Δύο σημαντικές πηγές ρευστότητας, ώστε να μπορέσει η οικονομία να ανακάμψει τον επόμενο χρόνο, εξασφάλισε η Ελλάδα, χθες, από αντίστοιχες αποφάσεις σε επίπεδο Ευρώπης: την επέκταση του έκτακτου, λόγω πανδημίας, προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (ΡΕΡΡ) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), καθώς και τον συμβιβασμό με την Πολωνία και την Ουγγαρία για να ξεμπλοκάρει το Ταμείο Ανάκαμψης.
Συνεχίζοντας να στηρίζει αφειδώς την ευρωπαϊκή οικονομία, η ΕΚΤ επεξέτεινε κατά 500 δισ. ευρώ, σε 1,850 τρισ. ευρώ, το έκτακτο πρόγραμμα της αγοράς στοιχείων ενεργητικού, ενώ παράλληλα παρέτεινε κατά εννέα μήνες, ώς το τέλος Μαρτίου 2022, τον χρονικό του ορίζοντα για καθαρές αγορές. Επιπλέον, οι επανεπενδύσεις θα συνεχιστούν τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023. Ακόμη, παρατάθηκαν ώς τον Ιούνιο του 2022 και οι ευνοϊκοί όροι (αρνητικό επιτόκιο) για τις πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης των τραπεζών (TLTRO III).
Για την Ελλάδα τα μέτρα χαλάρωσης που εφαρμόζονται από τον περασμένο Απρίλιο, επιτρέποντας στα ομόλογά της να γίνονται αποδεκτά ως εγγυήσεις, παρότι δεν βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα, θα παραταθούν επίσης ώς τον Ιούνιο του 2022. Η Κριστίν Λαγκάρντ, ωστόσο, που ρωτήθηκε χθες τι θα γίνει με τα ελληνικά ομόλογα όταν λήξει το πρόγραμμα, περιορίστηκε να απαντήσει ότι το θέμα δεν συζητήθηκε στο Συμβούλιο της Τράπεζας.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμο οικονομικό παράγοντα, με τις αποφάσεις αυτές «εξασφαλίζεται μια σίγουρη πηγή ζήτησης για ό,τι εκδώσουμε την επόμενη χρονιά». Πράγματι, η αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ είχε φτάσει στο τέλος Νοεμβρίου στα 16,3 δισ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας τις φετινές εκδόσεις ελληνικών ομολόγων, που ήταν 12 δισ. ευρώ και συμβάλλοντας καθοριστικά στις χαμηλές τους αποδόσεις. Αλλα τόσα περίπου αναμένεται να εκδοθούν από τον ΟΔΔΗΧ το 2021. Συνολικά, οι δυνητικές αγορές ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ αυξάνονται με τη χθεσινή απόφαση από περίπου 27 δισ. σε περίπου 37 δισ. ευρώ.
Για τις τράπεζες η κ. Λαγκάρντ τόνισε, χθες, ότι ο δανεισμός με αρνητικό επιτόκιο χορηγείται μόνο εφόσον αυτές αυξάνουν τον δικό τους δανεισμό προς τις επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα, πάντως, από τη διευκόλυνση αυτή επωφελείται κυρίως ένας περιορισμένος αριθμός υγιών επιχειρήσεων, των οποίων βελτιώνεται το κόστος δανεισμού, αφού οι τράπεζες είναι διστακτικές να χρηματοδοτήσουν πιο επισφαλείς εταιρείες, παίρνοντας προβλέψεις που μπορεί να επιβαρύνουν τα κεφάλαιά τους, όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές.
Πέρα από τη Φρανκφούρτη, όμως, τα καλά νέα για την Ελλάδα ήρθαν χθες και από τις Βρυξέλλες, καθώς η Σύνοδος Κορυφής επιβεβαίωσε την άρση του αδιεξόδου που είχε δημιουργηθεί με το βέτο της Πολωνίας και της Ουγγαρίας στον επταετή κοινοτικό προϋπολογισμό και άνοιξε τον δρόμο για να ξεκινήσει η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η λήξη της αβεβαιότητας, σημείωνε χθες τραπεζική πηγή, μας οδηγεί στο βασικό σενάριο της κυβέρνησης, για έναρξη των εισροών το δεύτερο εξάμηνο του επόμενου χρόνου. Το μόνο ζήτημα που μένει προς διευκρίνιση, προσέθετε, είναι τι θα γίνει με τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Πράγματι, η πρόταση της κυβέρνησης για χρησιμοποίηση των δανείων 13 δισ. ευρώ περίπου του Ταμείου Ανάκαμψης για δανειοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξασφαλίσει το 50% τουλάχιστον από τραπεζικό δανεισμό και ιδιωτικά κεφάλαια δεν έχει ακόμη «κλείσει» στις διαπραγματεύσεις. Πρόκειται για μια καινοτομία και για την ίδια την Κομισιόν, αναφέρουν οι πηγές, προσθέτοντας ότι χρειάζεται επεξεργασία, καθώς το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να ακολουθήσουν και άλλες χώρες, που δηλώνουν προς το παρόν αρνητικές στον δανεισμό. Το βασικό σημείο για την κυβέρνηση είναι να μη συνυπολογισθεί το δάνειο στο χρέος, αφού θα επιστραφεί από τις επιχειρήσεις.
Πάντως, οι ελληνικές προτάσεις έγιναν δεκτές με ικανοποίηση από τις Βρυξέλλες, όπως προέκυψε από τις δηλώσεις κοινοτικών αξιωματούχων προχθές στο συνέδριο του Economist και συγκεκριμένα του αναπληρωτή γενικού διευθυντή Οικονομικών Υποθέσεων Ντέκλαν Κοστέλο και της γενικής διευθύντριας SG Recover Σελίν Γκάουερ.
Οι προτάσεις συζητούνται σε τηλεδιασκέψεις σε επίπεδο επικεφαλής (υπουργών) και τεχνικών κλιμακίων δύο φορές την εβδομάδα. «Διατρέχουμε όλο το πρόγραμμα, κάθε υπουργός παρουσιάζει το πρόγραμμά του και στα πιο πολλά η Κομισιόν είναι θετική», σημειώνει πηγή που παρακολουθεί τις διαπραγματεύσεις. Ενα ερώτημα που έχει τεθεί αρκετές φορές είναι κατά πόσον μια μεταρρύθμιση πρέπει να ενταχθεί στο Ταμείο Ανάκαμψης, ή στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας. Επίσης, δεδομένου ότι υπάρχει υπερκάλυψη της τάξεως του 60%, είναι προφανές ότι κάποια έργα θα κοπούν.
Τα επόμενα βήματα είναι να καθοριστούν ο προϋπολογισμός (θα προσληφθεί ειδικός σύμβουλος για αυτό), το χρονοδιάγραμμα, τα ορόσημα και οι στόχοι.
Το οριστικό πρόγραμμα πρέπει να υποβληθεί ώς τις 30 Απριλίου. Ηδη, ωστόσο, κάποια έργα και προγράμματα όπως το Εξοικονομώ – Αυτονομώ και το 5G, θεωρείται δεδομένο ότι θα ενταχθούν και έχουν ξεκινήσει.