Ενώ ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε πρόσφατα κατά 6,02% και σωρευτικά κατά 35,4% από το 2019, οι μέσοι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι -με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις όπως ο κλάδος της τεχνολογίας- δυσκολεύοντας την επίτευξη του κυβερνητικού στόχου για μέσο μισθό 1.500 ευρώ το 2027. Τα παρακάτω μεγέθη δείχνουν τη διαφορά.
Οπως επισημαίνουν οι επιστημονικοί φορείς στις πρόσφατες εκθέσεις τους, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι υψηλότερος κατά 5,9% σε σχέση με το 2000. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον μέσο μισθό που παραμένει χαμηλότερος κατά 12,4% από το 2000.
Ενδιαφέρον έχει και μία ακόμα επισήμανση των ειδικών, ότι το 2009 ο μέσος μισθός ήταν 1.460 ευρώ και 18 χρόνια μετά, το 2027, στοχεύουμε να φτάσουμε στα ίδια επίπεδα, την ώρα που ο πληθωρισμός επιμένει χωρίς σημαντικές προοπτικές αποκλιμάκωσης.
Κλαδικές συμβάσεις
Το σίγουρο είναι ότι οι αυξήσεις του 2025 για τους μισθωτούς που αμείβονται με μισθό υψηλότερο από τον κατώτατο θα κινηθούν με πιο αργούς ρυθμούς απ’ ό,τι το 2024. Οπως επισημαίνουν οικονομολόγοι που ασχολούνται με θέματα της αγοράς εργασίας, στην αύξηση των μισθών με… το σταγονόμετρο συμπράττει και η περιορισμένη επίδραση των συλλογικών συμβάσεων στους μισθούς. Οι εν ενεργεία κλαδικές συμβάσεις είναι σήμερα μόλις 17, τη στιγμή που πριν από τα μνημόνια ανέρχονταν σε 55.
Πρόσφατη έρευνα της ΓΣΕΕ σε συνεργασία με την Alco έδειξε ότι μόνο ένας στους τρεις εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα καλύπτεται από κάποιας μορφής συλλογική σύμβαση. Αλλά και οι 205 επιχειρησιακές συμβάσεις που υπογράφηκαν στην Ελλάδα το περσινό δεκάμηνο καλύπτοντας πολύ μικρό ποσοστό εργαζομένων δεν απέφεραν αυξήσεις πάνω από 2%.
Ωστόσο οι αυξήσεις του 2024, όπως διαπιστώνουν όλοι οι φορείς, σε μέσους όρους ήταν σημαντικές.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά 5,4% αυξήθηκαν οι μισθοί στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, με εξαίρεση τον πρωτογενή τομέα και τις δραστηριότητες νοικοκυριών στο δ’ τρίμηνο του 2024, ενώ για το σύνολο του έτους η αύξηση ήταν 4,6%.
Στο ίδιο μήκος κύματος, το νέο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο 2025-2028 προβλέπει ότι οι μισθοί θα αυξάνονται με ρυθμό 4,5%, ενώ και η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει αυξήσεις 5% κατ’ έτος.
Σε κάθε περίπτωση, ο κυβερνητικός στόχος ο μέσος μισθός να φτάσει στα 1.500 ευρώ το 2027 είναι ένα δύσκολο στοίχημα καθώς οι προβλέψεις του Προϋπολογισμού και της ΤτΕ πρέπει να περάσουν και στην πραγματική οικονομία. Για να επιτευχθεί αυτό, ο στόχος προϋποθέτει αυξήσεις κοντά στο 5,3%, δηλαδή η ετήσια αύξηση τα επόμενα τρία χρόνια θα πρέπει να ξεπερνά τα 60 ευρώ.
Σε υψηλότερα επίπεδα κινούνται τα στοιχεία της Εργάνης, που δείχνουν ότι το 2024 ο μέσος μισθός έφθασε κατά μέσο όρο στα 1.342 ευρώ (από 1.251 ευρώ το 2023) καταγράφοντας αύξηση 7,2%. Το ενθαρρυντικό είναι ότι ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης διαμορφώθηκε στα 1.476 ευρώ (αύξηση 18%) καλλιεργώντας βάσιμες ελπίδες για μελλοντικές αυξήσεις. Μάλιστα η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας εκτιμά ότι ακόμη και εντός του 2025 ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης θα ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ.
Οπως ανέφερε πρόσφατα η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως, ένας στους δύο μισθωτούς λαμβάνει περισσότερα από 1.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ 42 κλάδοι της οικονομίας χορηγούν μισθούς υψηλότερους από τον μέσο μισθό, έως 2.500 ευρώ.
Για παράδειγμα, στον κλάδο των χρηματοοικονομικών ο μέσος μισθός ανέρχεται σε 2.626 ευρώ, στην ενέργεια σε 2.490 ευρώ, στον προγραμματισμό Η/Υ και την παροχή συμβουλών σε 2.232 ευρώ, στις δραστηριότητες Ερευνας και Ανάπτυξης σε 2.108 ευρώ και στη φαρμακοβιομηχανία σε 2.050 ευρώ.

Και πάλι όμως ο χάρτης των μισθών έχει διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον κλάδο και το μέγεθος της επιχείρησης.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Εργάνης, οι περισσότεροι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα (462.644) λαμβάνουν αμοιβές 1.001-1.200 ευρώ, ενώ 357.832 μισθωτοί αμείβονται με 901-1.000 ευρώ. Μόνο 98.000 εργαζόμενοι παίρνουν μισθό πάνω από 3.000, ενώ 239.000, που προφανώς εργάζονται με μερική απασχόληση, λαμβάνουν έως 500 ευρώ μηνιαίως.
Μάλιστα, στις μικρές επιχειρήσεις κάτω των 10 ατόμων, όπως αναφέρει στην έκθεσή του το ΙΟΒΕ, ο μέσος μισθός ήταν 1.099 ευρώ το 2024.
Την ίδια ώρα, στην έκθεσή της για τον κατώτατο μισθό η ΤτΕ επισημαίνει ότι σημειώθηκε αύξηση των θέσεων εργασίας στα κλιμάκια μηνιαίων αποδοχών 901-1.000 και 1.001-1.200 ευρώ. Αυτό ενδεχομένως είναι μια ένδειξη στενότητας στην αγορά εργασίας, η οποία αντιδρά σε μείωση των ευέλικτων μορφών εργασίας και αυξήσεις μισθών πέραν του κατώτατου για την εξεύρεση εργατικού δυναμικού.
Πληθωρισμός
Αλλη μία έκθεση της Eurobank τονίζει ότι ο πληθωρισμός ροκανίζει τις αυξήσεις, καθώς κατά την πενταετία 2020-2024 οι ονομαστικές αμοιβές ανά απασχολούμενο καταγράφουν σωρευτική αύξηση 13,2%, ενώ ο πληθωρισμός 16,1%.
Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε., όπως αναφέρει η έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το 2023 στη χώρα μας το ύψος του μέσου ετήσιου προσαρμοσμένου μισθού πλήρους απασχόλησης ήταν 17.013 ευρώ, επίδοση που αποτελεί την τρίτη χαμηλότερη μεταξύ των 26 υπό εξέταση κρατών-μελών της Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία. Μάλιστα σε όρους PPS (μονάδες αγοραστικής δύναμης) το αντίστοιχο μέγεθος ανήλθε στην Ελλάδα σε 21.004, δηλαδή στην τελευταία θέση της Ε.Ε.
Από τα στοιχεία του Δείκτη Μισθολογικού Κόστους της Eurostat φαίνεται ότι οι κλάδοι που έχουν τη μεγαλύτερη κάλυψη μισθωτών από συλλογικές συμβάσεις εμφανίζουν μεγαλύτερη αύξηση αμοιβών σε σχέση με το σύνολο της οικονομίας, όπως ο τουρισμός και ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Για το 2023, όπου υπάρχουν τα τελευταία επίσημα διαθέσιμα στοιχεία, οι μισθοί και τα ημερομίσθια στον κλάδο του τουρισμού αυξήθηκαν κατά 17,2% και στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά 11,6%, τομείς στους οποίους υπήρχαν σε ισχύ συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ για το σύνολο της επιχειρηματικής οικονομίας αυξήθηκαν κατά 8,1%, δηλαδή λιγότερο.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας μελετά παρεμβάσεις στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την κατάρτιση οδικού χάρτη προκειμένου να αυξηθεί το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αλλωστε και η Κοινοτική Οδηγία που ενσωματώθηκε στο Εθνικό Δίκαιο θέτει στόχο να αυξηθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις στο 80%. Στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από σύμβαση κυμαίνεται στο 25%-30%.
Οι παρεμβάσεις που θα δρομολογηθούν, κατόπιν εκτενούς διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους προκειμένου να δοθεί ώθηση στη σύναψη συμβάσεων, προβλέπουν:
1/ Δραστική μείωση του ποσοστού της εργοδοτικής εκπροσώπησης που απαιτείται ως προϋπόθεση για την επέκταση των όρων των συμβάσεων στο σύνολο του κλάδου. Σήμερα αυτό το ποσοστό είναι 51%, με αποτέλεσμα πολλοί εργοδότες να αποχωρούν από τον φορέα εκπροσώπησής τους για να μην υποχρεωθούν να αυξήσουν τους μισθούς που ορίζουν οι κλαδικές συμβάσεις. Αλλωστε η μέτρηση του ποσοστού είναι δύσκολη και συχνά αναξιόπιστη. Αυτή η παρέμβαση, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, αποτελεί ένα κίνητρο ώστε οι εργοδότες να προσέρχονται με μεγαλύτερη προθυμία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
2/ Συμφωνία των κοινωνικών εταίρων ώστε να υπάρχει -σε αυστηρό πλαίσιο- διαφορετική πολιτική για τις αυξήσεις που ορίζουν οι συμβάσεις σε όσες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα.
3/ Απλοποίηση των διαδικασιών του ΟΜΕΔ ώστε να αρθούν οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και σε πολλές περιπτώσεις οι διαφορές να λύνονται εξωδικαστικά πριν από την προσφυγή στη διαιτησία.
4/ Απλοποίηση των διαδικασιών για τη νομιμοποίηση και εγγραφή των συνδικαλιστών αλλά και των εκπροσώπων των εργοδοτικών φορέων στο ψηφιακό μητρώο που προβλέπεται από τον νόμο Χατζηδάκη. Για το θέμα αναμένεται και η απόφαση του ΣτΕ, στο οποίο προσέφυγαν οι συνδικαλιστές με το σκεπτικό ότι είναι αντισυνταγματικό να εξαρτάς την πορεία μιας συλλογικής σύμβασης από την εγγραφή των μελών στα μητρώα.
