Ολοι έχουμε νιώσει αυτό το συναίσθημα ότι όλα θα πάνε καλά όταν ο γιατρός τον οποίο επισκεπτόμαστε καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη μας. Ο,τι και να μας πει στη συνέχεια, ακόμη και αν μας πονέσει λίγο στην εξέταση, εμείς νιώθουμε ότι είμαστε «σε καλά χέρια».
Μια έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό το συναίσθημα και να διαπιστώσει ότι η έντασή του είναι τόσο μεγάλη που μπορεί να δρα ακόμη και ως παυσίπονο. Για την ακρίβεια, αυτό που διαπίστωσαν οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μαϊάμι είναι ότι ο εγκέφαλος των ασθενών ανταποκρίνεται διαφορετικά στα ερεθίσματα του πόνου ανάλογα με το αν ο ασθενής εμπιστεύεται ή όχι τον γιατρό του.
Η δραστηριότητα στα κέντρα του εγκεφάλου που σχετίζονται με τον πόνο είναι πιο έντονη όταν ο ασθενής εκλαμβάνει τον γιατρό του ως ελάχιστα αξιόπιστο, αναφέρουν οι ερευνητές. Ο πόνος που αισθάνονταν δηλαδή ήταν εντονότερος και δυσάρεστος.
Για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές αξιολόγησαν με λειτουργικές μαγνητικές τομογραφίες την αντίδραση του εγκεφάλου των συμμετεχόντων σε επώδυνα ερεθίσματα με διαφορετικούς εικονικούς γιατρούς που φαίνονταν περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστοι.
Διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες ανέφεραν εντονότερο πόνο όταν ο γιατρός τους τούς προκαλούσε αβεβαιότητα. Επιπρόσθετα όσο μεγαλύτερη δυσπιστία υπήρχε για τους ιατρικούς οργανισμούς και φορείς εν γένει, τόσο εντονότερη ήταν και η δραστηριότητα σε περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στον πόνο.
Το κύριο συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι ακόμη και μικρές αλλαγές στη σχέση γιατρού – ασθενούς αρκούν για να μειωθεί ο πόνος που αισθάνεται ο ασθενής. Πρόκειται για μια διαπίστωση ουσιαστική για την εν λόγω σχέση, που όπως όλα δείχνουν αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό εργαλείο θεραπείας.