Τα πάνω-κάτω έχει φέρει στην αγορά των τροφίμων η κρίση ακρίβειας, με τις ανατιμήσεις στα γαλακτοκομικά να φτάνουν πια σε τέτοιο σημείο ώστε στη Βρετανία, το αγελαδινό γάλα έχει φτάσει να πωλείται φθηνότερα από τα γάλατα φυτικής προέλευσης, που ήταν παραδοσιακά ένα premium προϊόν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, ένα μπουκάλι (2 πίντες – 1.136,52 ml) αγελαδινού γάλακτος κοστίζει τώρα 1,25 λίρες κατά μέσο όρο σε τέσσερα από τα κύρια σούπερ μάρκετ του Ηνωμένου Βασιλείου, με τις τιμές να ενισχύονται κατά 36% από τον Ιανουάριο.
Συγκριτικά, η ίδια ποσότητα στα φυτικά γάλατα κοστίζει 1,05 λίρες για το γάλα σόγιας, 1,07 λίρες για το γάλα αμυγδάλου και 1,24 λίρες για το γάλα βρώμης.
Συνήθως, τα φυτικά προϊόντα όπως το γάλα βρώμης κοστίζουν περισσότερο από το αγελαδινό γάλα, με ορισμένες καφετέριες να αντιμετωπίζουν κριτική επειδή χρεώνουν επιπλέον όταν τα προσθέτουν στα ροφήματά τους.
Άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν εμφανίσει αξιοσημείωτες αυξήσεις τιμών με τα βρετανικά σούπερ μάρκετ να εφαρμόζουν ετικέτες ασφαλείας στα βούτυρα Lurpak, για να εμποδίσουν την κλοπή τους, καθώς πλέον εντάσσονται στην κατηγορία των ακριβών ειδών.
Οι υψηλότερες τιμές στα ράφια έχουν ήδη οδηγήσει τους καταναλωτές να προσαρμόσουν τον τρόπο με τον οποίο ψωνίζουν, επιλέγοντας φθηνότερα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ή κάνοντας τις αγορές τους από discount σούπερ μάρκετ.
Μαζί με άλλα βασικά προϊόντα όπως τα αυγά και το τυρί, το γάλα είναι ένα από τα είδη που τα σούπερ μάρκετ χρησιμοποιούν σαν «κράχτες». Προσπαθούν δηλαδή να έχουν χαμηλές τιμές σε σχέση με τον ανταγωνισμό σε ένα είδος που αγοράζουν σχεδόν όλα τα νοικοκυριά, για να προσελκύουν πελάτες στην προσπάθειά τους να κερδίσουν μερίδια αγοράς. Η άνοδος της τιμής του γάλακτος θεωρείται ενδεικτική της πίεσης που δέχονται τα σούπερ μάρκετ.
Οι ανατιμήσεις στο γάλα είναι αποτέλεσμα της αύξησης στο κόστος παραγωγής και μεταφοράς του, αφού οι τροφές για τις αγελάδες, τα λιπάσματα και τα καύσιμα έχουν ακριβύνει. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επηρέασε την παραγωγή και τη μεταφορά λιπασμάτων, που χρησιμοποιούνται για την καλλιέργεια ζωοτροφών για βοοειδή, ενώ στην Ευρώπη τουλάχιστον το 70% της παραγωγικής ικανότητας λιπασμάτων έχει περιοριστεί καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν εκτοξευτεί στα ύψη.