Οι αδύναμοι μύες και το κοιλιακό λίπος αποτελούν έναν επικίνδυνο συνδυασμό για τους ηλικιωμένους που αντιμετωπίζουν δυσκολία στο περπάτημα. Η μελέτη που πραγματοποίησαν ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του São Carlos (UFSCar) σε συνεργασία με επιστήμονες από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL) αναδεικνύει μια σημαντική απώλεια στην ταχύτητα βάδισης στους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους που παρουσιάζουν αυτά τα δύο σωματικά χαρακτηριστικά.
«Η συγκριτική ανάλυση έδειξε ότι η απώλεια ταχύτητας βαδίσματος συνέβαινε κυρίως όταν το κοιλιακό λίπος σχετιζόταν με τους αδύναμους μύες. Η ταχύτητα βαδίσματος δεν μειωνόταν τόσο απότομα στους ηλικιωμένους που είχαν μόνο το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό», επισημαίνει ο Tiago da Silva Alexandre, καθηγητής στο Τμήμα Γεροντολογίας του UFSCar και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Age and Aging.
Κανένας από τους συμμετέχοντες δεν είχε κινητικά προβλήματα ή μείωση στην ταχύτητα βάδισης όταν άρχισε η μέτρηση, η οποία έδειξε ότι η ταχύτητα βάδισης μειώθηκε περισσότερο στους συμμετέχοντες με ταυτόχρονη κοιλιακή παχυσαρκία και μυϊκή αδυναμία κατά τα επόμενα οκτώ χρόνια της παρακολούθησης.
Σημειώνεται ότι η βασική ταχύτητα βάδισης για τους ανθρώπους αυτής της ηλικίας χωρίς κινητικούς περιορισμούς ορίστηκε στα 0,8 μέτρα/δευτερόλεπτο (m/s). «Στους συμμετέχοντες με κοιλιακή παχυσαρκία και μυϊκή αδυναμία, παρατηρήσαμε απώλεια της τάξης των 0,15 m/s στην περίοδο των 8 ετών. Με αυτό το ρυθμό μπορεί να έρθει μια στιγμή που δε θα μπορούν να περάσουν τον δρόμο στον χρόνο που δίνεται από τα φανάρια», σημειώνει η Roberta de Oliveira Máximo, πρώτη συγγραφέας της μελέτης.
Παχυσαρκία και φλεγμονή
Οι ερευνητές από το UFSCar σημειώνουν ότι η συγκέντρωση λίπους στην περιοχή της κοιλιάς ενεργοποιεί μια έντονη «φλεγμονώδη καταιγίδα», η οποία καταναλώνει τη μυϊκή μάζα και μειώνει τη δύναμη. «Σε προηγούμενες μελέτες βρήκαμε έναν συσχετισμό ανάμεσα στην κοιλιακή παχυσαρκία και τη μυϊκή αδυναμία, τα οποία είναι πολύ συχνά στον γενικό πληθυσμό, και αυξημένο κίνδυνο πτώσεων, αλλαγών στον μεταβολισμό των λιπιδίων, των υδατανθράκων, της γλυκόζης και της χοληστερόλης, ανικανότητα, ακόμα και θάνατο. Αλλά αυτή είναι η πρώτη μελέτη που συνδέει τις δύο συνθήκες με την κινητικότητα», τονίζει ο Δρ. Alexandre.
Η κοιλιακή παχυσαρκία ορίστηκε ως η κατάσταση όπου η περίμετρος μέσης ξεπερνά τα 102 εκατοστά για τους άνδρες και τα 88 εκ. για τις γυναίκες, ενώ η μυϊκή αδυναμία ορίστηκε ως η κατάσταση όπου η δύναμη λαβής είναι χαμηλότερη από 26 κιλά για τους άνδρες και 16 κιλά για τις γυναίκες.
Αναλύοντας τον συσχετισμό ανάμεσα στη συσσώρευση λίπους, την αδυναμία των μυών και την απώλεια της κινητικότητας, οι επιστήμονες ανέφεραν πως η μείωση του εσωτερικού λίπους και η αύξηση του κοιλιακού λίπους θεωρούνται φυσιολογικά όσο η ηλικία αυξάνεται. «Το κοιλιακό λίπος είναι συχνότερο στους άνδρες. Στις γυναίκες, το λίπος τείνει να συσσωρεύεται γύρω από τους μηρούς και τους γοφούς, ενώ μετά την πτώση των ορμονών λόγω εμμηνόπαυσης συγκεντρώνεται και στην κοιλιά. Τότε είναι που συμβαίνει και η ‘φλεγμονώδης καταιγίδα’. Η συγκέντρωση κοιλιακού λίπους τροφοδοτεί τη φλεγμονή, η οποία καταναλώνει μυϊκή μάζα και μειώνει τη μυϊκή δύναμη, προκαλώντας, επίσης, βλάβες στον νευρικό έλεγχο των μυών. Το αποτέλεσμα είναι μια σταθερή απώλεια δύναμης και συσσώρευση του λίπους», εξηγεί ο ειδικός.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, λοιπόν, οι γιατροί θα πρέπει να μετρούν το κοιλιακό λίπος και τη μυϊκή δύναμη των ασθενών προκειμένου να προβλέπουν την απώλεια της ταχύτητας βάδισης. «Η μείωση της ταχύτητας βάδισης αποτελεί σημαντική προγνωστική ένδειξη κινητικών προβλημάτων, υψηλότερου κίνδυνου πτώσεων και πιθανής ανικανότητας στους γηραιότερους. Στόχος μας σε αυτή τη μελέτη ήταν να δείξουμε τη χρησιμότητα αυτού του παράγοντα πρόβλεψης για τις ιατρικές ομάδες. Ένας ικανός αριθμός ηλικιωμένων έχουν μυϊκή αδυναμία και συσσωρευμένο κοιλιακό λίπος, στοιχεία που μπορούν να διορθωθούν μέσω της άσκησης και της διατροφής», καταλήγουν οι επιστήμονες.