Απρόσμενες εκπλήξεις έφερε στο φως η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στην Κεφαλλονιά, στη θέση «Κοτρώνι» Λακήθρας, λίγο έξω από το Αργοστόλι. Η κυκλική κατασκευή που αχνοφαινόταν μέσα στη θαμνώδη, σε μια περιοχή που παραμένει απροσπέλαστη από τον άνθρωπο τουλάχιστον από την δεκαετία του 1940, έκρυβε δυο μεγάλα φρέατα βάθους μέχρι και πέντε μέτρων, που χρονολογούνται στην περίοδο μετά το 1200 και έως το 1100 π.Χ. ίσως και λίγο αργότερα, τα οποία παραπέμπουν σε έναν από τους πρωιμότερους χώρους εξόρυξης στον ελλαδικό χώρο (και όχι μόνο), μοναδικό για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού αλλά και σε τελετουργική συμπεριφορά.
Τα φρέατα περιβάλλονται από αρχιτεκτονικά διατεταγμένους λίθινους δακτυλίους, προσδίδουν μνημειώδη χαρακτήρα στα επιμέρους ενώ συγκρατούν τα εξωτερικά πρανή από χώμα και λίθους, που με τη σειρά τους δημιουργούν την εικόνα γένεσης ενός τύμβου.
Τα πρανή αυτά, διαμορφώνονται από διαφορετικών μεγεθών φυσικούς ή ελάχιστα κατεργασμένους ασβεστόλιθους. Το μέγεθός τους μειώνεται από τα φρέατα προς την εξωτερική περίμετρο, η οποία διαστρώνεται από ασβεστολιθικές λατύπες. Στοιχεία αρχιτεκτονικής σε συνδυασμό με το συνολικό μέγεθος και η εν είδει τύμβου έξαρση προσδίδουν αίσθηση μνημειακότητας στο σύνολο, ενοποιώντας μάλιστα τα δύο φρέατα.
Στο εσωτερικό αυτών σώζονται σε εκπληκτική κατάσταση διατήρησης τα ίχνη των εργαλείων εξόρυξης του πετρώματος. Και στα δύο υφίσταται περιμετρική λάξευση μέχρι 20 εκ. που δημιουργούσε τη δυνατότητα έδρασης ξυλοδοκού ή ξυλοδοκών, θα μπορούσε ακόμη και εξέδρας από ξυλοδοκούς για τη διαμόρφωση κάποιου είδους δαπέδου ή για την υποστήριξη άλλης κατασκευής με σκοπό την ανάσυρση και τελική απομάκρυνση του υλικού από το εσωτερικό.
Η πρόσβαση στο εσωτερικό γινόταν από ξύλινη σκάλα, της οποίας τα επιμέρους σκαλοπάτια, στην μία πλευρά τοποθετούνταν σε λαξευμένες υποδοχές στον φυσικό βράχο.
Η επόμενη έκπληξη ήταν η προσεκτικά στρωματογραφημένη διαμόρφωση του εδάφους μπροστά από το μεγαλύτερο Φρέαρ. Σε επαφή με τον φυσικό βράχο διαμορφώνεται στρώση αργίλου πάχους μισού σχεδόν μέτρου, στην οποία έχει ανακατευτεί κεραμική, σκόπιμα θραυσμένη, στην κυριολεξία κατατεμαχισμένη, μαζί με απολεπίσματα διαφόρων μεγεθών από την κατεργασία πυριτόλιθου. Τα όστρακα ανήκουν στην κατηγορία της τραχείας, «οικιακής» λεγομένης κεραμικής, πρόκειται δηλαδή για όστρακα από πηλό με άφθονα εγκλείσματα, ως επί το πλείστον χειροποίητη. Κάποια όστρακα φέρουν και στίλβωση. Χρονολογούνται σε ύστερο στάδιο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (σε συγχρονισμό με την μυκηναϊκή κεραμική, στην ΥΕΙΙΙΓ). Είναι εκπληκτικά όμοια με την κεραμική προηγούμενων περιόδων, ακόμη και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού ή Τελικής Νεολιθικής. Πρόσφατο εύρημα, η ταφή Πολεμιστή από το Μπόρζι των Τζανάτων με κεραμική ΜΕ, όπως λέγεται παράδοσης (συγχρ. ΥΕΙΙΙΒ2), είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό. Επιστρέφοντας στην κεραμική των Φρεάτων, σημειώνουμε ότι ανασύρθηκε και λιγοστή «μυκηναϊκή» κεραμική (τα εισαγωγικά αναφέρονται στο γεγονός ότι είναι προφανής η τοπική παραγωγή και αυτής της κατηγορίας).
Εφαρμόσθηκαν, επιπλέον, διάφορες τεχνικές για τη διαπίστωση τυχόν διαφοροποιήσεων στη διαστρωμάτωση της κεραμικής, χωρίς, όμως, να προκύψει κάτι νέο, διαφορετικό. Θραύσματα από το ίδιο αγγείο βρίσκονται σε διαφορετικά σημεία της «πλατφόρμας» αυτής, πάνω από την οποία διατάσσονται στρώματα εδάφους, διαφορετικού χρώματος, σαφέστατα διακρινόμενα. Πρόκειται για κατασκευή που έγινε συνολικά και σε μικρό χρονικό διάστημα. Το δε φαινόμενο της σκόπιμης θραύσης ανοικτών αγγείων (εδώ κατατεμαχισμού πλην μιας περίπτωσης) αποτελεί την πλήρη αντιστροφή ανάλογης πρακτικής που συναντούμε σε ταφικά μνημεία, όπου κεραμική (συμποτική και στην συντριπτική πλειονότητα μυκηναϊκή) σωρεύεται στους δρόμους. Για πρώτη φορά ανιχνεύεται αυτή η πρακτική, με προφανή τελετουργικά χαρακτηριστικά στο νησί και γενικότερα.