Όλα αυτά έγιναν γνωστά την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, στις 14 Φεβρουαρίου 1995, όταν κάλεσε την αστυνομία για να ομολογήσει ότι πυροβόλησε τον σύζυγό της, αφού πρώτα έχει προσπαθήσει να της επιτεθεί.
Ακολούθησε μια μακρά και δύσκολη δίκη η οποία επικεντρώθηκε σε δύο πράγματα – ήταν πράξη αυτοάμυνας ή ήταν μια πικραμένη σύζυγος με προβλήματα θυμού, που επιτέθηκε σε έναν σύζυγο που επρόκειτο να την αφήσει για μια άλλη γυναίκα;
Το ντοκιμαντέρ «Killer Sally» του Netflix εμβαθύνει και στις δύο πλευρές αυτής της διαμάχης. Στα μάτια του νόμου, είναι μια ένοχη γυναίκα, με τον εισαγγελέα Ντάνιελ Γκόλντσταϊν να την παρουσιάζει ως κάποια που «απλώς δεν θα μπορούσε να έχει κακομεταχειριστεί» και να δηλώνει στο δικαστήριο: «Είναι νταής και τραμπούκος. Η Σάλι ΜακΝίλ κατάφερε να γεφυρώσει το χάσμα των φύλων και να γίνει ένας άνθρωπος που είναι βίαιος και επιθετικός». Αργότερα θα επιμένει σε αυτή τη δήλωση στο ντοκιμαντέρ, υποστηρίζοντας ότι «ένα βίαιο άτομο δεν γίνεται να είναι μια κακοποιημένη γυναίκα».
Αλλά η αλήθεια είναι πολύ πιο περίπλοκη από αυτό.
Ο γάμος της Σάλι και του Ρέι ΜακΝίλ
Η ΜακΝίλ είχε κακοποιηθεί σωματικά από νεαρή ηλικία – πρώτα από την οικογένειά της και αργότερα από τον πρώτο της σύζυγο, Άντονι Λόουντεν, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τη Σαντίνα και τον Τζον. Την εποχή του πρώτου της γάμου η Σάλι υπηρετούσε στο Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ.
Όταν γνώρισε τον Ρέι τον Ιούνιο του 1987, το ζευγάρι έγινε αχώριστο, η αγάπη τους για το bodybuilding και την επιθυμία τους να γίνουν οι καλύτεροι τους έφερε κοντά και παντρεύτηκαν δύο μήνες μετά τη γνωριμία τους.
Η ανταγωνιστική τους φύση όμως αποδείχτηκε πρόβλημα στη σχέση τους, με τον Ρέι να έχει εμμονή με τον πρωταθλητισμό και τις επιδόσεις του στο bodybuilding. Αυτό οδήγησε και τους δύο στην χρήση στεροειδών, τα οποία προκαλούν βίαιες αντιδράσεις ως παρενέργεια. Οι οικογενειακές στιγμές για τη ΜακΝιλ και τα παιδιά της, που αποκαλούσαν τον Ρέι «μπαμπά», γέμισαν με στιγμές σωματικής κακοποίησης, που είχαν ως στόχο κυρίως τη Σάλι.
Μιλώντας στο ντοκιμαντέρ, η Σαντίνα θυμάται μια εποχή που ο Ρέι δούλευε ως μπράβος σε ένα μπαρ και επέστρεψε στο σπίτι γεμάτος αίματα, αφού είχε στείλει στο νοσοκομείο έναν απείθαρχο πελάτη μετά από μια διαμάχη. Αυτό επιβεβαιώθηκε αργότερα από έναν φίλο του Ρέι, που δούλευε μαζί του.
Ως εκ τούτου, η κακοποίηση μέσα στο σπίτι ήταν δυστυχώς αναπόφευκτη, με τη ΜακΝίλ και τον Ρέι να γίνονται και οι δύο βίαιοι κατά καιρούς, αλλά η ΜακΝίλ ήταν αυτή που σήκωνε το βάρος των σωματικών διαπληκτισμών. Αργότερα άρχισε να βγάζει βιντεοκασέτες όπου έδειχνε τη σωματική της διάπλαση για να βγάλει επιπλέον χρήματα και άνθρωποι άρχισαν να την προσλαμβάνουν για να τους σηκώσει στον αέρα και να εκτελέσει πάνω τους κινήσεις πάλης.
Ενώ η ΜακΝίλ επιμένει ότι δεν συνευρέθηκε ποτέ με πελάτες, υπάρχει η αποδοχή από όλους τους εμπλεκόμενους ότι οι κασέτες και η δουλειά της παρουσίασε μια τάση φετιχοποίησης. Με αυτές τις κασέτες κέρδισε το παρατσούκλι της «Killer Sally» και ουσιαστικά ήταν αυτές που έφερναν χρήματα στην οικογένεια.
Την ώρα που το άστρο του Ρέι στο χώρο του bodybuilding άρχιζε να ξεθωριάζει, εκείνος έγινε ακόμα πιο αποφασισμένος να φτάσει όσο ψηλότερα μπορούσε, παίρνοντας όλο και περισσότερα στεροειδή για να βελτιώσει τις επιδόσεις του. Η μεγαλύτερη αποτυχία του σημειώθηκε το 1993, όταν ενώ κατάφερε να συμμετάσχει στον διαγωνισμό του Mr. Olympia -κάτι που η Σάλι αναφέρει ως το «Άγιο Δισκοπότηρο» των διαγωνισμών bodybuilding– κατέκτησε τελικά τη 15η θέση.
Την ίδια περίοδο άρχισε να απατά την ΜακΝίλ, με τη Σάλι να ξυλοκοπεί μια γυναίκα μετά την ανακάλυψη της σχέσης τους.
Τι συνέβη τη νύχτα της δολοφονίας του Ρέι ΜακΝίλ;
Στις 14 Φεβρουαρίου 1995, η Σάλι ισχυρίζεται ότι ξέσπασε, όταν ο σύζυγός της αποπειράθηκε να την πνίξει. Εκείνη πήρε το κυνηγετικό όπλο που είχε στο σπίτι της οικογένειας και τον πυροβόλησε δύο φορές, όταν εκείνος αρνήθηκε να φύγει από το σπίτι και κινήθηκε εναντίον της.
Όσοι γνώριζαν τον Ρέι ισχυρίζονται ότι σκόπευε να την αφήσει για άλλη γυναίκα.
Παρά το γεγονός ότι πυροβολήθηκε στο στήθος και το πρόσωπο, ο Ρέι κατάφερε να μείνει στη ζωή μέχρι να φτάσει στο νοσοκομείο, όπου τελικά πέθανε λίγες ώρες αργότερα. Η αυτοψία έδειξε ότι τη στιγμή του θανάτου του, είχε πέντε διαφορετικούς τύπους στεροειδών στον οργανισμό του.
Στην αίθουσα ανακρίσεων, η Σάλι θα παραδεχτεί ότι τον πυροβόλησε, αλλά θα υποστηρίξει ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Τα παιδιά της θα το επιβεβαιώσουν, με τον Τζον να λέει στο αστυνομικό τμήμα ότι προσπαθούσε να μην πληγωθεί.
Όταν κατηγορήθηκε, τα παιδιά της μεταφέρθηκαν σε ίδρυμα, προτού τελικά μετακομίσουν με τον παππού και τη γιαγιά από την πλευρά της μητέρας τους, όπου και θα παρέμεναν για την υπόλοιπη παιδική τους ηλικία.
Οι εισαγγελείς πήραν πάτημα από τον τυπικά θεωρούμενο ανδρικό τρόπο ζωής της Σάλι και ισχυρίστηκαν ότι επειδή ήταν πεζοναύτης και bodybuilder, είχε βίαιες τάσεις από τη φύση της, σκόπευε να σκοτώσει τον Ρέι από την αρχή και ότι δεν μπορούσε να είναι μια «κακοποιημένη γυναίκα» γιατί…, «απλά, κοιτάξτε την».
Αυτό χειροτέρεψε, όταν τα βίντεό της «Killer Sally» έγιναν δεκτά ως αποδεικτικά στοιχεία στο δικαστήριο, μαζί με βίντεο που την έδειχναν με στρατιωτικό εξοπλισμό, κρατώντας το κυνηγετικό όπλο με το οποίο πυροβόλησε τον Ρέι, δείχνοντας την εικόνα κάποιου που δεν ήταν «χαρακτήρας» για την κάμερα, αλλά η πραγματική της προσωπικότητα.
Πού είναι τώρα η Σάλι και τα παιδιά της;
Αν και σπάνιο για σειρά με αληθινά εγκλήματα, η ιστορία της Σάλι ΜακΝίλ έχει κάπως αίσιο τέλος, αν και χρειάστηκαν δεκαετίες για να φτάσουν εκεί όλοι οι εμπλεκόμενοι.
Το 2011, η Σάλι έκανε αίτηση για αποφυλάκιση τέσσερις φορές, οι οποίες απορρίφθηκαν επειδή αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι ήταν κακοποιημένη γυναίκα και ως εκ τούτου «δεν λογοδοτούσε για τις πράξεις της».
Μιλώντας στο ντοκιμαντέρ, η Σάλι είπε: «Την τελευταία φορά που πήγα στο συμβούλιο αποφυλάκισης, έπρεπε να πω ότι ήταν πρόθεσή μου να σκοτώσω τον σύζυγό μου, σαν να μην με κακομεταχειρίστηκε, ή να με χτύπησε, ή προσπάθησε να με πνίξει. Αναγκάστηκα να πω ότι έφταιγα εγώ και ανέλαβα την ευθύνη».
Tο καλοκαίρι του 2020 απελευθερώθηκε από τις γυναικείες φυλακές της Καλιφόρνια μετά από 25 χρόνια και άρχισε να ξαναφτιάχνει τη ζωή της. Έπιασε δουλειά σε μια αποθήκη και ερωτεύτηκε ξανά.
Η Σαντίνα και ο Τζον, καθώς μεγάλωναν, σταμάτησαν τις ετήσιες επισκέψεις τους για να δουν τη μητέρα τους, καθώς ντρεπόντουσαν να εξηγήσουν γιατί ήταν στη φυλακή. Η Σαντίνα πιστεύει ότι η τελευταία της επίσκεψη, ήταν γύρω στο 2004.
Σε μια ανατριχιαστική επανάληψη των εμπειριών της μητέρας της, η Σαντίνα κατατάχθηκε επίσης στον στρατό και βρέθηκε σε μια κακοποιητική σχέση για 3 χρόνια. Τώρα έχει έναν γιο και επανενώθηκε με τη Σάλι στο ντοκιμαντέρ.
Ο Τζον θα ενταχθεί και αυτός αργότερα στον στρατό, υπηρετώντας στο Αφγανιστάν, και ενώ αρχικά κρατούσαν επαφή, διέκοψε τους δεσμούς μαζί της αφού απέκτησε τη δική του κόρη, έχοντας αγανακτήσει με όσα τους επέτρεψε να βιώσουν ως παιδιά. Αργότερα μπήκε σε πρόγραμμα θεραπείας για διαταραχή μετατραυματικού στρες και απεξάρτησης από τον εθισμό του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ.
Το 2022, η Σάλι και ο Στιούαρτ Νόρτφλιτ παντρεύτηκαν. Τόσο τα παιδιά της Σάλι, όσο και τα εγγόνια της ήταν παρόντα στο γάμο, με τον Τζον να τη παραδίδει στον γαμπρό. Πλέον ελπίζουν όλοι μαζί σε ένα πιο θετικό μέλλον.