Καθώς οι εισπράξεις της χώρας από τον τουρισμό έχουν ήδη ξεπεράσει από τον Οκτώβριο το ρεκόρ των 18,2 δισ. του 2019, σε μια χρονιά-ορόσημο μέχρι πρότινος για τις επιδόσεις του κλάδου, η σημασία της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας για την εθνική οικονομία έχει πλέον σχεδόν καθολική αναγνώριση. Μαζί όμως με την αναγνώριση της σημασίας της για την οικονομία διαπιστώνεται και προβληματισμός για τις επιπτώσεις του τουρισμού σε δημοφιλή σημεία συγκέντρωσης ξένων τουριστών αλλά και στο περιβάλλον, και εντέλει στον ίδιο τον χαρακτήρα της χώρας και τον τρόπο με τον οποίον κάνουν διακοπές οι ίδιοι οι Ελληνες.
Αυτά τα συμπεράσματα συνοψίζουν τα ευρήματα της δεύτερης μεγάλης πανελλαδικής έρευνας για τον τουρισμό και τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετωπίζουν οι «οικοδεσπότες», οι κάτοικοι της Ελλάδας. Πρόκειται για τάσεις που μετρήθηκαν από την Pulse για λογαριασμό της πρωτοβουλίας της «Κ», Reimagine Tourism in Greece, η οποία παρουσιάστηκε επίσημα τον Ιούνιο στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και αποσκοπεί στην ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων πλευρών, πολιτείας, τοπικών κοινωνιών και επιχειρήσεων, με στόχο την ανάδειξη ενός νέου «παραδείγματος» για τον τουρισμό, το οποίο θα ενισχύσει τα οικονομικά οφέλη για τη χώρα, προφυλάσσοντας όμως παράλληλα το περιβάλλον αλλά και τον χαρακτήρα των προορισμών της.
Το 63% των Ελλήνων θεωρεί ότι δημοφιλείς προορισμοί επηρεάζονται αρνητικά από τον συνωστισμό που εκδηλώνεται σε αυτούς, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους αιχμής της τουριστικής δραστηριότητας. Ενα επιπλέον 20% αξιολογεί τις ίδιες επιδράσεις ως μέτριες και μόνο το 13% των ερωτηθέντων εκτιμά πως ο συνωστισμός, ή αλλιώς υπερτουρισμός, επηρεάζει από λίγο έως ελάχιστα και καθόλου τα μέρη όπου εκδηλώνεται. Επιπλέον, η ανησυχία εμφανίζεται αυξημένη στην τρέχουσα έρευνα που έγινε μετά την ολοκλήρωση της κυρίας τουριστικής περιόδου σε σχέση με αυτήν που καταγράφηκε από την πρώτη έρευνα που διενήργησε η Pulse για την «Κ» τον Ιούνιο.
«Η αποδοχή της υψηλής σημασίας του τουρισμού για την ελληνική οικονομία είναι σχεδόν καθολική, αντικατοπτρίζοντας τη μεγάλη συνεισφορά του στη χώρα μας, η οποία αποτελεί έναν από τους πιο γνωστούς τουριστικούς προορισμούς παγκοσμίως», εξηγεί ο γενικός διευθυντής της Pulse RC, Γιώργος Αράπογλου, σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας. «Τα αποτελέσματα της δεύτερης μεγάλης πανελλαδικής δημοσκόπησης της Pulse RC για λογαριασμό της «Κ» –με αντικείμενο αξιολογήσεις, απόψεις και προβληματισμούς των Ελλήνων για τον τουρισμό– επιβεβαιώνουν την εικόνα που είχαμε καταγράψει στην προηγούμενη διερεύνηση και μάλιστα με ανοδική τάση.
Το 87% των συμμετεχόντων χαρακτηρίζει τον συγκεκριμένο πυλώνα ανάπτυξης “αρκετά ή πολύ” σημαντικό, με το ποσοστό όσων απάντησαν “πολύ” να ενισχύεται από 61% τον Ιούνιο του 2023 σε 68% τον Δεκέμβριο». «Επιπλέον, η θετική αξιολόγηση των επιλογών που γίνονται για το μέλλον του τουρισμού καταδεικνύει μια γενικότερη εμπιστοσύνη από σχεδόν δύο στους τρεις πολίτες – αν και συγχρόνως υπάρχει αναγνώριση, από την πλειονότητα των συμμετεχόντων, της ανάγκης για βελτιώσεις. Μόνο ένας στους πέντε χαρακτηρίζει την κατεύθυνση των επιλογών λανθασμένη», επισημαίνει.
Παράλληλα με τη συνειδητοποίηση και την ανάδειξη της σημασίας του τουρισμού αποτυπώνονται ποσοτικά και μια σειρά από ανησυχίες, όπως:
• Για τις επιπτώσεις από το αυξημένο πλήθος τουριστών και τον συνωστισμό που παρατηρείται κυρίως σε δημοφιλείς προορισμούς που υποδέχονται μεγάλο αριθμό επισκεπτών.
• Για το εάν η μεγάλη ζήτηση για καταλύματα και οι αυξημένες τιμές που προκαλεί θα εμποδίσουν κάποιους να κάνουν διακοπές όπου επιθυμούν.
• Για την επίδραση που έχουν οι βραχυχρόνιες μισθώσεις κατοικιών, Airbnb, στον αστικό και κοινωνικό ιστό της Αθήνας.
• Για το εάν το ενδιαφέρον για τον τουρισμό έχει επηρεάσει τα χαρακτηριστικά των νησιών και των πόλεων που αποτελούν ελκυστικούς προορισμούς.
«Συνολικά, οι πολύ καλές αξιολογήσεις μαζί με τον εντοπισμό και την αναγνώριση πλευρών και σημείων που χρειάζονται προσοχή υποδεικνύουν τη σημαντική υποστήριξη και το αυξημένο ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας», εκτιμά ο κ. Αράπογλου. «Στα αποτελέσματα μπορεί κανείς να διακρίνει την επιθυμία για βελτιώσεις και ενίσχυση, αλλά και την ελπίδα για ακόμη πιο θετικές εξελίξεις στον τομέα του τουρισμού», προσθέτει.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις στο δεκάμηνο του 2023 διαμορφώθηκαν στα 19,612 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ξεπερνώντας κατά 1,4 δισ. τις αντίστοιχες εισπράξεις του συνόλου της χρήσης του 2019 (18,2 δισ.). Με δεδομένο ότι οι εισπράξεις αυξάνονται με διψήφιο ρυθμό σε σχέση με το 2019, και ότι εκείνη τη χρονιά τα έσοδα τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο ήταν της τάξης των 600 εκατ., οι εκτιμήσεις βλέπουν τις εισπράξεις από τους ξένους επισκέπτες της χώρας για ολόκληρη τη φετινή χρονιά να διαμορφώνονται στα επίπεδα των 20,2-20,3 δισ. ευρώ. Θα ξεπεράσουν δηλαδή κατά 2 δισ. ή σε ποσοστό άνω του 10% το ρεκόρ του 2019.
Ρεκόρ αφίξεων στο 10μηνο
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2023 η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση απέχει μόλις 415.000 επισκέπτες από το σύνολο των επισκεπτών του 2019. Τους πρώτους 10 μήνες του 2023 η εισερχόμενη κίνηση διαμορφώθηκε σε 30,933 εκατ. επισκέπτες. Για ολόκληρο το 2019 ήταν 31,348 εκατ. άτομα (η κίνηση μόνο κατά τον Δεκέμβριο του 2019 ήταν 692.000 ταξιδιώτες). Με βάση τον ρυθμό ανάπτυξης που καταγράφεται και με αναγωγή στο σύνολο του έτος, οι ξένοι επισκέπτες αναμένεται να αγγίξουν ή και να ξεπεράσουν τα 32 εκατ. φέτος.
Σε όρους επισκεπτών, κατά τους πρώτους 10 μήνες του 2023 η ταξιδιωτική κίνηση από τη Γερμανία παρουσίασε αύξηση στα 4,543 εκατ. ταξιδιώτες, ενώ αυτή από τη Γαλλία αυξήθηκε σε 1.782 εκατ. Η κίνηση από το Ηνωμένο Βασίλειο αυξήθηκε οριακά σε 4,491 εκατ., ενώ αυτή από τις ΗΠΑ ενισχύθηκε σημαντικά σε 1,268 εκατ. ταξιδιώτες. Αξίζει να σημειωθεί πως τα συγκεκριμένα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δεν περιλαμβάνουν μεγέθη από κρουαζιέρες, πέραν των όσων καταγράφονται από την Ερευνα Συνόρων, για όσους δηλαδή εισέρχονται στη χώρα για να ξεκινήσουν την κρουαζιέρα τους από εδώ.
Προβληματισμός για υπερτουρισμό, υψηλές τιμές και Airbnb
Το 77% των συμμετεχόντων στη μεγάλη έρευνα της Pulse για την «Κ» δηλώνει ότι ανησυχεί από λίγο έως πολύ για το γεγονός ότι η μεγάλη ζήτηση που εκδηλώνεται διεθνώς για διακοπές στην Ελλάδα και οι επακόλουθα αυξημένες τιμές θα περιορίσουν τη δυνατότητά του να κάνει διακοπές σε εκείνα τα μέρη που επιθυμεί. Το 59%, δηλαδή οι 6 στους 10 Ελληνες, ανησυχεί γι’ αυτό το ενδεχόμενο από αρκετά έως πολύ. Οπως μάλιστα προκύπτει, ο προβληματισμός είναι εντονότερος στις ηλικίες από 30 έως 40 ετών.
Στην ερώτηση κατά πόσον το ενδιαφέρον για τον τουρισμό έχει επηρεάσει τα χαρακτηριστικά των προορισμών, μόνο το 14% πιστεύει πως τα έχει επηρεάσει θετικά. Το 37% θεωρεί ότι έχουν επηρεαστεί με ισορροπημένο τρόπο, αλλά το 36% εκτιμά πως έχουν επηρεαστεί αρνητικά.
Θέμα που συνδέεται ευθέως με τις επιπτώσεις της τουριστικής δραστηριότητας στην καθημερινότητα των βασικών τουριστικών προορισμών της χώρας είναι και η μεγάλη αύξηση των καταλυμάτων που προσφέρονται για βραχυχρόνιες μισθώσεις. Το 59% των Ελλήνων ανησυχεί για τις επιδράσεις που οι βραχυχρόνιες μισθώσεις έχουν στον αστικό και κοινωνικό ιστό της πρωτεύουσας, έναντι 33% που δηλώνει ότι μάλλον ή σίγουρα δεν ανησυχεί.
Τα περισσότερα από τα παραπάνω ζητήματα συνδέονται με την πρόκληση για διασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού τουρισμού. Πρόκληση την οποία αναγνωρίζει με εμφατικό τρόπο και ο ίδιος ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ). Ο πρόεδρός του Γιάννης Παράσχης μιλώντας προ ολίγων ημερών από το βήμα του ετήσιου συνεδρίου του ΣΕΤΕ με θέμα «Reframing Tourism» έκανε μάλιστα λόγο για «σημείο καμπής για το αναπτυξιακό πλαίσιο και το μέλλον του τουρισμού μας». «Είναι υποχρέωσή μας να δώσουμε επίκαιρες απαντήσεις στα νέα προβλήματα για να διασφαλίσουμε την ανταγωνιστικότητα του τουρισμού, τη διατήρηση του πρωταγωνιστικού του ρόλου, τη μεγιστοποίηση της συνεισφοράς του στην εθνική οικονομία, την απασχόληση, την κοινωνική συνοχή, τις τοπικές οικονομίες και κοινωνίες», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η πορεία του ελληνικού τουρισμού προς το 2030 προϋποθέτει τη μετάβαση από την αυθόρμητη στη στοχευμένη ανάπτυξη μέσα από έναν μεθοδικό, ουσιαστικό και ολοκληρωμένο σχεδιασμό σε ένα πλαίσιο βιωσιμότητας, λαμβάνοντας υπόψη διαθέσιμους πόρους, στόχους και αναδυόμενες τάσεις, αναφέρει ο ΣΕΤΕ. Σε αυτό το πλαίσιο εκπονήθηκε από την κοινοπραξία εταιρειών Deloitte – Remaco για λογαριασμό του Ινστιτούτου του ΣΕΤΕ η μελέτη «Ελληνικός Τουρισμός 2030 | Σχέδια Δράσης» για την ανάπτυξη των τουριστικών προϊόντων της χώρας σε προορισμούς και clusters προορισμών από όλες τις περιφέρειες της χώρας. Εχει γίνει άλλωστε ευρέως αντιληπτό, όπως προκύπτει και από την έρευνα, πως εάν δεν προχωρήσουν θέματα όπως ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη των υποδομών, αλλά και η διαχείριση των προορισμών, πέρα από την αρνητική επίδραση στις κοινωνίες και στους προορισμούς θα πληγεί και το ίδιο το τουριστικό προϊόν της χώρας, με όλες τις οικονομικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΤΕ, η βελτίωση των δημόσιων υποδομών προκειμένου να είναι ανάλογες των ιδιωτικών επενδύσεων και της εξέλιξης των τουριστικών μεγεθών αποτελεί δομικό ζήτημα άμεσης προτεραιότητας. «Οι υφιστάμενες δημόσιες υποδομές δεν επαρκούν για να καλύψουν τις απαιτήσεις των αυξανόμενων ροών, ειδικότερα, δε, εάν προσδοκούμε σε ποιοτική αναβάθμιση του προϊόντος με προτεραιότητα τους κατοίκους και κατ’ επέκταση τους επισκέπτες μας», ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία του.