Περίπου ένας στους οκτώ ασφαλισμένους μέσω ιδιωτικού προγράμματος υγείας ακυρώνει κάθε χρόνο το συμβόλαιό του είτε λόγω φυσικών αιτιών, όπως η απώλεια ζωής, είτε λόγω υπαναχώρησης από τη σύμβαση, αναζητώντας φθηνότερο ασφάλιστρο. Οι αυξήσεις που επιβάλλονται κάθε χρόνο στα ασφάλιστρα και οι οποίες φθάνουν σε διψήφιο ποσοστό για τα παλιά –λεγόμενα ασφαλιστήρια συμβόλαια υγείας– αποτελεί μία από τις βασικές αιτίες για τη διακοπή αυτών των προγραμμάτων από τους κατόχους τους, οι οποίοι είτε καταλήγουν χωρίς ασφαλιστήριο συμβόλαιο είτε επιλέγουν ένα ετήσιο πρόγραμμα.
Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι η διαχρονική μείωση των ισόβιων προγραμμάτων υγείας με παράλληλη αύξηση των ετήσιων προγραμμάτων, που είναι κατά κανόνα φθηνότερα και υπόκεινται σε μικρότερες ετήσιες αυξήσεις. Στην πρώτη κατηγορία οι αυξήσεις για το 2025 προεξοφλούνται σε διψήφιο ποσοστό, της τάξης του 14%, ενώ για τα ετησίως ανανεούμενα η αύξηση υπολογίζεται κοντά στο 4%, χωρίς ωστόσο το ποσοστό αυτό να περιλαμβάνει και την αύξηση λόγω ηλικίας, που είναι περίπου ισόποση.
Οι αυξήσεις στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και για τις δύο κατηγορίες αποτελούν μόνιμη διελκυστίνδα μεταξύ ασφαλισμένων και εταιρειών και αποδίδονται στις υψηλές αποζημιώσεις που υποχρεώνονται κάθε χρόνο να πληρώνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες για νοσοκομειακές καλύψεις, που απορροφούν το 94% του κόστους των αποζημιώσεων. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών, από τις συνολικές αποζημιώσεις ύψους 483 εκατ. ευρώ που καταβλήθηκαν το 2023 για τα ατομικά συμβόλαια υγείας, το 50% και συγκεκριμένα 240,1 εκατ. ευρώ κατευθύνθηκαν στα ισόβια ασφαλιστικά προγράμματα, παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τρίτο των συμβολαίων υγείας που υπάρχουν στην αγορά.
Πρόκειται για τα παλιά νοσοκομειακά προγράμματα, δηλαδή αυτά που πωλούνταν τη δεκαετία του 2000 έως και το 2015 και τα οποία συνοδεύονταν από μια ασφάλιση ζωής, δηλαδή μια ισόβια κάλυψη. Για τον λόγο αυτό, δηλαδή επειδή ήταν συμπληρωματικά προγράμματα στη βασική ισόβια κάλυψη ζωής, τα προγράμματα αυτής της κατηγορίας ονομάζονται ισόβια και η ασφαλιστική εταιρεία δεν μπορεί να τα αποσύρει από την αγορά. Η συντριπτική πλειονότητα των ασφαλιστικών εταιρειών έχει πάψει να πουλάει τέτοια προγράμματα και ο αριθμός τους μετά και τις ακυρώσεις έχει μειωθεί από 338.531 συμβόλαια το 2019 σε 277.793 το 2023 (μείωση κατά 23,9%), στα οποία οι ασφαλισμένοι είναι 324.310.
Η δεύτερη κατηγορία είναι τα νέα προγράμματα υγείας, που ονομάζονται ετησίως ανανεούμενα, γιατί ακολουθούν την πολιτική της ετήσιας ανανέωσής τους, όπως π.χ. ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο αυτοκινήτου. Αν και ο ασφαλισμένος δεν υπογράφει νέο συμβόλαιο κάθε χρόνο, η λογική τους είναι ότι η εταιρεία δεν δεσμεύεται να παρέχει ισόβια κάλυψη και μπορεί να καταργήσει το συγκεκριμένο πρόγραμμα ανά πάσα στιγμή, με την προϋπόθεση ότι πρέπει να το κάνει αυτό συνολικά για όλους τους ασφαλισμένους της και όχι μεμονωμένα. Τα προγράμματα αυτής της κατηγορίας με βάση τα στοιχεία του 2023 αριθμούν 687.158 συμβόλαια (με 879.066 ασφαλισμένους), από 463.292 το 2019, καταγράφοντας άνοδο κατά 48,3%.
Οι αυξήσεις στα ισόβια προγράμματα για το 2025 «πατούν» στον δείκτη υγείας που συντάσσει το ΙΟΒΕ και ο οποίος βασίζεται στις αποζημιώσεις που κατέβαλαν οι εταιρείες το 2023 για τα συγκεκριμένα συμβόλαια. Οι υψηλές αποζημιώσεις στα ισόβια προγράμματα ερμηνεύονται εν μέρει από το ότι οι κάτοχοι αυτών των συμβολαίων είναι άτομα μεγάλης ηλικίας με υψηλό ποσοστό νοσηρότητας, με συνέπεια να απαιτούν πιο συχνή ιατρική περίθαλψη και σε κάποιες περιπτώσεις πιο δαπανηρή. Η διαπίστωση ωστόσο αυτή δεν ακυρώνει ότι η αξία της ασφάλισης εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυτή την κατηγορία ασφαλισμένων, οι οποίοι άλλωστε κατέβαλαν κανονικά επί σειρά ετών τα ασφάλιστρά τους, προσδοκώντας στη χρήση του συμβολαίου τους σε ώρα ανάγκης.
Επιπλέον της κριτικής αυτής διατυπώνεται και το επιχείρημα ότι η αποσύνδεση των δύο τύπων συμβολαίων, που καθιερώθηκε με νόμο του 2020 (επικυρώθηκε με Π.Δ. το 2022) από τον τότε υπουργό Ανάπτυξης Αδωνι Γεωργιάδη, αντίκειται στην ασφαλιστική πρακτική, που βασίζεται στην αρχή ότι η ασφάλιση λειτουργεί ως ένα καλάθι ομοειδών κινδύνων, επιμερίζοντας το κόστος μεταξύ των διαφόρων ηλικιακών ομάδων με στόχο τη μείωση του κόστους στον γενικό πληθυσμό των ασφαλισμένων.
Ακόμη και μια τέτοια αντιμετώπιση, ωστόσο, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, δεν θα έλυνε το πρόβλημα της συγκράτησης του κόστους που αυξάνεται γεωμετρικά κάθε χρόνο, με τις ασφαλιστικές εταιρείες αλλά και θεσμικούς εκπροσώπους να «δείχνουν» τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια της χώρας και την ολιγοπωλιακή διάρθρωση του κλάδου, στον οποίο κυριαρχούν δύο κυρίως όμιλοι. Το εκρηκτικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των δύο μερών –ασφαλιστικών και νοσοκομείων– εντείνεται από αιτιάσεις για υπερτιμολογήσεις, για προκλητή ζήτηση υπηρεσιών, δηλαδή για πληθώρα αχρείαστων σε πολλές περιπτώσεις εξετάσεων ή σχετικών με το είδος της ασθένειας εξετάσεων, προκειμένου να αυξηθεί το κόστος νοσηλείας. Στους διαδρόμους της ασφαλιστικής αγοράς συζητούνται ακόμη και φαινόμενα επιλογής περιστατικών από νοσηλευτήρια, με επίκληση την έλλειψη κλινών, όταν το περιστατικό δεν χρήζει χειρουργικής επέμβασης που εξασφαλίζει στο νοσοκομείο ικανοποιητική αμοιβή. Επί σειρά ετών άλλωστε η αγορά βρίθει περιστατικών στα οποία η τιμολόγηση όταν κάποιος νοσηλεύεται χωρίς ασφάλιση είναι έως και το μισό του κόστους που τα νοσοκομεία χρεώνουν στις ασφαλιστικές, παρά τις εκπτώσεις που οι ασφαλιστικές έχουν συνομολογήσει με τα νοσηλευτήρια.
Οι στρεβλώσεις του ιδιωτικού συστήματος υγείας στη χώρα μας αποτυπώνονται στα στοιχεία του Health Care Cost Institute, με βάση τα οποία το μέσο κόστος για μια επέμβαση χολής στα ελληνικά ιδιωτικά νοσηλευτήρια χρεώνεται στις ασφαλιστικές εταιρείες 7.713 ευρώ, όταν το αντίστοιχο κόστος στην Ελβετία είναι 7.948 ευρώ, στην Ισπανία 3.510 ευρώ και στη Γερμανία 6.508 ευρώ. Ο κατάλογος με τις αποκλίσεις είναι μακρύς και μεταξύ αυτών περιλαμβάνει θεραπείες όπως η επέμβαση σκωληκοειδίτιδας που στοιχίζει στην Ελλάδα 6.860 ευρώ, όταν στην Ελβετία το κόστος είναι 6.992 ευρώ, στην Ισπανία 2.136 ευρώ και στη Γερμανία 3.796 ευρώ.
Ο προβληματισμός για το κόστος της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας επαναφέρει στο επίκεντρο της συζήτησης το μοντέλο ανάπτυξης της υγείας και τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες, που φέρουν και τη βασική ευθύνη για την πώληση ισόβιων προγραμμάτων στο παρελθόν –η πρακτική αυτή αποτέλεσε ελληνικό φαινόμενο– εμφανίζονται σε αυτή τη φάση ως ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας και προτείνουν την υιοθέτηση και στον ιδιωτικό τομέα του συστήματος των διαγνωστικά ομοιογενών ομάδων (Diagnostic-related group – DRGS), που όπως εξηγούν θα μπορούσε να βοηθήσει στον καλύτερο έλεγχο των δαπανών υγείας, προωθώντας την αποτελεσματική χρήση των πόρων και μειώνοντας τα κίνητρα για περιττές ιατρικές πράξεις. Στο σύστημα DRGS τα νοσοκομειακά περιστατικά κατατάσσονται σε συγκεκριμένες ομάδες με τη χρήση ειδικού λογισμικού, που βασίζεται σε ένα σύνολο δεδομένων, όπως η διεθνής κωδικοποίηση ασθενειών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η κωδικοποίηση ιατρικών πράξεων, το φύλο, η ηλικία, η κατάσταση του ασθενούς, η μέση διάρκεια νοσηλείας κ.ά., επιτυγχάνοντας μεταξύ άλλων και τη διαφάνεια στη διαχείριση των νοσοκομειακών δαπανών.
Εκπρόσωποι των ασφαλιστικών εταιρειών προχωρούν ένα βήμα παραπέρα προτείνοντας την ανάληψη από τον κλάδο της λειτουργίας νοσοκομείων που θα «παραχωρήσει» το κράτος μαζί με το σύνολο τόσο των υλικών υποδομών όσο και του έμψυχου δυναμικού. Η λύση που ακούγεται ούτως ή άλλως προωθημένη για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς θα απαιτούσε χρόνο και οργάνωση σε ευρωπαϊκά πρότυπα, με συνέπεια τη διαιώνιση στο ορατό μέλλον της στρεβλής συνύπαρξης των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων και ασφαλιστικών εταιρειών. Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο συζητείται η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα –σχετικές ανακοινώσεις έχει κάνει ο υπουργός Υγείας Αδωνις Γεωργιάδης– για τη δημιουργία πακέτων υγείας που θα εξυπηρετούνται σε υποδομές του ΕΣΥ, λύση που θα μπορούσε να λειτουργήσει εφόσον οι υπηρεσίες στο δημόσιο νοσοκομείο αναβαθμίζονταν στο επίπεδο της υλικοτεχνικής υποδομής.
Οι προτάσεις εκπροσώπων της ασφαλιστικής αγοράς περιλαμβάνουν τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Ελληνικής Αρχής Υγείας, που θα ελέγχει τόσο τα ιδιωτικά όσο και τα δημόσια νοσοκομεία, καθώς και τις ασφαλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της υγείας. Αυτή η Αρχή θα μπορούσε να διασφαλίσει τη διαφάνεια και τη συμμόρφωση με τα ιατρικά πρωτόκολλα, συμβάλλοντας στον έλεγχο του κόστους και στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών, ενώ συναφής λύση είναι η δημιουργία μιας κεντρικής πλατφόρμας που θα συνδέει όλους τους παρόχους υπηρεσιών υγείας, τον ΕΟΠΥΥ και τις ασφαλιστικές εταιρείες, μειώνοντας τη γραφειοκρατία και επιταχύνοντας τις διαδικασίες πληρωμής και τη διαχείριση των ιατρικών δεδομένων, οδηγώντας σε ένα πιο αποδοτικό και διαφανές σύστημα υγείας.