
«Οταν κάτι δεν πωλείται, δεν πρέπει να παράγεται». Ο βασικός αυτός κανόνας της οικονομίας δεν ισχύει στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας. Η πράσινη παραγωγή των ΑΠΕ δεν έλαβε υπόψη της την παράμετρο ζήτηση, αφού οι στόχοι της ενεργειακής μετάβασης της διασφάλισαν εγγυημένη πώληση και εγγυημένη τιμή. Κάπως έτσι υπερκαλύψαμε ως χώρα τους ευρωπαϊκούς στόχους έχοντας εγκαταστήσει μέχρι σήμερα 16.000 μεγαβάτ ΑΠΕ, όταν η ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια δεν ξεπερνάει τις ώρες αιχμής τις 11.000 μεγαβάτ, ενώ έργα επιπλέον ισχύος 15.000 μεγαβάτ έχουν λάβει από τον ΑΔΜΗΕ όρους σύνδεσης με το δίκτυο και κάθε μήνα υποβάλλονται αιτήσεις για νέα ισχύ 1.000 μεγαβάτ.

Οι «αρρυθμίες»
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, η σημαντική αυτή απόκλιση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης ευθύνεται για τις πολλαπλές «αρρυθμίες» του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας, που δεν διαθέτει επί του παρόντος συστήματα αποθήκευσης και θα πρέπει να βρίσκει τρόπους να ισορροπεί για να μην καταρρεύσει και προκαλέσει γενική συσκότιση. Η ευστάθεια του συστήματος, πέρα από το ότι απαιτεί από τον ΑΔΜΗΕ μια ταχυδακτυλουργική διαχείριση ανά δεκαπεντάλεπτο σε περιόδους χαμηλής ζήτησης, όπως αυτή που διανύουμε, προσθέτει κόστη για τους καταναλωτές που ροκανίζουν τις φθηνές τιμές των ΑΠΕ και παράλληλα δημιουργεί έδαφος για υπερκέρδη από τους συμμετέχοντες στην αγορά. Αυτό, σε συνδυασμό με σειρά στρεβλώσεων, εκτοξεύει το ενεργειακό κόστος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Ο κωδικός ΛΠ3
Τα κόστη που προκύπτουν για την ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος έχουν τον κωδικό ΛΠ3. Το ποσό του ΛΠ3, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε η Grant Thornton για λογαριασμό της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ) και παρουσίασε η «Κ», το 2024 (Ιανουάριος – Νοέμβριος) αυξήθηκε κατά 31,6% έναντι του 2023 και διαμορφώθηκε στα 395 εκατ. ευρώ, από 300 εκατ. ευρώ το 2023 (11μηνο). Το ίδιο διάστημα η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αυξήθηκε μόλις 3,3%, στις 37,5 TWh, από 36,3 TWh.
Για την υψηλή τάση, τις ενεργοβόρες δηλαδή βιομηχανίες που είναι εκτεθειμένες στον διεθνή ανταγωνισμό, η επιβάρυνση αυτή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Το 11μηνο του 2024 ο ΛΠ3 έφτασε στα 64,6 εκατ. ευρώ έναντι 47,2 εκατ. ευρώ το 11μηνο του 2023 (αύξηση 37%), με την κατανάλωση το ίδιο διάστημα να έχει αυξηθεί μόλις 4%.
Η έρευνα αποδίδει τη σημαντική αυτή αύξηση στις υψηλές προσφορές των μονάδων που καλούνται να εξισορροπήσουν την ενέργεια με τη ζήτηση σε πραγματικό χρόνο.
Καθημερινά οι προμηθευτές δηλώνουν στο Χρηματιστήριο Ενέργειας τις ποσότητες που θα χρειαστούν την επόμενη ημέρα για την κάλυψη των αναγκών των πελατών τους και οι παραγωγοί αντιστοίχως τις μονάδες και την αντίστοιχη παραγωγή για την κάλυψη αυτής της ζήτησης, υποβάλλοντας τις προσφορές τους στην αποκαλούμενη αγορά της επόμενης ημέρας.
Ο ΑΔΜΗΕ καλείται στη συνέχεια να ζητήσει από κάποιες μονάδες να ανεβάσουν την απόδοσή τους ή να τη μειώσουν αντιστοίχως για να ισορροπήσει σε πραγματικό χρόνο την προσφορά με τη ζήτηση και να μην απειληθεί το σύστημα με μπλακ άουτ. Οσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση προσφοράς – ζήτησης, τόσο αυξάνεται το κόστος εξισορρόπησης και η απόκλιση μεγαλώνει όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ λόγω της ασταθούς και μη προβλέψιμης παραγωγής τους.

Οταν η ζήτηση είναι υψηλότερη από αυτή που είχε προβλεφθεί και χρειάζονται επειγόντως επιπλέον φορτία, αυτά οι παραγωγοί ενέργειας τα προσφέρουν με ακόμη πιο υψηλές τιμές. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη μελέτη της Grant Thornton, τον Νοέμβριο του 2024 η μέση τιμή των έκτακτων φορτίων που χρειάστηκαν για την ευστάθεια του συστήματος διαμορφώθηκε στα 219 ευρώ/MWh, όταν η τιμή για τα «κανονικά» φορτία ήταν 145,243 ευρώ/MWh.
Σημειώνεται πως αυτή η πρακτική δεν είναι παράνομη, δεν παραβιάζει το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς. Επίσης, συνήθως δεν συμβαίνει να λείπει ενέργεια και να χρειάζονται επιπλέον φορτία. Συνήθως συμβαίνει το αντίθετο.
Η υπερδήλωση φορτίων
Η Grant Thornton, στη μελέτη της για τον λογαριασμό προσαυξήσεων (ΛΠ3), εντοπίζει συμπεριφορές που, σύμφωνα με την ΕΒΙΚΕΝ, χρήζουν διερεύνησης ως προς τη νομιμότητά τους από τις αρμόδιες Αρχές. Συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι την περίοδο Ιανουαρίου 2023 – Νοεμβρίου 2024 οι προμηθευτές ενέργειας υπερδηλώνουν φορτία. Δηλώνουν δηλαδή στο Χρηματιστήριο Ενέργειας παραπάνω ποσότητες από αυτές που χρειάζονται για τους πελάτες τους, τάση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Και όπως επισημαίνει η ΕΒΙΚΕΝ στη σχετική επιστολή της προς την αρμόδια αρχή (ΡΑΑΕΥ) και τον ΑΔΜΗΕ, αυτό «υποδηλώνει στρατηγική». Η υπερδήλωση φορτίου κυμαίνεται στο 5%-7,5% και έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση υψηλότερων τιμών στη χονδρεμπορική αγορά, αφού αυξάνει πλασματικά τη ζήτηση. Αυτό μάλιστα γίνεται παρότι για αυτές τις αποκλίσεις οι προμηθευτές τιμωρούνται από τον ΑΔΜΗΕ με τη «χρέωση μη συμμόρφωσης». Εξ αυτού του λόγου η ΕΒΙΚΕΝ «δείχνει» τους καθετοποιημένους παίκτες της αγοράς. Οπως αναφέρει στην «Κ», «το όφελος που έχουν από την άνοδο της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά είναι μεγαλύτερο από τη ζημία που θα έχουν στην αγορά εξισορρόπησης ως προμηθευτές». Η ΕΒΙΚΕΝ με την επιστολή της ζητάει να διενεργηθεί από τον ΑΔΜΗΕ μελέτη «η οποία θα αναδείξει ποιοι μεγάλοι παίκτες ακολουθούν συστηματικά αυτή την πολιτική, καθώς επίσης εάν η υπερδήλωση του φορτίου εντοπίζεται σε συγκεκριμένες περιόδους ή και ώρες μέσα στην ημέρα».
Οι μηδενικές τιμές
Τις μεσημεριανές ώρες που η παραγωγή των ΑΠΕ κορυφώνεται λόγω των φωτοβολταϊκών, οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά υποχωρούν αλλά πάντα λίγο πάνω από το μηδέν, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου μηδενίζονται ή και γυρνούν σε αρνητικές. Aυτό συμβαίνει γιατί αν οι τιμές μηδενιστούν πάνω από δύο συνεχόμενες ώρες, βάσει του κανονισμού λειτουργίας της αγοράς, δεν θα πληρωθούν. Κρατώντας τις τιμές λίγο πάνω από το μηδέν, θα πληρωθούν για ένα προϊόν που έχει μηδενική ζήτηση τις συγκεκριμένες ώρες. Και θα πληρωθούν με την εγγυημένη τιμή που έχουν διασφαλίσει μέσω συμβάσεων. Η πρακτική αυτή μεταφέρει ελλείμματα στον Ειδικό Λογαριασμό των ΑΠΕ που καλύπτονται από τους καταναλωτές μέσω του τέλους υπέρ ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) που πληρώνουν στους λογαριασμούς ρεύματος. Ετσι χάνεται για τους καταναλωτές ένα μέρος του οφέλους από τη χαμηλή τιμή στη χονδρεμπορική αγορά που διαμορφώνουν οι ΑΠΕ.
Η δεύτερη παράπλευρη απώλεια αυτής της πρακτικής είναι οι εισαγωγές και οι περικοπές ενέργειας. Δεδομένου ότι στις γειτονικές αγορές με τις οποίες είναι συζευγμένη η ελληνική αγορά (Βουλγαρία, Ρουμανία) η χονδρεμπορική τιμή μηδενίζει συχνά τις μεσημεριανές ώρες γιατί και εκεί έχουν υψηλή παραγωγή από φωτοβολταϊκά, αυξάνονται οι εισαγωγές προς το ελληνικό σύστημα και έτσι μεγαλώνει η ανάγκη για περικοπές προκειμένου να κρατηθεί όρθιο. Την Παρασκευή, για παράδειγμα, ο συνδυασμός χαμηλής ζήτησης, υψηλής παραγωγής ΑΠΕ και αυξημένων εισαγωγών (21,3 GWh, 14% της συνολικής ζήτησης) από Βουλγαρία οδήγησαν σε περικοπές 9,9 GWh. Η συνθήκη αυτή δυσκολεύει εξαιρετικά τον στόχο να καταστεί η χώρα εξαγωγέας πράσινης ενέργειας.
Λόγω της υψηλής μεταβλητότητας των ΑΠΕ, επίσης, ο ΑΔΜΗΕ σχεδόν καθημερινά την τελευταία εβδομάδα δίνει εντολές να μπουν στο σύστημα θερμικές μονάδες εκτός αγοράς τις οποίες πληρώνει ακριβότερα, κάτι που επίσης ανεβάζει την τιμή στη χονδρεμπορική αγορά και το ενεργειακό κόστος για τους τελικούς καταναλωτές.
