Η ανατολίτικη τακτική της Τουρκίας συνεχίζεται, τάζοντας καθρεφτάκια στους «ιθαγενείς συμμάχους του ΝΑΤΟ» και από την άλλη επιμένοντας στον δρόμο του σφιχτού εναγκαλισμού με την Ρωσία.
Το τι επιζητά η κάθε χώρα προσερχόμενη σε αυτήν την αμφιλεγόμενη εταιρική σχέση κινείται σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος.
Όπως έχουμε επισημάνει και σε παλαιότεροι άρθρο του enikos.gr, η Ρωσία εκμεταλλεύεται τις όψιμες νεοοθωμανικές τάσεις της γείτονος, που την καθιστούν ένα διαρκές αγκάθι στα πλευρά τόσο της Ευρώπης όσο και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και στοχεύει (γιατί όχι) να την αποσπάσει από την «αγκαλιά της», δημιουργώντας ακόμη έναν πονοκέφαλο στην ευαίσθητη γεωπολιτικά περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Το τελευταίο αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, με το οποίο και η ίδια η Τουρκία φαίνεται να φλερτάρει έντονα με τις πράξεις της, συντηρώντας το ξεκάθαρα αντιδυτικό αφήγημα που έχει εσχάτως υιοθετήσει η ισλαμική τουρκική κυβέρνηση.
Άλλωστε ο αφορισμός οποιασδήποτε δυτικής ή ξενόφερτης κουλτούρας είναι αυτό που προβάλλει ως βασική προϋπόθεση η ευόδωση της κυβερνητικής συνεργασίας του AKP με τους ακροδεξιούς του Μπαχτσελί (MHP). Με αυτόν τον τρόπο ο Ερντογάν και οι πέριξ αυτού κατάφεραν να παραμείνουν αγκιστρωμένοι στον θώκο της εξουσίας και να συνασπίσουν γύρω από αυτήν την ανίερη συμμαχία των άκρων, ότι πιο αναχρονιστικό και εθνικιστικό έχει να επιδείξει η Τουρκία.
Η Τουρκία βεβαίως, όπως επισημαίνεται και στις επίσημες δηλώσεις των αξιωματούχων της, δεν θέλει να απεμπολήσει πλήρως τη θέση της στο ΝΑΤΟ, επιθυμώντας για τον εαυτό της μια ειδική και προνομιακή σχέση που θα της επιτρέπει να είναι ενεργό μέλος της Συμμαχίας, αλλά ταυτόχρονα να συνδιαλλάσσεται και να συνάπτει συμφωνίες με τους αντιπάλους της. Επωφελούμενη από την πολιτική της ελευθερίας των κινήσεων (laissez-faire) που της παρείχε η προηγούμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ, η Τουρκία προσπάθησε να καρπωθεί γεωπολιτικά τα κενά εξουσίας που δημιούργησε αυτή η πολιτική, προκειμένου να αναβαθμίσει το γεωστρατηγικό ειδικό της βάρος.
Όντας, όμως, δέσμια της ενεργειακής της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες και το φυσικό αέριο, μεγάλο μέρος του οποίου εξασφαλίζεται από την Ρωσία, και η ίδια συνειδητοποιεί ότι οι αναθεωρητικές της βλέψεις δεν μπορούν να φτάσουν μακριά, ιδιαίτερα όταν την φέρνουν αντιμέτωπη τόσο με το γεωπολιτικό της περίγυρο, όσο και με τις παραδοσιακές δυτικές δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία. Προσεγγίζοντας λοιπόν τη Ρωσία και συμπλέοντας μαζί της έστω και πρόσκαιρα, η Τουρκία φιλοδοξεί να αποσπάσει την απαραίτητη τεχνογνωσία στην πυρηνική τεχνολογία που θα την καταστήσει ενεργειακά αυτόνομη και θα της προσδώσει τα εχέγγυα να εφαρμόσει την επιθετική και στρατιωτικοποιημένη εξωτερική της πολιτική με ακόμα πιο αυξημένες φιλοδοξίες.
Οι συμμαχίες άλλωστε που επιδιώκει η Τουρκία ξεχωρίζουν τόσο για τον πρόσκαιρο χαρακτήρα τους όσο και για τους αναθεωρητικούς απώτερους σκοπούς της.
Η Τουρκάλα υποναύαρχος
Το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο της Τουρκίας επέλεξε μια γυναίκα αξιωματικό του ναυτικού για προαγωγή σε υποναύαρχο. Η πλοίαρχος Gökçen Fırat είναι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία του τουρκικού ναυτικού που προήχθη στον βαθμό.
«Η προαγωγή στο ναυαρχείο είναι ένα από τα υψηλότερα επιτεύγματα για κάθε αξιωματικό του ναυτικού στην καριέρα του», είπε η Fırat σχετικά με τα νέα της προαγωγής της. «Είμαι πολύ χαρούμενη που πετυχαίνω αυτόν τον στόχο», σύμφωνα με το σχετικό δελτίο τύπου του ΝΑΤΟ.
Η Fırat υπηρετεί επί του παρόντος στη Συμμαχική Ναυτική Διοίκηση του NATO (MARCOM) στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου είναι η Βοηθός Αρχηγός Επιτελείου Επιχειρήσεων. Η θέση της χαρακτηρίζεται από το γραφείο τύπου του ΝΑΤΟ ως κρίσιμη για την επιτυχία των θαλάσσιων επιχειρήσεων και ασκήσεων σε όλη τη Συμμαχία, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής τεσσάρων μόνιμων ναυτικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ σε μεγάλες πολυεθνικές αποστολές.
Ωστόσο, το ΝΑΤΟ και δη ο γγ Γενς Στόλτενμπεργκ δεν κάνει την παραμικρή αναφορά για την παραβίαση του εμπάργκο από την Τουρκία με την Ρωσία.
Γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη το 1977, η Fırat ξεκίνησε τη ναυτική της σταδιοδρομία το 1998, υπηρετώντας αρχικά ως Αξιωματικός Υποβρυχίων Όπλων και Αξιωματικός Αντιυποβρυχιακού Πολέμου στην τουρκική φρεγάτα TCG Yavuz. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε σε ένα εκπαιδευτικό σκάφος Ε-2 όπου έγινε η πρώτη γυναίκα διοικητής στο τουρκικό ναυτικό.
Αργότερα υπηρέτησε στο Αρχηγείο Μάχης του Τουρκικού Στόλου, στο Αρχηγείο Τουρκικών Ναυτικών Δυνάμεων, στο Αρχηγείο Γενικού Επιτελείου της Τουρκίας και στο Αρχηγείο του Υπουργείου Άμυνας, προτού αποφοιτήσει από το Ναυτικό Επιτελείο το 2018 και το Κολέγιο Επιτελείου και Διοίκησης το 2019.
Η Fırat υπηρέτησε στο Κοινό Κέντρο Πολέμου του ΝΑΤΟ στη Νορβηγία, πριν μετακομίσει στη MARCOM το 2022.
«Κάθε εργασία και ανάρτηση ήταν μια καλή ευκαιρία να αυξήσω την εμπειρία μου και να αναπτύξω το όραμά μου για το μέλλον. Το ότι διορίστηκα ως η πρώτη γυναίκα Διοικητής ενός πλοίου στο Τουρκικό Ναυτικό με ενθάρρυνε επίσης και όξυνε το όραμά μου για να πετύχω τους στόχους μου», είπε η Fırat.
Όπως αναφέρει το ΝΑΤΟ στο σχετικό δελτίο τύπου, οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν μακρά ιστορία στη στρατολόγηση γυναικών. Το 1955, οι πρώτες γυναίκες δόκιμοι έγιναν δεκτές και στις τρεις ακαδημίες του Στρατού, του Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας. Το 1959 αποφοίτησαν οι πρώτες μαθήτριες από τη Ναυτική Ακαδημία. Σήμερα, οι γυναίκες έχουν πάρει τη θέση τους στον στρατό όπου εκπληρώνουν σημαντικά καθήκοντα και ρόλους εδώ και πολλά χρόνια.
«Πιστεύω ότι ο αριθμός των γυναικών ναυάρχων και στρατηγών θα αυξηθεί για να υπηρετήσουν το έθνος και τις δυνάμεις μας με διακεκριμένη τιμή και τα υψηλότερα επίπεδα αφοσίωσης και πίστης», δήλωσε η Fırat.
Η MARCOM έχει την εξουσιοδότηση να ηγείται ισχυρών ναυτιλιακών επιχειρήσεων σε όλο το θέατρο επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ. Είναι ο κεντρικός κόμβος για τις θαλάσσιες επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ, διαδραματίζοντας βασικό ρόλο στην αποτρεπτική στάση της Συμμαχίας στη θάλασσα, διοικώντας τη θαλάσσια παρουσία του ΝΑΤΟ, συντονίζοντας τα θαλάσσια μέσα των Συμμάχων και επεκτείνοντας την ευελιξία και τη χρηστικότητα των Μόνιμων Ναυτικών Δυνάμεων.