Ο θυρεοειδής παράγει δύο κύριες ορμόνες, τη θυροξίνη (Τ4) και τη τρι-ιωδοθυρονίνη (Τ3). Η θυροξίνη είναι άκρως απαραίτητη για την ομαλή ανάπτυξη και λειτουργία του οργανισμού. Τα επίπεδα της θυρεοειδικής ορμόνης στο αίμα έχουν άμεση επίπτωση στις μεταβολικές λειτουργίες του οργανισμού και τη λειτουργία του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Όταν είναι ελαττωμένα, όπως στην περίπτωση του υποθυρεοειδισμού, παρουσιάζονται μια σειρά δυσλειτουργίες σε διάφορα συστήματα. Επίσης η λήψη φαρμάκων, όπως η αμιοδαρόνη που περιέχει ιώδιο ή άλλων φαρμάκων, όπως το λίθιο, η ιντερφερόνη άλφα, η ιντελευκίνη, η θαλιδομίδη και οι νέες ανοσοθεραπείες για τον καρκίνο, μπορεί να προκαλέσει υποθυρεοειδισμό και όταν ο ασθενής λαμβάνει την παραπάνω αγωγή πρέπει να ελέγχεται η λειτουργία του αδένα.
Οι παθήσεις του θυρεοειδούς είναι από τις πιο κοινές ενδοκρινολογικές παθήσεις και εμφανίζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό σε γυναίκες από ό,τι σε άνδρες, αλλά τα προβλήματα του αδένα μπορεί να εμφανιστούν και από τη νεογνική ηλικία.
Τα συμπτώματα
Τα συχνότερα συμπτώματα υποθυρεοειδισμού είναι η κόπωση, το ξηρό δέρμα, ο κνησμός, η υποθερμία, η δυσκοιλιότητα, η βραδυκαρδία, η αύξηση βάρους και η κατακράτηση υγρών, οι μυϊκές κράμπες, ο πόνος στις αρθρώσεις, η μυϊκή υποτονία, τα εύθραυστα νύχια, οι διαταραχές στη διάθεση και κατάθλιψη, οι διαταραχές στην έμμηνο ρύση και προβλήματα γονιμότητας και γαλακτόρροια λόγω αύξησης της προλακτίνης.
Επίσης, σε μερικούς ασθενείς υπάρχει βρογχοκήλη (διόγκωση θυρεοειδούς αδένα). Η βρογχοκήλη όταν είναι μικρή σε μέγεθος μπορεί να μη δημιουργεί κάποιο σύμπτωμα, αλλά όταν είναι μεγάλη δημιουργεί την αίσθηση σφιξίματος στον λαιμό, βήχα, βράχνιασμα, ενώ σε περιπτώσεις μεγάλης βρογχοκήλης ο ασθενής εμφανίζει δυσκολίες με την αναπνοή και την κατάποση. Ακόμη, λόγω υποθυρεοειδισμού και οιδήματος, δηλαδή κατακράτησης υγρών στο σώμα, μπορεί να εμφανιστεί βραχνάδα, πρήξιμο στο πρόσωπο και στα άκρα, αλλά και αραίωση του έξω τρίτου των φρυδιών. Οι ασθενείς με υποθυρεοειδισμό μπορεί να παρουσιάσουν υπονατριαιμία, υπερχοληστεριναιμία και αναιμία και γι’ αυτό τον λόγο όταν βλέπουμε αυτούς τους βιοχημικούς δείκτες πρέπει να αποκλείσουμε τον υποθυρεοειδισμό ως αίτιο.
Ακόμη να τονίσουμε ότι η βιοτίνη που περιέχεται σε συμπληρώματα για την ενίσχυση του τριχωτού και των νυχιών επηρεάζει τα εργαστηριακά αποτελέσματα της εξέτασης αίματος TSH, οπότε αυτά τα συμπληρώματα πρέπει να διακόπτονται μία εβδομάδα πριν γίνει έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας. Επίσης, οι ασθενείς που λαμβάνουν θυροξίνη θα πρέπει την ημέρα της αιμοληψίας (έλεγχος TSH και FT4) να πάρουν το χάπι τους μετά την εξέταση.
Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto
Στη θυρεοειδίτιδα Hashimoto, που είναι το πιο συχνό αίτιο υποθυρεοειδισμού ιδίως στις γυναίκες, ο οργανισμός δεν αναγνωρίζει ότι ο θυρεοειδής είναι δικό του όργανο και τον πολεμά σαν ξένο σώμα, με αποτέλεσμα ο αδένας να μην παράγει ικανοποιητική ποσότητα θυροξίνης. Η διάγνωση της θυρεοειδίτιδας Hashimoto γίνεται συνήθως όταν οι ασθενείς εμφανίζουν συμπτώματα υποθυρεοειδισμού και στην ανάλυση αίματος βρίσκονται αυξημένα αντισώματα anti TPO και anti Tg. Οταν τόσο η TSH όσο και τα αντισώματα είναι αυξημένα, τότε δίνεται η διάγνωση υποθυρεοειδισμού λόγω θυρεοειδίτιδας Hashimoto. Η θεραπεία συνίσταται στη συμπληρωματική λήψη θυροξίνης από του στόματος. Σημειώνεται ότι σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν TSH <2.5mU/L το πρώτο τρίμηνο της κύησης και TSH < 3mU/L στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, δεδομένου ότι η έλλειψη θυροξίνης επηρεάζει τη γονιμότητα, τη σύλληψη, αλλά και την πνευματική ανάπτυξη του εμβρύου.
Κατά τη διάρκεια της κύησης αυξάνονται οι ανάγκες για θυρεοειδικές ορμόνες και συνεπώς ένας προηγουμένως απαρατήρητος υποκλινικός υποθυρεοειδισμός μπορεί να μετατραπεί σε έκδηλο, οπότε απαιτείται συχνός έλεγχος της θυρεοειδικής λειτουργίας κατά τη σύλληψη και στη συνέχεια μηνιαίως, ώστε τα επίπεδα της TSH να είναι εντός ορίων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες.
Ο υποθυρεοειδισμός αυξάνει τον κίνδυνο προεκλαμψίας και περιγεννητικής θνησιμότητας και φυσικά επηρεάζει τον δείκτη νοημοσύνης του εμβρύου εάν μείνει αθεράπευτος κατά τη διάρκεια όλης της κύησης. Γι’ αυτό η μέτρηση της TSH και της FT4 είναι o εργαστηριακός έλεγχος στον οποίο πρέπει να υποβάλλονται οι έγκυες και να δίνεται θυροξίνη όταν και όσο χρειάζεται. Οι γυναίκες με διάγνωση υποθυρεοειδισμού θα πρέπει να κάνουν τεστ TSH μόλις επιβεβαιωθεί η εγκυμοσύνη και να αυξήσουν τη δόση της θυροξίνης που λαμβάνουν άμεσα για να ομαλοποιήσουν τις τιμές TSH με την καθοδήγηση ενδοκρινολόγου.
Η αντιμετώπιση
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη χορήγηση συνθετικής θυρεοειδικής ορμόνης, της θυροξίνης (Τ4), αν και η ρύθμιση των επιπέδων της στο αίμα εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες, όπως το σωματικο βάρος και η λήψη άλλων φαρμάκων που επηρεάζουν την απορρόφηση ή τον μεταβολισμό της θυροξίνης.
Η θυροξίνη θα πρέπει να λαμβάνεται με άδειο στομάχι το πρωί και σε απόσταση 4 ωρών από τη λήψη καρυδιών, ασβεστίου, γαλακτοκομικών, σιδήρου ή πολυβιταμινών που περιέχουν τα παραπάνω, αντιόξινων φαρμάκων που αλλάζουν το PH του στομάχου, ψύλλιου (φυτικές ίνες) και χολεστυραμίνης επειδή η ταυτόχρονη λήψη θυροξίνης με τα παραπάνω επηρεάζει την απορρόφηση της ορμόνης.
Σε μισή ώρα μετά τη λήψη της θυροξίνης ο ασθενής μπορεί να φάει πρωινό χωρίς λήψη γαλακτοκομικών, και έχει επιλογές όπως: μια μπάρα δημητριακών, ένα κουλούρι, μια ομελέτα, τσάι, τοστ με γαλοπούλα και τομάτα. Τα γαλακτοκομικά μπορεί να τα καταναλώσει αργότερα, μετά από 4 ώρες μέσα στη διάρκεια της μέρας. Τα άτομα με υποθυρεοειδισμό σε φαρμακευτική αγωγή με θυροξίνη πρέπει να παίρνουν το χάπι σύμφωνα με τις οδηγίες του ενδοκρινολόγου και να ακολουθουν τον εργαστηριακό έλεγχο για ρύθμιση της δόσης.
Η διάγνωση του υποθυρεοειδισμού και η σωστή θεραπεία εξασφαλίζουν την ισορροπημένη λειτουργία του οργανισμού και φυσιολογικές καύσεις στον μεταβολισμό. Η παρακολούθηση γίνεται από τον ενδοκρινολόγο του ασθενούς σύμφωνα με τις παγκόσμιες κατευθυντήριες ιατρικές οδηγίες.