Την πλήρη καταγραφή όλων των ακινήτων που έχουν στην κατοχή τους τα funds μέσω των αντίστοιχων εταιρειών (Real Estate Companies – REOCOS) έχει ζητήσει η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να αυξήσει το απόθεμα των ακινήτων που θα μπορούσαν να διατεθούν άμεσα στην αγορά. Σύμφωνα με πληροφορίες από τις εταιρείες διαχείρισης που διαχειρίζονται τα κόκκινα δάνεια για λογαριασμό των funds, πρόκειται για 8.000 οικιστικά ακίνητα σε σύνολο 20.000 που έχουν περιέλθει στην κυριότητά τους μέσω πλειστηριασμών τα τελευταία χρόνια.
Η απειλή της αύξησης του ΕΝΦΙΑ και για τα ακίνητα που ανήκουν στα REOCOS των τιτλοποιήσεων επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη στο πλαίσιο της προσπάθειας που επιχειρεί η κυβέρνηση να ανοίξει περαιτέρω την αγορά των κατοικιών, χωρίς ωστόσο να είναι σαφές αν η λύση αυτή θα προχωρήσει παράλληλα με το αντίστοιχο μέτρο που θα ληφθεί για τις τράπεζες.
To «αγκάθι»
Η ιδιαιτερότητα αυτών των ακινήτων έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα έσοδα από την πώλησή τους αποτελούν έσοδα των SPVS που έχουν δημιουργηθεί στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων και έτσι η επιπλέον φορολόγησή τους –π.χ. αύξηση κατά 30% του ΕΝΦΙΑ– θα αυξήσει το διαχειριστικό κόστος των SPVS, μειώνοντας τελικά τα έσοδα από τις ανακτήσεις του «Ηρακλή», δηλαδή του κρατικού μηχανισμού που έχει δώσει την εγγύησή του στις τιτλοποιήσεις.
Οι εταιρείες διαχείρισης αυτών των ακινήτων είναι υποχρεωμένες πριν βγάλουν προς πώληση το ακίνητο που έχουν αποκτήσει από τον πλειστηριασμό να το «καθαρίσουν» από τυχόν νομικές και τεχνικές παρατυπίες, και όπως σημειώνουν η διαδικασία αυτή απαιτεί αρκετό χρόνο που σε αρκετές περιπτώσεις φθάνει έως και τα δύο χρόνια. Εκτός από το αίτημα να απαλλαγούν από αυτή την υποχρέωση και το ακίνητο να μεταβιβάζεται μετά τον πλειστηριασμό ως έχει, έχουν ζητήσει να ενταχθούν τα ακίνητα με τιμή πρώτης προσφοράς έως 150.000 ευρώ στο πλαίσιο του πλειστηριασμού σε προγράμματα επιδότησης και ανακαίνισης ακινήτων, και δη για τις περιοχές που αντιμετωπίζουν έντονο οικιστικό πρόβλημα, όπως η Αττική. Επιπλέον ζητούν να μπορούν τα ακίνητα αυτά να ενταχθούν σε κρατικά προγράμματα επιδότησης ενοικίου.
Να σημειωθεί άλλωστε ότι τα funds και οι εταιρείες διαχείρισης αυτών των ακινήτων έχουν δημιουργήσει ειδικές πλατφόρμες, με στόχο την αξιοποίηση των ακινήτων που περιέρχονται στην ιδιοκτησία τους επίσης μέσω πλειστηριασμών. Η dovalue έχει δημιουργήσει την πλατφόρμα «Altamiraproperties», η Intrum έχει αναπτύξει τη «realestate.intrum», ενώ η Cepal έχει δημιουργήσει τη Resolute Cepal Greece (RCG) σε συνεργασία με τη Resolute και διαθέτει ακίνητα μέσω της πλατφόρμας «Reinvest».
Οπως εξηγούν εκπρόσωποι των εταιρειών, το ζητούμενο είναι να διευρυνθεί ο αριθμός των αγοραστών στο στάδιο του πλειστηριασμού, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της πλατφόρμας eauction από τις 26.540 κατοικίες που έχουν βγει σε πλειστηριασμό από την αρχή του έτους (οι 10.600 στην Αττική), η διαδικασία ολοκληρώθηκε για τις 17.810 και από αυτές αγοραστή βρήκαν οι 5.710, δηλαδή περίπου 1 στις 5 σε σχέση με αυτές που βγήκαν σε πλειστηριασμό.
Ο μικρός αριθμός σπιτιών που καταλήγει να βρει αγοραστή σε σχέση με τον αριθμό αυτών που βγαίνουν στον πλειστηριασμό αποδίδεται σε δυσλειτουργίες της διαδικασίας, που αποθαρρύνουν κάποιον να αναζητήσει ακίνητο μέσω του e-auction. Αυτό γιατί ακόμη κι αν το ακίνητο βρει τελικώς αγοραστή, ο φόβος ακύρωσης της πώλησης μέσω της ανακοπής του πλειστηριασμού συνεχίζει να υπάρχει ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, θέτοντας ουσιαστικά το ακίνητο και τον νέο αγοραστή σε καθεστώς ομηρίας.
Η αβεβαιότητα
Η ανακοπή του πλειστηριασμού από τον οφειλέτη μπορεί να γίνει ακόμη και μετά την ολοκλήρωσή του για λόγους που έχουν να κάνουν με προγενέστερα στάδια της διαδικασίας. Οπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, η συζήτηση της ανακοπής από τα αρμόδια Πρωτοδικεία λόγω των προβλημάτων της Δικαιοσύνης μπορεί να φθάσει ακόμη και τα 5 χρόνια. Ο αγοραστής, ο οποίος έχει καταβάλει το τίμημα της μεταβίβασης και τον αναλογούντα φόρο, υποχρεούται με αυτόν τον τρόπο να αναμένει για πολλά χρόνια την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της ανακοπής. Ετσι, η αβεβαιότητα που δημιουργείται αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα για την απόκτηση ακινήτου μέσω πλειστηριασμού και ματαιώνει τις προοπτικές πώλησης ή αξιοποίησης του ακινήτου.