Η Ελλάδα βρίσκεται σε πρωτόγνωρο ρεκόρ: περίπου 21,9% των Ελλήνων δηλώνουν ότι το 2024, σύμφωνα με προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, δεν έλαβαν την εξέταση, θεραπεία ή φροντίδα που χρειάζονταν, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι μόλις 3,6%. Για το 2023, τα τελικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι περίπου 13% των πολιτών ανέφερε ανικανοποίητη ανάγκη σε ιατρική φροντίδα.
Ανάμεσα στους βασικούς λόγους για αυτή την εξέλιξη συγκαταλέγονται τα οικονομικά εμπόδια, η πολύμηνη αναμονή για επεμβάσεις, οι αναβληθείσες διαγνωστικές εξετάσεις και η δυσκολία πρόσβασης στην περίθαλψη σε νησιωτικές ή ορεινές περιοχές της χώρας. Ειδικότερα, οι γυναίκες εμφανίζονται να αναφέρουν συχνότερα ανικανοποίητες ανάγκες (14,5%) σε σύγκριση με τους άνδρες (10,6%), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στους ηλικιωμένους άνω των 65 ετών και στα πολύ χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Παρά την υψηλή αναλογία γιατρών, περίπου 6,6 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους, και ένα από τα πιο πυκνά δίκτυα φαρμακείων (περίπου 100 ανά 100 000 κατοίκους), η έλλειψη υποδομών στην πρωτοβάθμια φροντίδα και η ανισοκατανομή πόρων αποδεικνύονται καθοριστικές. Το αποτέλεσμα: πολίτες με σοβαρές ανάγκες που παραμένουν αποκλεισμένοι, επαναφέροντας στο προσκήνιο την απαίτηση για ριζική ανασυγκρότηση του συστήματος υγείας.


