ληθωρική και αθυρόστομη. Ασταμάτητη και πολυμήχανη. Ελεύθερο πνεύμα. Διορατική και δαιμόνια. Aσος των PR και των επενδύσεων. Γενναιόδωρη και δεσποτική. Φανατική υποστηρίκτρια της ελληνικής κοινότητας και του queer community. Δις σύζυγος και ανοιχτά gay. Μανιώδης του καπνού. Εθισμένη στον τζόγο. Στη σκιά του υπόκοσμου και στη λάμψη των αστέρων. Aγγελος και διάβολος μαζί. Oλες οι υπαρκτές αντιθέσεις κι όλα τα επίθετα του λεξικού δεν επαρκούν για να περιγράψουν αυτή την ιδιότυπη μείξη Σωτηρίας Μπέλλου και Πέγκι Γκούγκενχαϊμ. Το βέβαιο είναι πως η Ραχήλ -ή Σολομών- Σερέρο, a.k.a. Τσέλι Γουίλσον, ήταν πάνω απ΄ όλα κυρία του εαυτού της. Μια αυθεντική survivor που έζησε πολλές ζωές, όλες όπως ακριβώς ήθελε!
Η ταινία «Queen of the Deuce» (Η Βασίλισσα της Νέας Υόρκης) της σκηνοθέτριας Βάλερυ Κοντάκου, έφυγε από το 25o Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με το βραβείο της Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ). Η εγγονή της, Ντίνα, που εμφανίζεται στην ταινία, αναφέρεται με θαυμασμό στην Τσέλι Γουίλσον ως ασυνήθιστη, εκκεντρική και larger than life.
«Τη γνώριζα από μικρή, αλλά στην εφηβεία μου συνδέθηκα μαζί της. Την έβλεπα σαν μια δύναμη της φύσης. Hταν η εποχή που αναζητούσα μια δυνατή, ανεξάρτητη γυναίκα, η οποία δεν είχε ανάγκη από την επιβεβαίωση κανενός. Ο χαρακτήρας της με άγγιξε προσωπικά. Με συνεπήρε το γεγονός πως μπορούσε να κρατάει τη θέση της με τους δικούς της όρους. Hταν ένα άτομο που απέπνεε μεταδοτική δύναμη και ήταν ακαταμάχητη», λέει στο «Marie Claire» η Νεοϋορκέζα Κοντάκου, που στα 16 της είχε εργαστεί ως ταμίας σε ένα από τα σινεμά της Τσέλι. «Αποδεχόταν τους ανθρώπους όπως ήταν και ήταν πάντα περίεργη να μάθει περισσότερα γι’ αυτούς. Ισως να ήταν γεννημένη να γοητεύει. Οι ιστορίες από τα μαθητικά της χρόνια στο Γαλλικό Κολλέγιο της Θεσσαλονίκης περιγράφουν ένα άτομο που διοργάνωνε εκδηλώσεις με συμμαθητές και δημιουργούσε ομάδες», συμπληρώνει.
«Η πιο “μη-γιαγιά” που μπορεί να υπάρξει», λέει για εκείνη ο εγγονός της Ντέιβιντ Μπουρλά, που κανείς δεν τον πίστευε όταν απαντούσε πως η γιαγιά του είναι ιδιοκτήτρια των περισσότερων πορνοσινεμά της Νέας Υόρκης. Αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη επιχειρηματική δραστηριότητα της Τσέλι, ούτε και το πιο σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της. Ηταν, όμως, από τα πιο πιπεράτα.
Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή
Η Times Square της δεκαετίας του 1970 δεν είχε σχέση με ό,τι είναι σήμερα. Μπορεί η Νέα Υόρκη να θέλει να ξεχάσει εκείνη την εποχή, αλλά ταινίες όπως «Ο ταξιτζής» του Σκορσέζε φρόντισαν να μείνει για πάντα στο σελιλόιντ. Χαοτικά και επικίνδυνα τα πέριξ της πλατείας, όπως η διαβόητη 42η οδός και 8η λεωφόρος όπου βρίσκονταν οι αίθουσες της Τσέλι, αποκαλούνταν «The Deuce» (τα ντόρτια), από τις πολλές παράνομες μπαρμπουτιέρες όπου σύχναζε και η Τσέλι.
«Είχε μια γοητεία για μένα. Ηταν ένα πολύ κακόφημο μέρος της πόλης. Εμποροι ναρκωτικών, βαποράκια, πόρνες, νταβατζήδες, όλη η αφρόκρεμα! Πείτε το νοσταλγία, αλλά εγώ θα ήθελα να το ονομάσω αναγνώριση μιας κουλτούρας υπαρκτής, και όσοι από εμάς τη ζήσαμε, έστω και περιφερειακά, μας διαμόρφωσε. Η ίδια δεν ήμουν ποτέ street kid, αλλά ένιωθα πως μου ασκούσε μια έλξη επειδή σε κάποιο βαθμό εκτέθηκα σε αυτή την κουλτούρα και μπορούσα να ταυτιστώ. Φοβάσαι αυτό που δεν ξέρεις και, ακόμα χειρότερα, αυτό που δεν θέλεις να ξέρεις», εξηγεί η Κοντάκου.
Το Deuce ήταν ο τόπος όπου η Γουίλσον έστησε την αυτοκρατορία της. Η λαμπρή της πορεία είχε ξεκινήσει με την αγορά του κινηματογράφου «Cameo», συνέχισε με το «Tivoli», που μετονομάστηκε αργότερα σε «Adonis». Ακολούθησαν τα «Eros Ι», «Eros 2» και «Venus» και έπειτα τα «Lido West» και «Lido East». Ουσιαστικά το μέρος τής ανήκε.
Με τα ανθηρά οικονομικά -της παρέδιδαν την είσπραξη σε γεμάτες μέχρι επάνω σακούλες για τα ψώνια- που διέθετε θα μπορούσε να ζει ακόμα και στην 5η λεωφόρο. Αλλά η επίδειξη πλούτου δεν ήταν κάτι που ενδιέφερε την Τσέλι. Της άρεσε που ζούσε στην 8η λεωφόρο, πάνω από ένα από τα gay porn σινεμά της. Για να φτάσει κανείς στην απότομη σκάλα που οδηγούσε στο κατώφλι της, έπρεπε να διασχίσει το φουαγιέ του «Eros I».
Κάτω από τα παράθυρα της «βασίλισσας», που κανόνιζε τις μπίζνες της από τον καναπέ καπνίζοντας αρειμανίως, έδινε κι έπαιρνε το ψωνιστήρι και κάθε είδους παράνομη δραστηριότητα και κομπίνα. Γνωριζόταν με όλους τους ιθύνοντες των «ευαγών» ιδρυμάτων της περιοχής -peep booths, strip, live sex show κ.ά.- και απολάμβανε το θαυμασμό και την εκτίμησή τους. Στο διαμέρισμα-φρούριο με την υπερβολική διακόσμηση, μόνιτορ μετέδιδαν 24/7 live εικόνα από την είσοδο των σινεμά και δεν έσβηναν ούτε όταν έρχονταν να την επισκεφθούν τα παιδιά και τα εγγόνια της για τις γιορτές.
«Είχε φοβερό θράσος», καταθέτει στο φιλμ η κόρη από τον δεύτερο γάμο της Γουίλσον, Μπόντι Γουόλτερς, που διηύθυνε την εταιρεία διανομής πορνό ταινιών της μητέρας της. Ο σύζυγός της, Ντον, επίσης συνεργάτης της Τσέλι, λέει πως τίποτα δεν την ιντρίγκαρε περισσότερο από το κυνήγι της ευκαιρίας και το νταλαβέρι. Ηταν η μεγαλύτερή της απόλαυση. Μεγαλύτερη και από το πόκερ που έπαιζε κλειδαμπαρωμένη μερόνυχτα στο σπίτι της με παραγωγούς πορνό, τους πρωταγωνιστές τους και μαφιόζους, κανονίζοντας παράλληλα δουλειές. Πάντα η μόνη γυναίκα στο τραπέζι, καθόταν στην κεφαλή του. Μόνη κι αγέρωχη ανάμεσα σε καρχαρίες ποντάροντας τεράστια ποσά. Αν και η σχέση της με το οργανωμένο έγκλημα παραμένει αδιευκρίνιστη, οι επαφές της με τη μαφία ήταν αναπόφευκτες, αφού εμπλέκονταν στη βιομηχανία του πορνό και πρόσφερε προστασία στις επιχειρήσεις του Deuce.
«Ηξερε τι έκανε. Ηταν αδύνατον να της αρνηθείς οτιδήποτε», θυμάται ο Κοσμάς Σκλήφας που έκανε θελήματα για εκείνη. «Πρέπει να γίνει τώρα!» και «Σκάσε! Θα σε πληρώσω» διέταζε με τη βαριά, βραχνή φωνή της. Και πλήρωνε πάντα! Είτε τον έστελνε να της φέρει τσιγάρα με τις κούτες, είτε να ανέβει στο διαμέρισμα απλά για να την ακούσει να βρίζει άγνωστα σε εκείνον πρόσωπα. Για κάθε τέτοια μισάωρη εκτόνωση ο Κοσμάς έπαιρνε ένα κατοσταδόλαρο. Επειτα τον «ξεπροβόδιζε» διαολοστέλνοντάς στα ελληνικά – χωρίς να το εννοεί πραγματικά. Αυτό ήταν το στυλ της. Εκρηκτικά εκδηλωτική, απολάμβανε τα ξεσπάσματά της. Κι όμως, χαμογελούσε σπάνια. Και ποτέ δεν μιλούσε για το παρελθόν!
Κάποτε στη Θεσσαλονίκη
Γεννημένη στις 25 Δεκεμβρίου του 1908 στη Θεσσαλονίκη, με ρίζες από την Ισπανία, όπως όλοι οι σεφαραδίτες Εβραίοι, η Ραχήλ Σερέρο δυσφορούσε με τα ήθη της αυστηρής κοινότητας. Ηταν τέτοιο αγοροκόριτσο, που στο σπίτι τη φώναζαν Σολομών. Μάθαινε βιολί, της άρεσε να βλέπει θέατρο, έγινε πρόεδρος της θεατρικής λέσχης και σκόπευε να σπουδάσει Ιατρική. Από σεβασμό στον πατέρας της, Νταβίκο, παντρεύτηκε τον Μωυσή Μπουρλά, ο οποίος του ζήτησε το χέρι της. Τον αποστρεφόταν από το πρώτο λεπτό. Την ημέρα του αρραβώνα, στην απόπειρά του να τη φιλήσει, ο γαμπρός κατέληξε καταγραντζουνισμένος. Αφού έκαναν ένα αγόρι, τον Ντίνο (Ντάνιελ), η Ραχήλ έφυγε για το Παρίσι, αλλά ο Μπουρλά δεν της έδωσε το παιδί.
Επέστρεψε όταν έλαβε ένα γράμμα, στο οποίο ο Νταβίκο της έγραφε πως ήταν πολύ άρρωστος. Την υποχρέωσε να γυρίσει στον άνδρα της και καρπός της αναγκαστικής επανασύνδεσης ήταν η κόρη της, Πολέτ. Στην Αθήνα πλέον, μόλις γεννήθηκε το μωρό, πέταξε έξω τον Μωυσή. «Είχα το δικό μου μαγαζί “Αρκτος”. Εφτιαχνα ψυγεία, θερμάστρες, απ’ όλα. Εβγαζα πολλά λεφτά.», ακούγεται να λέει σε μια ιδιωτική ηχογράφηση που συμπεριλαμβάνεται στο ντοκιμαντέρ. Πήραν «γκετ» (το εβραϊκό διαζύγιο) με τη συμφωνία να μείνει ο Ντίνο με τον πατέρα του και το μωρό με την Τσέλι. Ομως, η νεαρή επιχειρηματίας αναγνώριζε στον εαυτό της πως δεν έκανε για μητέρα. («Κάτι θα γίνω, μητέρα όμως όχι»). Η γραμματέας της, Ελλη, πρότεινε να πάρει στο πατρικό της την Πολέτ για να τη μεγαλώσει η μητέρα της, Ιουλία. Ετσι κι έγινε.
Με την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία το 1939, η Ραχήλ βρίσκει την οικογένεια Σερέρο στη Θεσσαλονίκη και προειδοποιεί για το κακό που ερχόταν. «Μπορώ να σας βγάλω διαβατήρια για την Αμερική γιατί ο δήμαρχος της Αθήνας, ο Κοτζιάς, είναι φίλος μου», διηγείται στην ηχογράφηση. «Είπαν: “Τι; Τρελάθηκες, Σολομών Σερέρο; Τόσο χρυσάφι έχουμε εδώ. Τόση περιουσία. Θα τα αφήσουμε όλα και θα φύγουμε; Θα κάνουμε δουλειές με τους Γερμανούς». Καθώς δεν εμπιστευόταν κανέναν τους, έδωσε στη μαμά Ιουλία εντολή να μη δώσει την 4χρονη Πολέτ στους Σερέρο για κανέναν λόγο ώσπου να την ειδοποιήσει η ίδια. Αυτό και την έσωσε από το Ολοκαύτωμα. Τον Δεκέμβριο του 1939 αποχαιρέτησε την κόρη της με το δαχτυλίδι που φορούσε στο μικρό της δάχτυλο και την υπόσχεση πως θα επέστρεφε για να την πάρει. Εφυγε στα 31 της για τη Νέα Υόρκη με ένα εισιτήριο 3ης θέσης και 5 δολάρια στην τσέπη με το υπερωκεάνιο «Νέα Ελλάς».
Ηταν το τελευταίο πλοίο που αναχώρησε για την Αμερική από τον Πειραιά προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Η αδελφή και ο αδελφός της, που μάταια αποπειράθηκε να πάρει την Πολέτ από την Ιουλία, χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα μαζί με το 95% των Εβραίων της Σαλονίκης. Η Τσέλι δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτούς. Λες και η οικογένειά της δεν είχε υπάρξει. Ούτε ξαναπήγε στη Θεσσαλονίκη. Το ότι δεν κατάφερε τότε να τους μεταπείσει, ήταν ένα βάρος που θα κουβαλούσε σε όλη της τη ζωή. Το σύνδρομο του επιζώντα. Η οικογένεια που δημιούργησε στην Αμερική δεν είχε ιδέα για την εβραϊκή καταγωγή της. Γιόρταζε τα Χριστούγεννα, και τα δύο παιδιά που απέκτησαν με τον δεύτερο σύζυγό της, Ρεξ Γουίλσον, πήγαιναν σε χριστιανικό σχολείο. Η Μπόντι έμαθε πως είχε αδελφή όταν η Τσέλι, ύστερα από 8 χρόνια, κατάφερε να φέρει στις ΗΠΑ την Πολέτ και, δωροδοκώντας τους πάντες, τον Ντάνιελ από την Παλαιστίνη, όπου είχε καταταγεί στον ισραηλινό στρατό.
Στη γη της ελευθερίας
Πριν καν φτάσει το ατμόπλοιο στο νησί Ελις, η Τσέλι είχε κιόλας δικτυωθεί! Πολύ σύντομα βρέθηκε με καντίνα χοτ-ντογκ, ξεπληρώνοντας με το μήνα τα 6.000 δολάρια που κόστιζε η επιχείρηση. Το 1941, με τα τραγικά νέα της Κατοχής και της πείνας στην Αθήνα, είχε την ιδέα να αγοράζει φιλμ με επίκαιρα και πολιτιστικά από την Ελλάδα και να τα μοντάρει στην ταινία «Greece on the March».
Με τα έσοδα σκόπευε στην οικονομική ενίσχυση των πολεμικών επιχειρήσεων των Ελλήνων ενάντια στους Γερμανούς. Την προβολή ανέλαβε ο τεχνικός Ρεξ Γουίλσον, που ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την Τσέλι, η οποία ακόμα δεν μιλούσε αγγλικά. Παντρεύτηκαν χωρίς να επικοινωνούν σε κοινή γλώσσα! Το επιχειρηματικό της δαιμόνιο ενεργοποιήθηκε αμέσως. Αρχισε να φέρνει στη Νέα Υόρκη ελληνικές ταινίες, όπως η κωμωδία «Στις 9 του μακαρίτη» με τις αδελφές Καλουτά. Η Τσέλι ήθελε να πραγματοποιήσει το Αμερικάνικο Ονειρο.
Μάζευε στο σπίτι της διάφορους που έφταναν από την Ελλάδα και φρόντιζε για να βρουν χαρτιά. Υποστήριζε τους Ελληνες με όποιον τρόπο μπορούσε. Το 1960 χρηματοδότησε το σπονδυλωτό φιλμ του Νίκου Κούνδουρου «Το ποτάμι» σε σενάριο των Καμπανέλλη – Περιγιάλη και μουσική Χατζιδάκι. Τα Σαββατοκύριακα όλη η Αστόρια και το Κουίνς πήγαιναν στο «Cameo» και στο «Tivoli» για να δουν τα αστέρια του ελληνικού κινηματογράφου στο πανί. Αλλά δεν έβγαζε αρκετά. Ωσπου κάποιος την παρότρυνε να γυρίσει το ρεπερτόριο των αιθουσών της σε ερωτικού περιεχομένου. Από το καλοκαίρι του 1965 το χρήμα άρχισε να ρέει άφθονο!
Υποστήριζε τους Ελληνες με όποιον τρόπο μπορούσε. Το 1960 χρηματοδότησε το σπονδυλωτό φιλμ του Νίκου Κούνδουρου «Το ποτάμι» σε σενάριο των Καμπανέλλη – Περιγιάλη και μουσική Χατζιδάκι.
Στα τέλη των 60s η Τσέλι εγκαινιάζει νέα επιχείρηση: εστιατόριο. Στην πραγματικότητα το «Mykonos» δημιουργήθηκε για να έχει έναν χώρο να τραγουδάει η ερωμένη της, Νόνη Κανταράκη. Με ντεκόρ τοιχογραφίες του Βασίλη Φωτόπουλου που είχε κερδίσει Οσκαρ για τον «Ζορμπά», εξαιρετικό φαγητό, μπουζούκια, χορό της κοιλιάς και ζεϊμπεκιές μέχρι τα ξημερώματα, το σουξέ του ήταν τεράστιο! Στο «Mykonos» γλεντούσαν οι πάντες, από τη θαμώνα Σίρλεϊ Μακλέιν, τον Γιουλ Μπρίνερ και τη Μελίνα Μερκούρη μέχρι τον Ωνάση με την Τζάκι και τον Μπόμπι Κένεντι.
Δεν το δήλωσε ευθέως ποτέ, αλλά στην ουσία η Τσέλι ήταν ανοιχτά gay. Δεν το έκρυψε, ούτε ποτέ προσποιήθηκε. Συμπεριφερόταν φυσικά και πολλοί φίλοι της ήταν ομοφυλόφιλοι. Η Νόνη και η Εύα, λυρική τραγουδίστρια από την Ελλάδα, ζούσαν μαζί της. Οι στενές της φίλες, Μάχη και Αντζελα, επίσης. Ηταν όλες λεσβίες. «Η μητέρα μου δεν απολογούνταν ποτέ για το ποια ήταν ή το τι έκανε. Ποτέ!» σχολιάζει στο ντοκιμαντέρ η Μπόντι.
The End!
Ηδη από τη χρυσή δεκαετία του ’70 είχαν ξεκίνησαν οι διώξεις και οι συλλήψεις παραγωγών και διανομέων για πορνογραφία. Η Τσέλι, που είχε γυρίσει 7 soft porn φιλμ και δεν ήθελε μπλεξίματα με το FBI, περιορίστηκε στη διανομή και την προβολή. Με τη σταδιακή επικράτηση της βιντεοκασέτας στα 80s το πράγμα άρχισε να φθίνει. Στα 90s ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ρούντολφ Τζουλιάνι, άρχισε την εκκαθάριση του Deuce βάζοντας λουκέτο στα πορνοσινεμά και τις ανάλογες επιχειρήσεις, αλλά η Τσέλι δεν πτοήθηκε. Είχε ήδη επενδύσει σε ακίνητα.
«Η Τσέλι θα είχε προσαρμοστεί σε οποιαδήποτε εποχή και θα τα είχε καταφέρει θαυμάσια οποτεδήποτε, οπουδήποτε. Αυτό ήταν το χάρισμά της. Ηξερε να επιβιώνει και να ευημερεί», βεβαιώνει η Βάλερυ Κοντάκου.
«Ηταν άνθρωπος που δεν σήκωνε πολλά πολλά και ανοησίες. Μια ποιότητα που εκτιμάται στους άνδρες, αλλά όταν τη διαθέτει μια γυναίκα θεωρείται bitch. Δεν λέω ότι ήταν άγγελος, ελάχιστοι άνθρωποι είναι. Ομως υποστήριξε την queer κοινότητα χωρίς να την κρίνει. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Αν εκμεταλλεύτηκε κόσμο; Ναι. Αλλά τους φερόταν με σεβασμό», συμπληρώνει.
Το 1994, ύστερα από απανωτές καρδιακές προσβολές η καρδιά της Τσέλι σταμάτησε στα 86 της. Είχε αφήσει στις κόρες της σαφείς εντολές για το τραπέζι της κηδείας της, από το ελληνικό μενού μέχρι το περιεχόμενο των προπόσεων στη μνήμη της.
Το φθινόπωρο του 1997 η Μπόντι πούλησε και την τελευταία αίθουσα προβολής. The End; Οχι ακριβώς!