Οι εποχές όμως άλλαξαν και οι διαδοχικές κρίσεις δεν άφησαν ανεπηρέαστο ούτε το δικό του κάστρο. Ετσι, ο «βασιλιάς της Παραλιακής», αλλά των all day café-restaurants δείχνει να κλυδωνίζεται και να χάνει το σκήπτρο του. Θυμίζοντας ίσως τον «Γατόπαρδο» από το περίφημο μυθιστόρημα του Λαμπεντούζα και την ομότιτλη ταινία του Βισκόντι. Σαν ένας άλλος Ντον Φαμπρίτσιο βλέπει τον κόσμο στον οποίο ανήκει να φεύγει και διαισθάνεται τον ερχομό της νέας εποχής. Χωρίς να μπορεί να ανατρέψει την πορεία των γεγονότων, τo αποδέχεται «με τη φινέτσα που ταιριάζει σ’ έναν αληθινό ευγενή».
Από την Ευρυτανία
Και η δική του η ζωή θα μπορούσε να είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα ή το σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας με καθηλωτική πλοκή. Ξεκινώντας από την Ευρυτανία και από μια οικογένεια που πάλευε για την επιβίωση βγήκε νωρίς στη βιοπάλη. «Ημουν πάτερ φαμίλιας από τα 12 χρόνια μου», είχε πει κάποτε, αφού ως το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας φρόντιζε τα τρία μικρότερα αδέλφια του, αλλά και τους γονείς του. Την απόφαση να εγκαταλείψει τον γενέθλιο τόπο για να κυνηγήσει τα όνειρά του στη μεγάλη πόλη την είχε πάρει πολύ καιρό προτού το κάνει.
Ενα περιστατικό όμως έπαιξε τον ρόλο της θρυαλλίδας. Οπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος, έσκαβε με τη μητέρα του όλη μέρα ένα χέρσο κομμάτι γης διαπιστώνοντας, όταν σχεδόν βράδιαζε, ότι ενώ είχαν βγάλει ένα βουνό από πέτρες, η καλλιεργήσιμη γη που είχαν δημιουργήσει δεν ήταν μεγαλύτερη από 2 τ.μ. Τότε είπε στη μητέρα του: «Εδώ ο Θεός ξέχασε να ρίξει χώμα, έριξε μόνο πέτρες». Αυτή ήταν η αφορμή για να πάρει τη μεγάλη απόφαση να φύγει από το χωριό του.
Οταν ήρθε στην Αθήνα το 1962, με μόνο εφόδιο 950 δραχμές, που και αυτές συγκεντρώθηκαν με πολύ κόπο, δεν τον περίμενε κανείς. Ταυτόχρονα όμως άνοιγε για εκείνον η πόρτα σε έναν διαφορετικό κόσμο που έμελλε να τον σημαδέψει με τη δραστηριότητά του στον χώρο της εστίασης και της ψυχαγωγίας. Βέβαια, όπως πάντα, όλες αυτές οι ιστορίες επιτυχίας κρύβουν πίσω τους χρόνια σκληρής δουλειάς και καθημερινό αγώνα για το κάτι παραπάνω. Ανθρωπος εργατικός και επίμονος, επιδίωκε να βρει μια δουλειά με προοπτικές και μέλλον. Ετσι δεν δίστασε να κάνει διάφορα επαγγέλματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πρώτη χρονιά που ήρθε στην Αθήνα αναζητώντας την τύχη του άλλαξε περί τα 30 επαγγέλματα, με αφετηρία το «Ζαχαροπλαστείο του Καρρά».
Ανήσυχος και αεικίνητος όπως ήταν, δεν επαναπαύτηκε στις όποιες δάφνες της επιτυχίας του, αλλά συνέχισε να κυνηγά το παραπάνω. Ετσι, έφυγε από την «Αθηναία» και το 1970 ανέλαβε ρόλο στον Ομιλο της Βουλιαγμένης, ενώ έναν χρόνο μετά ξεκίνησε να δουλεύει μαζί με τα αδέλφια του στο ξενοδοχείο «Αχίλλειον» στο Λουτράκι. Ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στην καριέρα του, όμως, ήρθε λίγο αργότερα, όταν μεταπήδησε ως μέτοχος στις περίφημες «9 Μούσες», ένα μαγαζί που έγραψε μεγάλη ιστορία τόσο στο κέντρο της Αθήνας όσο και στον «Αστέρα» της Βουλιαγμένης.
Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό. Μέχρι που αποφάσισε πλέον να κάνει το πρώτο δικό του επιχειρηματικό βήμα και έτσι άνοιξε το γαλλικό εστιατόριο «Le Foyer» στην πλατεία Κάραβελ. Ενα εστιατόριο που έγινε καλλιτεχνικό και πολιτικό στέκι συγκεντρώνοντας κάθε βράδυ τους celebrities της εποχής.
Μέσα από τη δουλειά του συναναστράφηκε μεγιστάνες του χρήματος, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, βασιλιάδες και πρίγκιπες, μεγάλους πολιτικούς όπως ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν κατά την πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα μετά τη Μεταπολίτευση και φυσικά πρωθυπουργούς, υπουργούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές και πολλούς άλλους που έδιναν καθημερινά το «παρών» στο μαγαζί του. Τον Νοέμβριο του 1983 μέχρι και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, λάτρης της γαλλικής κουζίνας, σε μία από τις σπάνιες βραδινές εξόδους του, επισκέφτηκε το «Le Foyer» επιλέγοντας για δείπνο πουρέ με κόκκινη σάλτσα και φιλετάκια.
Ασφαλώς ο πιανίστας δεν παρέλειψε να του αφιερώσει το αγαπημένο του τραγούδι, το «Ενας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά», με το οποίο τον υποδεχόταν πάντα ο αείμνηστος Σώτος Παναγόπουλος στα κέντρα όπου τραγουδούσε. Η δραστηριότητά του στον χώρο της εστίασης περιλάμβανε και άλλα γνωστά μαγαζιά, όπως το ρωσικό εστιατόριο «Balalaika».
Το success story
Λίγα χρόνια πριν, ο Γιώργος Κουτρουλιάς είχε κάνει ένα ακόμη καθοριστικό βήμα. Το 1979 επικράτησε σε διαγωνισμό του ΕΟΤ για τον χώρο του «Ειρηνικού» στην παραλία της Βούλας, απέναντι από το Ασκληπιείο. Ενα μέρος που στα χέρια του έμελλε να αποδειχθεί χρυσάφι φέρνοντας νέα δεδομένα στην Παραλιακή και μαζί στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας.
Σε αυτό τον χώρο που σήμερα είναι εγκαταλελειμμένος, με τα ερειπωμένα κτίρια να μη θυμίζουν σε τίποτα το ένδοξο παρελθόν, επί 35 και πλέον χρόνια παρέλασαν εμβληματικά στέκια. Από το 1979 μέχρι και το 2016 σε εκείνο το μαγικό σημείο στεγάστηκαν ούτε δύο, ούτε τρία, αλλά περισσότερα από είκοσι night clubs – και όχι μόνο. Αλλωστε, ο Κουτρουλιάς είχε την ικανότητα να οσμίζεται πότε αλλάζουν οι προτιμήσεις του κοινού και δεν δίσταζε έτσι να αλλάζει αντίστοιχα χαρακτήρα στα μαγαζιά του.
Ο συγκεκριμένος χώρος, η πορεία του οποίου συνδέθηκε με την άνοδο και την πτώση της Παραλιακής, ήταν άλλωστε ιδιαίτερα προνομιακός. Από τους μεγαλύτερους της περιοχής, ακριβώς δίπλα στο κύμα και με ανεμπόδιστη θέα στο απέραντο γαλάζιο, που πολλές φορές έβρεχε κυριολεκτικά τα πόδια των θαμώνων. Ακόμη, ήταν παντός καιρού, καλοκαίρι και χειμώνα, καθότι στο μεγαλύτερο τμήμα του ήταν στεγασμένος, ενώ διέθετε και άνετο πάρκινγκ μπροστά από το εκάστοτε μαγαζί. Το μόνο θέμα ήταν ότι για να γεμίσει και να «ζεσταθεί» χρειάζονταν… κάποιες χιλιάδες κόσμο, κάτι που εκείνος το πέτυχε επί σειρά ετών.
Η αρχή έγινε το 1979 με το «Le Grand Foyer», το μεγάλο αδελφάκι του εστιατορίου της πλατείας Κάραβελ, που προσέλκυσε διαφορετικό κοινό. Από το 1989 έως το 1995 υπήρξε στον ίδιο χώρο η ντισκοτέκ «San Lorenzo», μία από τις πρώτες που άνοιξαν στην Ελλάδα και σίγουρα από τις πλέον εμβληματικές γι’ αυτό το στυλ διασκέδασης. Ακολούθησαν το «Prison», επίσης δημοφιλέστατο κλαμπ στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο «Ειρηνικός», το «Bora-Bora», αλλά και το «Mercedes», υπό την ευθύνη του Βασίλη Τσιλιχρήστου, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για τη διασκέδαση με τους ήχους και της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Με την είσοδο στη δεκαετία του ’90 ξεκίνησε ένας νέος κύκλος μαγαζιών που άφησαν ιστορία: μέχρι το 1993 τις προτιμήσεις της νεολαίας κέρδισαν το «Empire», το «Ballet», ο «Βυθός» και αμέσως μετά το «Must», που μέσα σε χρόνο-ρεκόρ έγινε… must προορισμός, το «Must-Davidoff», ενώ το 1995 έκανε πλέον την εμφάνισή του το περίφημο καλοκαιρινό «Βαρελάδικο», το κορυφαίο στέκι της εποχής των «Ελληνάδικων».
Στο «Βαρελάδικο» της Βούλας υπήρχε συρροή κόσμου όχι μόνο τα Σαββατοκύριακα, αλλά και τις καθημερινές, με εκατοντάδες άτομα να συνωθούνται για να περάσουν την πύλη προκειμένου να εισέλθουν σε έναν φανταχτερό κόσμο πολλών ντεσιμπέλ, με άφθονο ποτό και φλερτ μέχρι το ξημέρωμα. Γι’ αυτό και ήταν από τα μακροβιότερα κρατώντας για μια τριετία, μέχρι και το 1997, οπότε το διαδέχθηκαν το «Captain Hook» και το «Prime». Η είσοδος στο millennium έγινε με το «Envy» και το 2001 ήρθε το «Destijl», μέχρι το 2003. Μετά και για μια τετραετία σχεδόν, έως το 2007, λειτουργούσε το «Galea», από τα πιο mainstream και πετυχημένα μαγαζιά εκείνης της δεκαετίας. Τότε υπολογίζεται ότι συνέρρεαν σε αυτό τον ναό της διασκέδασης περισσότερα από 3.000 άτομα όχι μόνο Παρασκευή και Σάββατο, αλλά σχεδόν όλες τις ημέρες της εβδομάδας.
Ακολούθησαν το επίσης δημοφιλές «Guzel» και στη συνέχεια το «Room». Και μετά, ήρθε η κρίση. Το 2009 τα μαύρα σύννεφα ήδη σκέπαζαν την οικονομία της χώρας και μέσα σε αυτή την κατάσταση το τελευταίο νυχτερινό μαγαζί αυτού του είδους που λειτούργησε στην παραλία της Βούλας ήταν το «Kingdom», έως το 2010. Παράλληλα, στον πάνω όροφο του ακινήτου επί χρόνια λειτουργούσε ένα από τα πιο προνομιακά καταστήματα της αλυσίδας Palmie Bistro.
Το 2014 ο Κουτρουλιάς επιχείρησε να επαναφέρει στη ζωή τον «Ειρηνικό», που μετά από τρία χρόνια σιωπής άνοιξε ξανά τις πύλες του ως «Noa Bay Club». Υστερα από ριζική ανακαίνιση, το «Noa» διέθετε dance stage, τέσσερα μπαρ, prive area και cocktail bar, δηλαδή όλα τα απαραίτητα για να λειτουργήσει ως πολυχώρος διασκέδασης προσελκύοντας πολλά parties και events, πάντα βέβαια υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων.
Πόλεμος με τον δήμο
Στη συνέχεια έγιναν κάποιες σποραδικές προσπάθειες για να μετατραπεί ξανά στο hot spot της Παραλιακής, όπως το 2016 με το «Must Seaside Club», όπου τραγουδούσε ο Πάνος Κιάμος. Ωστόσο, όλα αυτά δεν κράτησαν για πολύ καθώς, εκτός των άλλων, με κινήσεις της δημοτικής αρχής του Δήμου Βάρης-Βούλας-Βουλιαγμένης σχεδόν απαγορεύτηκε η λειτουργία κέντρων στην περιοχή. Εκείνη την περίοδο η κόντρα μεταξύ του δήμου και του Κουτρουλιά έφτασε έως τα δικαστήρια. Συγκεκριμένα, ο δήμος τον Ιούνιο του 2016 προχώρησε σε σφράγιση του καταστήματος με το αιτιολογικό ότι μετά από έλεγχο των αρμόδιων αρχών διαπιστώθηκε πως η επιχείρηση δεν διέθετε τις απαιτούμενες άδειες και πιστοποιητικά.
Η εταιρεία Ειρηνικός Εκμετάλλευση Καταστημάτων Εστίασης και Κέντρων Διασκέδασης Α.Ε. υπέβαλε αίτηση αναστολής, αλλά το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά την απέρριψε, αποδεχόμενο τους ισχυρισμούς του δήμου. Ακολούθησε η έξωση της μισθώτριας εταιρείας του Κουτρουλιά, με το ακίνητο να επιστρέφει πλέον στην Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου (ΕΤΑΔ). Κάπως έτσι, έκλεισε αυτό το μεγάλο κεφάλαιο της παραλιακής, με τις πολλές χρυσές σελίδες και το πικρό φινάλε. Κάτι που έρχεται να τονίσει και η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα το εν λόγω ακίνητο. Αν και κατά πληροφορίες έχει παραχωρηθεί από την ΕΤΑΔ μέσω μίσθωσης στην οικογένεια Δασκαλαντωνάκη του ξενοδοχειακού ομίλου Grecotel, επί σειρά ετών παραμένει κλειστό και παραδομένο στη φθορά του χρόνου.
Ο Κουτρουλιάς, όμως, έχει βάλει την ανεξίτηλη σφραγίδα του όχι μόνο στην αθηναϊκή νύχτα, αλλά και στη μέρα, μέσα από την αλυσίδα Palmie BIstro, που θεωρείται η επιχειρηματική ναυαρχίδα του. Και αυτή όμως βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με ισχυρές και απειλητικές φουρτούνες.
Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του
’60 και τα πρώτα επιχειρηματικά του βήματα οραματιζόταν να δημιουργήσει έναν χώρο όπου ο καθένας θα μπορούσε να περνάει ποιοτικό και ψυχαγωγικό χρόνο με την οικογένειά του, την παρέα του ή μόνος του. Οπου κάθε εργαζόμενος θα μπορούσε να γευματίσει κοντά στον χώρο της δουλειάς του. Οπου όλοι θα μπορούσαν να απολαύσουν τον καφέ τους, ένα σνακ, γλυκό ή ποτό, ακόμη και ποιοτικό φαγητό σε προσιτή τιμή, επιτυγχάνοντας το λεγόμενο σήμερα value for money. Το 1966 τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία του πρώτου καφέ-εστιατορίου «Le Palmier» στην πλατεία Κάραβελ (απέναντι από τον χώρο που στη συνέχεια στεγάστηκε το «Le Foyer»), το οποίο έγινε το σημείο αναφοράς για τη μετέπειτα εξέλιξη, επέκταση και καταξίωση της αλυσίδας.
Εποχή «Palmie Bistro»
Με τη διορατικότητα που τον διέκρινε, κατάλαβε ότι χρειαζόταν μια καινούρια πρόταση που θα έσπαγε τα στεγανά μεταξύ του εστιατορίου, της καφετέριας, του μπαρ και του ζαχαροπλαστείου. Κάπως έτσι αποφάσισε να στήσει το «Palmie Bistro», ένα καινοτόμο, τότε, μοντέλο που θα συνδύαζε το φαγητό, τον καφέ, το γλυκό και το ποτό από το πρωί μέχρι το βράδυ, μέσα σε ωραία ατμόσφαιρα, με υψηλά ποιοτικά στάνταρ και προσιτές τιμές. Υπό αυτή την έννοια, είναι εκείνος που εισήγαγε το «all day» στην αγορά, αλλά και στις προτιμήσεις του κοινού.
Το εγχείρημα άρχισε να ριζώνει τη δεκαετία του ’80 με την αρχική επωνυμία «Le Palmier» και τα μαγαζιά να γίνονται τόπος συνάντησης «για κάθε ώρα, για κάθε μέρα, για όλη μέρα», όπως έλεγε το διαφημιστικό σλόγκαν.
Η επιτυχία ήταν τέτοια ώστε ακολούθησαν σημαντικές επενδύσεις για το άνοιγμα νέων καταστημάτων σε διάφορες περιοχές της Αττικής – και όχι μόνο. Το 1998 άνοιξε ένα πιλοτικό κατάστημα στη διασταύρωση των οδών Σόλωνος και Μασσαλίας, στο κέντρο της Αθήνας, απέναντι από τη Νομική Σχολή, όπου δοκιμάστηκε η μετεξέλιξη του concept από all day café-restaurant σε bistro. Αυτό το κατάστημα μπορεί να έκλεισε το 2010, αλλά είχε παίξει τον ρόλο του ώστε από το 2001 να υιοθετηθεί η νέα εταιρική επωνυμία Palmie Bistro. Την ίδια χρονιά άνοιξε τη Σχολή Εστιατορικών Σπουδών Palmie για να εκπαιδεύονται οι μελλοντικοί εργαζόμενοι και τα στελέχη της εταιρείας, η οποία το 2006 έγινε Palmie Academy.
Ο Κουτρουλιάς, πλαισιωμένος πλέον στη διοίκηση του ομίλου από τα παιδιά του Αλεξάνδρα και Χρήστο, ξεκίνησε μια θεαματική ανάπτυξη της αλυσίδας μέσω franchising. Στην αυγή της οικονομικής κρίσης η αλυσίδα Palmie Bistro αριθμούσε 21 καταστήματα στην Αθήνα, με παρουσία ακόμη στην περιφέρεια, όπως στο Ηράκλειο, στην Καρδίτσα, στο Λουτράκι, αλλά και εκτός συνόρων, στο Βουκουρέστι. Προτού ακόμη πέσει το σκοτάδι της ύφεσης, η οικογένεια Κουτρουλιά έβαζε στόχο να φτάσει στα 50 καταστήματα έως τα τέλη του 2015.
Αλλωστε μέχρι τότε οι επιδόσεις της αλυσίδας ήταν αξιοθαύμαστες. Το 2008 ο κύκλος εργασιών του ομίλου Palmie έφτανε στα 16 εκατ. ευρώ και το 2009 στα 15,8 εκατ. ευρώ, με τα καταστήματά του να μετρούν 2,5-3 εκατομμύρια επισκέπτες και περί τα 1,2 εκατομμύρια σερβιρισμένα γεύματα τον χρόνο. Δηλαδή, παράλληλα με το success story στην παραλία της Βούλας, έγραφε ένα αντίστοιχο και με τα «Palmie».
Δεν έμεινε όμως σε αυτά. Ηδη από το 1993, όταν εγκαινίαζε το «Palmie Bistro» στο Κεφαλάρι, σχεδίαζε να φτιάξει μια παραγωγική μονάδα προκειμένου να καθετοποιήσει τη λειτουργία του ομίλου. Πράγματι, το 2003 αγόρασε μια μεγάλη έκταση 23 στρεμμάτων στον Αυλώνα Αττικής, όπου το 2007 ξεκίνησε τη λειτουργία της η Palmie Gastronomy (Palmie Catering), η κεντρική παραγωγική μονάδα φαγητού.
Στη συνέχεια όμως η εταιρεία άρχισε να πληρώνει τις συνέπειες της κρίσης, όπως άλλωστε όλη η αγορά. Αρκετά σημεία της αλυσίδας έκλεισαν, με αποτέλεσμα σταδιακά οι κρίκοι της, εταιρικοί και franchise, να περιοριστούν στους 12, όλοι εντός Αττικής, από το Κεφαλάρι μέχρι την πλατεία Βικτωρίας, στα περισσότερα εμπορικά κέντρα (The Mall Athens, Athens Metro Mall, Avenue, River West, Village Park Ρέντη κ.ά.), αλλά και στο κέντρο, όπως στην οδό Αδριανού στην Πλάκα.
Παράλληλα, την κατηφόρα πήραν και οι οικονομικές επιδόσεις τόσο της μητρικής όσο και των θυγατρικών εταιρικών βραχιόνων. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν, όπως μέσω κάποιων νέων concepts, για παράδειγμα με το εστιατόριο «Βάρκα» με θαλασσινά στην οδό Ιοφώντος στην πλατεία Κάραβελ, η κατάσταση άρχισε να παίρνει ανησυχητική τροπή. Και κάπως έτσι, την τελευταία διετία η οικογένεια Κουτρουλιά βρέθηκε αντιμέτωπη με την περιπέτεια των πλειστηριασμών.
Η αρχή έγινε από τη μονάδα της Palmie Catering στον Αυλώνα. Ηταν μια σημαντική επένδυση η οποία, όπως προκύπτει από τα οικονομικά στοιχεία, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Ξεκίνησε την πορεία της απευθυνόμενη σε όλη την γκάμα της εστίασης (εστιατόρια, ξενοδοχεία κ.λπ.), με φιλόδοξους στόχους και παραγωγική δυνατότητα χιλιάδων μερίδων ημερησίως. Ολα αυτά, όμως, ενώ είχε ξεκινήσει η κρίση. Αν και κρατήθηκε επί σειρά ετών σε επίπεδα τζίρου από 800.000 έως 1 εκατ. ευρώ, οι περισσότερες χρήσεις ήταν ζημιογόνες. Ετσι, η συγκεκριμένη δραστηριότητα έμελλε να αποτελέσει και την αφορμή για την εμπλοκή του ομίλου με τους πλειστηριασμούς.
Τα διαδοχικά «σφυριά»
Η εν λόγω μονάδα άρχισε να βγαίνει στο σφυρί από πέρυσι τον Σεπτέμβριο μέσω δύο ξεχωριστών πλειστηριασμών. Ο ένας για οικόπεδο 8 στρεμμάτων και το συγκρότημα κτιρίων με συνολική δομημένη επιφάνεια 2.449,43 τ.μ., που περιλαμβάνουν παρασκευαστήρια, αποθήκες, ψυγεία, γραφεία διοίκησης, εστιατόριο κ.ά. Σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης, τα κτίρια είναι σε καλή κατάσταση συντήρησης και καλής ποιότητας κατασκευής. Παράλληλα, ο περιβάλλων χώρος είναι διαμορφωμένος με περιτοίχιση, ασφαλτοστρώσεις, ράμπες, παρτέρια και δενδροφυτεύσεις. Ο δεύτερος πλειστηριασμός αφορούσε όμορο ασκεπές οικόπεδο, άρτιο και οικοδομήσιμο, έκτασης 14.221,86 τ.μ.
Η αρχική τιμή πρώτης προσφοράς ήταν 1,076 εκατ. ευρώ, αλλά κατόπιν ανακοπής της εταιρείας το δικαστήριο την αύξησε στο 1,78 εκατ. ευρώ. Ακολούθησαν αναστολές και άγονοι πλειστηριασμοί με τον τελευταίο πρόσφατα, στις 22 Σεπτεμβρίου, που και αυτός ματαιώθηκε ελλείψει πλειοδοτών παρά τη μειωμένη τιμή εκκίνησης στο 1,16 εκατ. ευρώ.
Από τον Μάρτιο του 2023 όμως ήρθε ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα για τον όμιλο, καθώς άρχισε να βγαίνει στο σφυρί το κατάστημα «Palmie Bistro» στο Κεφαλάρι, ένα από τα πλέον εμβληματικά της αλυσίδας.
Συγκεκριμένα, πρόκειται για κατάστημα ισογείου, με επιφάνεια 351,50 τ.μ. στην κεντρική πλατεία του Κεφαλαρίου, στο οποίο ανήκει η αποκλειστική χρήση της εμπορικής εκμετάλλευσης έμπροσθεν χώρου, εμβαδού 407,40 τ.μ.
Επίσης, περιλαμβάνει και αποθήκη του πρώτου υπογείου που έχει επιφάνεια 351,50 τ.μ. και βρίσκεται κάτω ακριβώς από το κυρίως κατάστημα. Η οικοδομή είναι κτισμένη σε οικόπεδο εκτάσεως 2.451,75 τ.μ. επί της πλατείας και πλησίον του Αλσους Κεφαλαρίου. Σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης, ο χώρος είναι πλήρως ανακαινισμένος και σε πολύ καλή κατάσταση συντήρησης. Το ακίνητο αγοράστηκε από τον Κουτρουλιά τον Ιούνιο του 1990, ενώ έφερε αρκετές προσημειώσεις και κατασχέσεις.
Η αρχική συνολική τιμή εκκίνησης ήταν στα 2,59 εκατ. ευρώ, αλλά και εδώ κατόπιν προσφυγής το δικαστήριο την αύξησε στα 4,73 εκατ. ευρώ. Ακολούθησαν ορισμένοι άγονοι πλειστηριασμοί, μέχρι που στις 28 Ιουλίου, με την τιμή εκκίνησης να έχει μειωθεί στα 3,07 εκατ. ευρώ, το ακίνητο άλλαξε χέρια. Επεσαν έτσι οι τίτλοι τέλους για την παρουσία εκεί της Palmie Bistro επί 30 χρόνια, από το 1993.
Το εμπορικό κέντρο
Ενα ακόμη επεισόδιο στην οικονομική περιπέτεια της ευρύτερης οικογένειας Κουτρουλιά ήρθε να προστεθεί με το νέο σφυρί για μεγάλο εμπορικό ακίνητο στη Βάρκιζα, το οποίο λειτούργησε ως εμπορικό κέντρο για μία δεκαετία στο παρελθόν, αλλά τα τελευταία χρόνια παραμένει κλειστό. Ο πλειστηριασμός στρέφεται τόσο κατά του Γιώργου Κουτρουλιά όσο και κατά των αδελφών του Θωμά, Νικόλαου και Παναγιώτη και έχει προγραμματιστεί για την ερχόμενη Τετάρτη 15 Νοεμβρίου με τιμή εκκίνησης στα 2,18 εκατ. ευρώ.
Το εν λόγω ακίνητο, που από το 2020 επιχειρούνταν η πώλησή του με τίμημα 2,5 εκατ. ευρώ, βρίσκεται στην αρχή της οδού Αφροδίτης, σε απόσταση 50 μέτρων από την παραλιακή λεωφόρο της Βάρκιζας. Αναπτύσσεται σε οικόπεδο 1.000,58 τ.μ., αποτελείται από τρία επίπεδα συνολικής επιφάνειας 2.100 τ.μ. και περιλαμβάνει 33 ξεχωριστά καταστήματα. Αυτά θα πλειστηριαστούν ταυτόχρονα, με διαφορετική τιμή πρώτης προσφοράς (από 32.000 έως 140.000 ευρώ) και ιδιαίτερη για κάθε ακίνητο κατακύρωση. Το κέντρο διαθέτει ακόμη μεγάλους κοινόχρηστους χώρους, δύο ανελκυστήρες, κυλιόμενες σκάλες και στον τελευταίο όροφο γυάλινο αίθριο.
Η επόμενη μέρα
Με βάση όλα τα παραπάνω, η επόμενη μέρα για τον όμιλο που δημιούργησε ο Γιώργος Κουτρουλιάς φαντάζει νεφοσκεπής. Ωστόσο, επί τόσες δεκαετίες στην αγορά έχει αποδείξει και με το παραπάνω ότι είναι survivor. Μένει να φανεί βέβαια αν και το «Palmie», που σημαίνει «φοίνικας», θα μπορέσει να αναγεννηθεί…