Μάλιστα, ο σύζυγος της Μαριαλένας γνώριζε την εξωσυζυγική σχέση της γυναίκας του με τον 25χρονο Βαγγέλη Στεφανάκη. Επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο καταδικασθείς Στεφανάκης μετά τον θάνατο της Φαίης παντρεύτηκε.
Πριν από δέκα χρόνια η υπόθεση είχε σοκάρει το Πανελλήνιο όταν έγινε γνωστό τον Απρίλιο του 2013 ότι η 23χρονη Φαίη Μπλάχα κατέληξε στο νοσοκομείο από τα χτυπήματα του συντρόφου της.
Η καλλονή, όπως την αποκαλούσε ο περίγυρός της, είχε ερωτικό δεσμό με τον 25χρονο Βαγγέλη Στεφανάκη. Ωστόσο, η 32χρονη Μαριαλένα Μπλάχα, κατά 9 χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της Φαίης, διεκδικούσε τον Στεφανάκη και προκειμένου να χαλάσει τη σχέση της μικρής αδελφής της τής αποκάλυψε ότι και η ίδια είχε ερωτικές επαφές μαζί του. Τότε, η Φαίη ζήτησε από τον 25χρονο να συναντηθούν. Πράγματι, συναντήθηκαν σχεδόν έξω από το σπίτι της κοπέλας και άρχισαν να διαπληκτίζονται έντονα για το θέμα.
Ο πρωταγωνιστής του ερωτικού τριγώνου της Νέας Μάκρης ξυλοκόπησε άγρια τη σύντροφό του. Οπως αναφέρει η δικαστική απόφαση, «χτυπώντας τη με δύναμη και επαγγελματισμό, με γροθιές και κλοτσιές στο κεφάλι και σε άλλα σημεία του σώματος, με αποτέλεσμα να προκληθούν: κρανιοεγκεφαλική κάκωση με υπαραχνοειδή αιμορραγία και διάχυτο εγκεφαλικό οίδημα, αιμάτωμα στον αριστερό οφθαλμό με επέκταση στο ζυγωματικό και άλλες μικρότερες κακώσεις». Ο δράστης, σύμφωνα με τους δικαστές, γνώριζε ότι «από τα χτυπήματα αυτά ενδέχεται να προκληθεί ο θάνατός της».
Λόγω του άγριου ξυλοδαρμού η κοπέλα έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε στον δρόμο. Οταν ο δράστης την είδε αναίσθητη, τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο σπίτι ενός φίλου του. Εκεί σε συνεννόηση και με δεύτερο φίλο του τη μετέφεραν σε εφημερεύον νοσοκομείο. Δυστυχώς, όμως, η μεταφορά της άτυχης κοπέλας στο νοσοκομείο έγινε με μεγάλη καθυστέρηση, αφού ο ξυλοδαρμός έγινε «περί ώρα 2.45 έως 3 και στο νοσοκομείο έφτασαν περί ώρα 5 τα ξημερώματα».
Το ψέμα
Στη συνέχεια ο ηλεκτρολόγος Βαγγέλης Στεφανάκης προσπάθησε να εμφανίσει τον θάνατο της άτυχης κοπέλας ως ατύχημα και επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, και τη μαρτυρία της αδελφής της. Ετσι, ο ίδιος ήρθε σε συνεννόηση με τη Μαριαλένα και από κοινού αποφάσισαν να πουν στον πατέρα τους, αλλά και στις αστυνομικές αρχές, ότι η Φαίη κατέληξε στο νοσοκομείο όχι λόγω του ξυλοδαρμού, αλλά επειδή βρέθηκε χτυπημένη από αυτοκίνητο σε δρόμο της Νέας Μάκρης.
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε τη Μαριαλένα ένοχη για ψευδορκία και υπόθαλψη εγκληματία, καθώς απέκρυψε τα πραγματικά περιστατικά και φέρεται να έπεισε τους εμπλεκομένους στην υπόθεση να πουν ψέματα ότι η αδελφή της βρέθηκε τυχαία πεσμένη στην άκρη του δρόμου. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 2 ετών και 6 μηνών με αναστολή.
Ο δε δράστης, αφού πήγε τη Φαίη στο νοσοκομείο, επέστρεψε στο σπίτι του και κοιμήθηκε! Η άτυχη 23χρονη από τις 5 Απριλίου που ξυλοκοπήθηκε έδινε μάχη για τη ζωή της, αφήνοντας, δυστυχώς, την τελευταία της πνοή στις 30 Απριλίου: όλο αυτό το μεσοδιάστημα νοσηλευόταν σε ιδιωτική κλινική Αθηνών σε κρίσιμη κωματώδη κατάσταση.
Μετά τον τραγικό θάνατό της ο 25χρονος κρυβόταν για περισσότερο από έναν μήνα. Εις βάρος του είχε εκδοθεί από τις 7 Απριλίου ένταλμα σύλληψης, με τον ίδιο τελικά να παρουσιάζεται οικειοθελώς στον 15ο τακτικό ανακριτή στις 9 Μαΐου.
Το 2020 ο 25χρονος καταδικάστηκε από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών σε ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως τελεσθείσα σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Αρχικά είχε καταδικαστεί σε κάθειρξη 20 ετών, αλλά ασκήθηκε αναίρεση από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, η οποία έγινε δεκτή. Ετσι, η εφετειακή απόφαση του 2017 αναιρέθηκε, δικάστηκε εκ νέου πριν από τρία χρόνια και το Εφετείο τού επέβαλε ισόβια.
Τώρα, από τις Φυλακές Αυλώνα ζήτησε από τον Αρειο Πάγο να αναιρεθεί η καταδικαστική για τον ίδιο απόφαση του 2020 και να του αναγνωριστεί «η ελαφρυντική περίσταση της ειλικρινούς μετάνοιας» (άρθρο 84, παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα).
Οι αρεοπαγίτες του Ζ’ Ποινικού Τμήματος, όμως, απέρριψαν την αίτησή του απαντώντας σε ένα προς ένα στα επιχειρήματα που προέβαλε προκειμένου να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό της «ειλικρινούς μετάνοιας», με αποτέλεσμα να μη μειωθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης που του έχει επιβληθεί.
Ο κατηγορούμενος απευθυνόμενος προς τους δικαστές, σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι συμπαραστάθηκε στη Φαίη, ισχυρίστηκε ότι μόλις συνειδητοποίησε ότι η σύντροφός του είχε χάσει τις αισθήσεις της τη μετέφερε με το αυτοκίνητό του στο Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης, αλλά εκεί δεν υπήρχε γιατρός για να την περιθάλψει και έτσι πήγε στο σπίτι φίλου του και με το αυτοκίνητο πλέον του τελευταίου τη μετέφεραν στο εφημερεύον νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός».
Στη συνέχεια, ειδοποίησε την αδελφή της για τις τυπικές διαδικασίες εισαγωγής της στο νοσοκομείο, ενώ ο ίδιος, «καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο νοσοκομείο, τόσο κατά την ημέρα του συμβάντος όσο και την επομένη, παραστεκόμουν στη θανούσα έξω από τον θάλαμο νοσηλείας της μαζί με τις φίλες και τους οικείους της, συντετριμμένος, αγωνιώντας για την κατάστασή της, ζητώντας συγγνώμη από τους οικείους της, ξεσπώντας σε κλάματα και απειλώντας να θέσω τέρμα στη ζωή μου, αν η θανούσα πάθαινε κάτι κακό».
Επεσήμανε ακόμα ότι το διάστημα που νοσηλευόταν, εκείνος ήταν «σε συνεχή επικοινωνία με τις φίλες της, προκειμένου να ενημερώνομαι για την κατάστασή της και να βοηθώ όσο μπορώ για την καλύτερη δυνατή νοσηλεία και περίθαλψή της».
Παράλληλα, προσκόμισε σημείωμα κοινωνικού λειτουργού των φυλακών στο οποίο ανέφερε ότι επιδεικνύει πολύ καλή διαγωγή και είναι απολύτως συνεργάσιμος. Επίσης, επικαλέστηκε βεβαίωση της διεύθυνσης των φυλακών, σύμφωνα με την οποία μέχρι τώρα έχει πάρει 10 άδειες και επιστρέφει, ενώ προσκόμισε στο δικαστήριο και ληξιαρχική πράξη γάμου.
Σχετικά με την εξαφάνισή του μετά το τραγικό περιστατικό ανέφερε: «Η ολιγοήμερη καθυστέρησή μου να παρουσιαστώ στις Αρχές οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο ότι πίστευα ακράδαντα στην ανάρρωση της συντρόφου μου και ήθελα να είμαι ελεύθερος να της προσφέρω κάθε δυνατή βοήθεια προς τον σκοπό αυτό».
Κλείνοντας είπε: «Δηλώνω όμως ειλικρινά και κατηγορηματικά ότι για όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να συγχωρήσω τον εαυτό μου και να διασκεδάσω τις αφόρητες τύψεις μου για τον πόνο και το ανεπανόρθωτο κακό που προκάλεσα με την απερίσκεπτη πράξη μου».
H επιχειρηματολογία
Οι δικαστές αντέκρουσαν την επιχειρηματολογία του Βαγγέλη Στεφανάκη επισημαίνοντας ότι «όταν αντιλήφθηκε ότι η κοπέλα είχε χάσει τις αισθήσεις της, αντί να ειδοποιήσει το ΕΚΑΒ ή την Αστυνομία, ή να τη μεταφέρει χωρίς καθυστέρηση στο πλησιέστερο Κέντρο Υγείας ή νοσοκομείο ή ακόμη να ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα της που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα στην οικία του, τη μετακίνησε και τη μετέφερε στην οικία του φίλου του».
Και εκεί, τελικά, αποφάσισε με την προτροπή του φίλου του να τη μεταφέρουν στο νοσοκομείο, με μεγάλη όμως καθυστέρηση, κάτι που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την άσχημη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Οι δε δικαστές τονίζουν: «Η μεταφορά της θανούσας στο νοσοκομείο έγινε με πολύ μεγάλη καθυστέρηση (ο ξυλοδαρμός της έλαβε χώρα περί ώρα 2.45 έως 3 και στο νοσοκομείο έφθασαν περί ώρα 5 τα ξημερώματα), γεγονός που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την ήδη σοβαρή κατάσταση της υγείας της».
Ακολούθως, σύμφωνα με το δικαστήριο, ο 25χρονος «μετά τη μεταφορά της θανούσας στο νοσοκομείο, δεν παρέμεινε συνεχώς στο πλευρό της, ούτε δήλωσε στους γιατρούς την εμπλοκή του στην υπόθεση, αλλά προετοιμάζοντας την υπεράσπιση και αυτοπροστασία του».
Στη συνέχεια, συναντήθηκε με τους δύο φίλους του και συνεννοήθηκαν τι θα πουν στην «κατάθεσή τους στην Αστυνομία προκειμένου να συγκαλυφθεί η εμπλοκή του». Συγκεκριμένα, συνεννοήθηκαν να καταθέσουν ότι την κοπέλα τη βρήκε τυχαία στην άκρη του δρόμου πεσμένη και τραυματισμένη κοντά στο σπίτι της ο φίλος του Βαγγέλη Στεφανάκη, ο οποίος τηλεφώνησε σε δεύτερο φίλο, γνωστό, κι εκείνος με τη σειρά του στον κατηγορούμενο. Ετσι, τη μετέφεραν όλοι μαζί στο νοσοκομείο.
Από το νοσοκομείο αποχώρησαν αφήνοντας την κοπέλα «ημιθανή, σε κώμα και διασωληνωμένη, εντελώς μόνη της σε έναν θάλαμο με άλλους τρεις ασθενείς (λόγω έλλειψης κλίνης στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου), ο δε κατηγορούμενος επέστρεψε, όπου και κοιμήθηκε», προσθέτει η δικαστική απόφαση-απάντηση.
Σε άλλο σημείο επισημαίνεται: «Η δήλωσή του ενώπιον των φίλων ότι αν πάθει κάτι η σύντροφός του θα αυτοκτονήσει και θα τρακάρει, σε συνάρτηση με την αδιαφορία του για την πορεία της υγείας του θύματός του, αφού η έγνοια του ήταν να επιστρέψει στο σπίτι και να κοιμηθεί, δεν συνάδουν με εικόνα ατόμου μετανοημένου για την πράξη του, ούτε υποδηλώνουν ειλικρινή ψυχοβουλητική μεταστροφή αυτού».
Εξάλλου, σημειώνεται στη δικαστική απόφαση, όταν η κοπέλα εισήχθη σε ΜΕΘ ιδιωτικού θεραπευτηρίου «δεν προσφέρθηκε να συνεισφέρει οικονομικά για τη νοσηλεία της, ενώ ουδέποτε ζήτησε συγγνώμη από τους οικείους της».
Το σκεπτικό
Ακόμη, οι δικαστές δεν παρέλειψαν να υπογραμμίσουν ότι ο Βαγγέλης Στεφανάκης «είχε χειροδικήσει σε βάρος της θανούσας και άλλες δύο φορές, και μάλιστα τη δεύτερη φορά τής είχε επιφέρει χτυπήματα στο πρόσωπο και το αυτί, συνεπεία των οποίων η τελευταία είχε επισκεφτεί το Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης. […] Ο κατηγορούμενος, παρόλο που γνώριζε από την πρώτη ημέρα ότι είχε εκδοθεί σε βάρος του ένταλμα σύλληψης, διέφευγε επί έναν μήνα τη σύλληψή του, μη παρουσιαζόμενος αυτοβούλως ενώπιον των Αρχών προς εκτέλεσή του».
Κατόπιν όλων αυτών και με βάση τα περιστατικά, οι αρεοπαγίτες κατέληξαν ότι «ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε ειλικρινή μετάνοια για την τέλεση της πράξης του, ούτε εκδήλωσε ειλικρινή ψυχοβουλητική μεταστροφή, ούτε επεδίωξε ειλικρινώς λόγω μετανοίας να άρει τις συνέπειες της πράξεώς του».
Τελικά, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι η καταδικαστική για εκείνον απόφαση πάσχει από νόμιμη αιτιολογία, κρίνοντας ότι η εφετειακή απόφαση έχει την απαιτουμένη «από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς αντιφάσεις και ενδοιαστικές κρίσεις». Επίσης, του επιδικάστηκαν δικαστικά έξοδα ύψους 250 ευρώ.