Τα μελομακάρονα και οι κουραμπιέδες είναι τα παραδοσιακά γλυκίσματα των Χριστουγέννων και δεν λείπουν από κανένα ελληνικό τραπέζι.
Κάθε χρόνο, λίγες μέρες πριν έρθουν τα Χριστούγεννα, οι νοικοκυρές ετοιμάζουν τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, τα οποία προσφέρονται ως κέρασμα στους επισκέπτες για τις γιορτινές ημέρες.
Το αφράτεμα του βουτύρου με τη ζάχαρη απαιτεί πολύ δυνατό χτύπημα για τους κουραμπιέδες, επομένως, όσο πιο αφράτο γίνεται το μείγμα του βουτύρου, τόσο πιο αφράτος θα γίνει ο κουραμπιές.
Παράλληλα, υπάρχει και ένα μυστικό σχετικά με την επιτυχία στο σιρόπιασμα των μελομακάρονων. Για να είναι ελαφρώς τραγανά απ’ έξω και πολύ μαλακά από μέσα πρέπει το μελομακάρονο να είναι κρύο και το σιρόπι καυτό.
Πώς, όμως, προέκυψε η ονομασία τους και ποια είναι η προέλευση τους;
Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία», ένα νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό.
Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.
Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια».
Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι, ενώ από το μεσαίωνα και μετά, στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon», το οποίο είναι το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν».
Αναφορικά με την ονομασία του κουραμπιέ, ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας, Παντείου Πανεπιστημίου, μουσικολόγος και δικηγόρος, έχει συλλέξει ενδιαφέροντα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η ρίζα του είναι: Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye, στα Τούρκικα και φυσικά Κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο.
Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη Δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.