Η φθίνουσα παραγωγή γάλακτος στη χώρα και παράλληλα οι ανάγκες των μεγάλων βιομηχανιών για εξαγωγές -και όχι μόνο- πυροδοτούν μια μεγάλη μάχη για τον έλεγχο της πρώτης ύλης. Μια μάχη που πλέον φέρνει αλλαγές στην οργάνωση αλλά και τη γεωγραφία της αγοράς, ωθώντας σε νέα deals ή αναγκάζοντας τις ίδιες τις βιομηχανίες να επενδύσουν και στην πρωτογενή παραγωγή λειτουργώντας φάρμες απ’ όπου και θα προσπαθήσουν να καλύψουν μέρος των αναγκών τους. Και αυτό καθώς ούτως ή άλλως η πρωτογενής παραγωγή αρχίζει να συγκεντρώνεται, μια και η νέα γενιά κτηνοτρόφων είναι ιδιαίτερα μικρή σε σχέση με τις προηγούμενες και ο αριθμός των παραγωγών βαίνει διαρκώς μειούμενος.
Παράγοντας της αγοράς εξηγούσε στο «business stories» ότι η πρόσφατη καταρχήν συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του ομίλου Ελληνικά Γαλακτοκομεία των αδερφών Σαράντη και του fund CVC για την εξαγορά της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη είναι χαρακτηριστική των τάσεων που πλέον αναπτύσσονται, ιδίως καθώς πολλές ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες έχουν βρει… χρυσό στις εξαγωγές κυρίως φέτας και γιαουρτιού, που ούτως ή άλλως γίνονται με σαφή μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους απ’ ό,τι οι εγχώριες πωλήσεις και ως εκ τούτου οι ανάγκες σε πρώτη ύλη αυξάνονται σημαντικά.
Αυτό γίνεται πιεστικό στην περίπτωση που η παραγωγή είναι συγκεκριμένη, όπως του αιγοπρόβειου γάλακτος που είναι και βάση για τη φέτα ως ΠΟΠ, οπότε και δεν τίθεται καν ζήτημα εναλλακτικής πηγής μέσω εισαγωγών, κυρίως από γειτονικές χώρες, όπου λίγο ή πολύ έχουν επεκταθεί οι ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα πάλι αυτό των αδερφών Σαράντη, οι οποίοι πλέον έχουν ηγετική θέση στις αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Η ΔΕΛΤΑ
Πέραν όμως της Δωδώνης, η μάχη για την προμήθεια και τον έλεγχο του γάλακτος ίσως επισφραγίσει και την τύχη του πάλαι ποτέ Νο1 παίκτη του κλάδου, της ΔΕΛΤΑ. Και τούτο διότι ο νυν ιδιοκτήτης, η CVC, έχει βάλει πωλητήριο, με ασφαλείς πληροφορίες να αναφέρουν πως έχει συγκεντρώσει ενδιαφέρον από άλλους παίκτες του κλάδου, ωστόσο το αντίτιμο θα κρίνει τη συγκεκριμένη μάχη, με τις ίδιες πληροφορίες να αναφέρουν πως το αμερικανικό fund έχει βάλει στόχο για την πώληση περίπου 13-15 φορές τα EBITDA, ήτοι κάπου στα 300 εκατ. ευρώ!
Η μάχη για την πρώτη ύλη, πάντως, πιέζει πλέον αρκετές εταιρείες να κινηθούν και στην κατεύθυνση της καθετοποιημένης παραγωγής, ξεκινώντας από την ίδια την παραγωγή της πρώτης ύλης.
Η Εβροφάρμα
Γαλακτοβιομηχανίες όπως η Εβροφάρμα ήδη τα τελευταία χρόνια αυξάνουν τις επενδύσεις τους σε φάρμες. Η εισηγμένη στο Χ.Α. εταιρεία με έδρα το Διδυμότειχο, που αποτελεί και στρατηγικό εταίρο της Lidl Ελλάς παράγοντας κωδικούς της σειράς ΓΑΛΠΟ, λειτουργεί λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αλεξανδρούπολη, στο χωριό Μέστη, τη φάρμα Campus με αγελάδες γαλακτοπαραγωγής. Επίσης διατηρεί και μία φάρμα σταβλισμένων αιγών στο Ασημένιο.
Ο όμιλος Βενέτη

Βέβαια δεν είναι μόνο οι γαλακτοβιομηχανίες που κινούνται στην κατεύθυνση διασφάλισης του γάλακτος ως πρώτη ύλη, αλλά και βιομηχανίες τροφίμων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί ο όμιλος Βενέτη, ο οποίος μετά την εξαγορά της εταιρείας Παγωτά Δωδώνη είναι προ των πυλών να εξαγοράσει και μια φάρμα με αγελάδες γαλακτοπαραγωγής στη Βοιωτία. Οπως εξηγεί στο «b.s.» ο βασικός μέτοχος και πρόεδρος του ομίλου Παναγιώτης Μονεμβασιώτης, η φάρμα θα διασφαλίσει ποιοτική πρώτη ύλη τόσο για τις ανάγκες της Παγωτά Δωδώνη όσο και για τα γαλακτοκομικά προϊόντα που θέλει να εντάξει ο όμιλος στο χαρτοφυλάκιό του, καθώς αναπτύσσει κι ένα μοντέλο γαλακτοπωλείου.
Ο ίδιος μιλά για μια μεγάλη μάχη που θα έρθει σε λίγα χρόνια αναφορικά με τη διατροφή. «Επειτα από διαδοχικές κρίσεις εδώ και μία 20ετία νομίζω ότι πια προετοιμάζεται το έδαφος και για μια επισιτιστική κρίση που θα ευνοήσει συνθετικά προϊόντα, χημικά ή ψεύτικα κρέατα κ.ο.κ. Ηδη νομοθετικά η Ευρώπη ανοίγει αυτή την πόρτα. Καθότι εκτιμώ λοιπόν ότι τα κανονικά τρόφιμα θα είναι σε έλλειψη, αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να προστατεύσουμε τα προϊόντα μας, να προστατευτούμε και οι ίδιοι. Οπότε η επένδυση αυτή μπορεί να μας διασφαλίσει πρώτη ύλη ποιοτική, την οποία και θα ελέγχουμε».
Σε φθίνουσα πορεία η αιγοπροβατοτροφία
Τα τελευταία χρόνια, ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα ο κλάδος της αιγο-προβατοτροφίας, εμφανίζεται να συρρικνώνεται τόσο σε αριθμό παραγωγών όσο και σε ποσότητες παραγόμενου γάλακτος.
Οι αιτίες που έχουν οδηγήσει εκεί τους Ελληνες κτηνοτρόφους είναι διάφορες, όπως η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, η μη ύπαρξη διάδοχης κατάστασης, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, αλλά ο σημαντικότερος όλων είναι η χρήση εισαγόμενου γάλακτος για την παραγωγή ΠΟΠ προϊόντων και κυρίως φέτας, που αποτελεί τον εθνικό μας θησαυρό, καθώς απορροφά και τους μεγαλύτερους όγκους παραγόμενου γάλακτος. Σε ό,τι αφορά τη μείωση του αριθμού κτηνοτρόφων που εντοπίζεται, πιθανόν οφείλεται και σε αύξηση του μεγέθους των εκμεταλλεύσεων λόγω οικονομιών κλίμακος, καθώς οι μικρότερες μονάδες δεν είναι οικονομικά βιώσιμες.
Σύμφωνα με τα τελευταία ετήσια στοιχεία από τον ΕΛΓΟ «Δήμητρα»:
– Η παραδοθείσα ποσότητα πρόβειου γάλακτος το 2024 διαμορφώθηκε στους 728.343 τόνους, ελαφρώς μειωμένη σε σχέση με τους 732.382 τόνους του 2023. Ο δε αριθμός των παραγωγών μειώθηκε σε 38.668, από 40.231 ένα χρόνο πριν. Σημειώνεται ότι ο αριθμός αυτός αποτελεί το χαμηλότερο της τελευταίας δεκαετίας, ενώ αποτυπώνει μια σταδιακή αποχώρηση μικρών παραγωγών, λόγω κόστους, ηλικίας ή απουσίας διαδοχής.
– Η παραδοθείσα ποσότητα γίδινου γάλακτος ανήλθε στους 155.674 τόνους, παρουσιάζοντας μικρή κάμψη έναντι των 160.171 τόνων του 2023. Ιδια τάση καταγράφεται και στον αριθμό των παραγωγών: 12.625 το 2024 έναντι 12.954 το 2023. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία, διαπιστώνεται ότι υπάρχει μια συγκέντρωση του κλάδου σε λιγότερους παραγωγούς, ο αριθμός των οποίων μειώθηκε κατά 17% σε σύγκριση με το 2015, ενώ η παραγωγή αυξήθηκε κατά περίπου 20% στο ίδιο διάστημα. Το 2024 οι παραγωγοί γίδινου γάλακτος ήταν 12.625, όταν το 2015 έφταναν τους 15.174.
– Η συνολική παραδοθείσα ποσότητα αγελαδινού γάλακτος ανήλθε σε 638.865 τόνους (εκ των οποίων οι 18.293 τόνοι ήταν βιολογικό γάλα), ελαφρώς αυξημένη από τους 636.580 τόνους του 2023. Πρόκειται για σταθερή εικόνα σε αντίθεση με τη μεταβλητότητα άλλων κατηγοριών, γεγονός που αντανακλά μια πιο βιομηχανοποιημένη και συγκεντρωμένη παραγωγική βάση. Το 2024 οι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος μειώθηκαν στους 1.878 από τους 1.994 που ήταν το 2023 και αρκετά χαμηλότερα από τους 3.253 του 2015.