οικοδομούνται και διατηρούνται οι σχέσεις. Οι εφαρμογές γνωριμιών επιτρέπουν στους millennials να γνωρίσουν συντρόφους που ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τις αξίες και τους στόχους τους. Επιπλέον, η πρόσβαση σε διαδικτυακές συμβουλές σχέσεων και πόρους ψυχικής υγείας έχει διευκολύνει τα ζευγάρια να αντιμετωπίζουν τις συγκρούσεις.
Παράγοντες που επηρεάζουν τη μείωση των ποσοστών διαζυγίων
Ίσως επειδή πολλοί είναι παιδιά χωρισμένων γονιών, ίσως επειδή είναι πιο εξοικειωμένοι με τον δρόμο για την προσωπική τους ανεξαρτησία και οικονομική αυτονομία, οι Millennials δεν επικροτούν την ιδέα του διαζυγίου. Οι παράγοντες που οδηγούν εκεί είναι πολλοί:
-Οικονομική σταθερότητα: Οι Millennials, αν και συχνά επιβαρύνονται με χρέη σπουδών, καθυστερούν τον γάμο μέχρι να αποκτήσουν οικονομική ασφάλεια. Η οικονομική αστάθεια, μια σημαντική αιτία συζυγικών διαφορών, είναι λιγότερο πιθανό να υπονομεύσει αυτούς τους μεταγενέστερους γάμους.
–Βελτιωμένη δυναμική των φύλων: Οι ρόλοι των φύλων έχουν γίνει πιο ισότιμοι στους γάμους των χιλιετών, μειώνοντας την ανισορροπία στις οικιακές και οικονομικές ευθύνες που ιστορικά συνέβαλε στα διαζύγια. Η κοινή γονική μέριμνα και τα οικιακά καθήκοντα ενισχύουν την αίσθηση της σχέσης.
–Συνειδητοποίηση των επιπτώσεων του διαζυγίου: Πολλοί millennials είναι οι ίδιοι παιδιά διαζυγίου. Έχοντας δει το συναισθηματικό και οικονομικό τίμημα που μπορεί να επιφέρει το διαζύγιο, προσεγγίζουν το γάμο με αυξημένη επίγνωση των προκλήσεών του και συχνά είναι πιο αφοσιωμένοι στο να τον κάνουν να λειτουργήσει.
Ενώ οι millennials έχουν συμβάλει στη μείωση των ποσοστών διαζυγίων, οι προκλήσεις παραμένουν. Οι οικονομικές πιέσεις, ιδίως σε σχέση με τη στέγαση και το φοιτητικό χρέος, μπορεί να επιβαρύνουν τις σχέσεις. Επιπλέον, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η καθυστέρηση του γάμου για πολύ καιρό μπορεί να οδηγήσει σε νέου είδους δυναμικές και πιέσεις, καθώς τα ζευγάρια προσανατολίζονται στον οικογενειακό προγραμματισμό αργότερα στη ζωή τους.
Η προσέγγιση των Millennials για το γάμο αντανακλά μια γενιά που εκτιμά τη σταθερότητα, τη συναισθηματική ολοκλήρωση και τη σκόπιμη λήψη αποφάσεων. Περιμένοντας περισσότερο χρόνο για να παντρευτούν, δίνοντας προτεραιότητα στην εκπαίδευση και την οικονομική σταθερότητα και αγκαλιάζοντας πιο ισότιμες και συναισθηματικά συνδεδεμένες συνεργασίες, επαναπροσδιορίζουν τι σημαίνει να δημιουργηθεί μια μόνιμη ένωση. Καθώς τα κοινωνικά πρότυπα συνεχίζουν να εξελίσσονται, οι millennials μπορεί να κρατούν το κλειδί για τη δημιουργία ενός βιώσιμου μοντέλου γάμου για τις μελλοντικές γενιές.